Τελειόφοιτα τσογλάνια λυκείου στο Πέμπτο, εσωτερικά προσφυγάκια από διάφορες πόλεις, πηγαίναμε στο φροντιστήριο Σταυριανίδη για Ακαδημαϊκό απολυτήριο. Όλοι των θετικών επιστημών. Πέντε ήταν η στενή παρέα: Δημήτρης, Γιάννης, Βασίλης, Σπύρος κι εγώ. Με ψευδώνυμα και παρατσούκλια και ένα κοινό στοιχείο. Τον πόθο για ουίσκι. Τη βολεύαμε με χύμα βερμούτ και σπουμάντε, αλλά το ουίσκι ήταν θεότης, κι ας έλεγαν τα κορίτσια πως μύριζε κοριό.
Πριν την εκδρομή ανά την Ελλάδα, τσοντάραμε και αποκτήσαμε ένα πλακέ γυάλινο μπουκάλι white horse. Kανένας κοριός. Μύριζε όπως το πίσω μέρος του αυτιού των κοριτσιών, εκεί που άφηναν ένα πέρασμα από το αγαπημένο τους άρωμα, όταν ετοιμάζονταν για πάρτι, και ίδρωναν ελαφρά από το σέικ και το χάλι γκάλι.
Το 1966 κόστιζε 160 δραχμές, το γαμημένο και δεν νομίζω να έγινε ποτέ δικαιότερη μοιρασιά. Το κρατούσαμε εκ περιτροπής, κάθε μέρα και άλλος. Αλλά μία των ημερών, μπαίνοντας με βίο στο μάθημα Φυσικής του Βρεττού και ψιλοαργοπορημένοι, το μπουκάλι έπεσε από το παρντεσού του Γιάννη και μοσχοβόλησε ηδονικά ο τόπος. Ο Γιάννης δεν άντεξε, έπεσε στα τσιμέντα και έγλειφε μαγεμένος τα σπασμένα υαλία.