Oυάιλντ, Ντίκενς, Μπάροους, Ντη Έιτς Λώρενς, Κάφκα, δεκάδες συγγραφείς, γυναίκες και άνδρες, στο περιθώριο του έργου τους, άφησαν ένα ή περισσότερα σκιτσάκια με τη μορφή τους. Ακόμη κι ο Σεφέρης, εκτός από την Γοργόνα του, δεν λησμόνησε να φανταστεί τον Κάλβο.
Αυτά τα ιχνογραφήματα, διαθέτουν μια απύθμενη εσωτερική αξία: τα περισσότερα είναι αποτέλεσμα γραμμών έναντι ενός καθρέφτη, αλλά σχεδόν ποτέ δεν τους ξεφεύγει ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά της σκεπτομορφής των. Θα τολμούσα να τα θεωρήσω «κείμενα γραπτού λόγου» και όχι ασκήσεις ελευθέρου σχεδίου. Είναι σαν σχόλια-επεκτάσεις ενός κειμένου.
Οι συγγραφείς και οι ποιητές, εξαιρετικά σπάνια υπηρετούν δύο Μούσες. Ενίοτε δεν υπηρετούν απολύτως καμία, δίχως σοβαρή βλάβη της ακτινοβολίας των. Τι ακριβώς υπηρετούν ενυπάρχει στον Καβάφη, όταν γράφοντας για τον τάφο του Ευρίωνος, προσθέτει:
Χάσαμεν όμως το πιο τίμιο — την μορφή του,
που ήτανε σαν μια απολλώνεια οπτασία.
Μπορεί να ακούεται τρελό, χαζό, αλλά οι συγγραφείς όλων των φύλων, και των πέντε, έχουν αφήσει εκμαγεία και όχι πορτρέτα. Μοιραίους γύψους (Καρυωτάκης) ήτοι γύψινες μήτρες, όπως αυτές που μας μάθαιναν στο Δημοτικό, παράλληλα με ραφτή βιβλιοδεσία. Για να βγει το εκμαγείο, αρκούσε η επάλειψη της μήτρας με λαδάκι.
Δεν έχουν όλοι οι συγγραφείς την ίδια ικανότητα, αλλά ακόμη κι αν δεν έχουν ξαναπιάσει πινέλο ή κάρβουνο στο χέρι, τις βασικές γραμμές του προσώπου των άριστα τις γνωρίζουν. Αυτό το πρόσεξα εγκυκλοπαδικώς όταν επσκεφθήκαμε την οικία Σουλιώτη το 1975, να ιδούμε τον πρωτότοκο υγιό. Είχε έναν εσωτερικό καθρέφτη που μας άφησε ενεούς. Αντικρύζοντας άγνωστό του πρόσωπο, μόρφαζε άπαξ με τέτοιον ακριβή τρόπο ώστε η εσωτερική διάθεση του ορώντος, αποτυπώνονταν στιγμιαία στο προσωπάκι του.