To ψάρι στα όνειρα σημαίνει λαχτάρα. Το μοναδικό μεγάλο ψάρι που έπιασα ποτέ μου, αν και άλλος δόλωσε την πετονιά μου, ήταν πριν τριανταβάλε χρόνια στη Θάσο, στις τριάντα οργιές. Ένας σαργός μισοκάρικος. Δεν μετράνε τα κουταλάκια και οι συρτές με το φουσκωτό του Γούφα, διότι πιάναμε σταυρίδια και σκουμπριά, ρίξε τράβα.
Ωστόσο, το μέγα γεγονός συνέβη στον Θερμαϊκό, αρχές Σεπτεμβρίου 1961 στη Σαλονίκη, μια Κυριακή, όπου ο θειός μου Νίκος Διπλάρης με πήρε σε νοικιασμένη βάρκα με κουπιά, από τα σκαλάκια της Αριστοτέλους, μισό μίλι βαθειά, μαζί με τον συνεταίρο του τον Καπετανάκη. Κάπνιζαν και μίλαγαν για γύψινα και γουταπέρκες. Δόλωναν σκουλίκι και ζαβογαρίδα και να οι στρόγγυλες ροζέτες για ταβάνι και να οι κορνίζες, απλές και με ντεσαίν και πως κατάφεραν να φτιάξουν το χρυσό κριάρι στο σινεμά τον Ελλήσποντο.
Μισό μίλι βαθειά, και η παλιά παραλία σαν καρφιτσοκέφαλο. Πως περιπολούσαν οι Σκλαβήνοι «από δύο μιλίων» το 615 μΧ και νόμιζαν πως κατασκόπευαν, δικαίως έχασαν.
Στο καλάθι είχε ασπρόψαρα, σπαράκια και κανα μελανούρι. Γυλους και σαλιάρες, τα πετούσαν. Προσφέρθηκαν να μου δώσουν πετονιά, αλλά ήμουν απασχολημένος να ξερνάω ακαταπαύστως, πράγμα που δεν τους δυσαρέστησε . «Είναι μπασμός», εξήγησαν.
Και μετά, ο θείος σοβάρεψε, είπε «σκασμός όλοι» και ανέβασε μια μισοκάρικη τσιπούρα. Χρυσόφρυδη. Ήταν μία θεότης αλαφρά ξαφνιασμένη. Σήκωσαν λίγο την άγκυρα και έκαναν πέντε μέτρα κουπί προς το Μεντιτερανέ. Δεν πρόλαβαν να κατεβάσουν καθετή και οργίασαν τα τσιμπήματα. Ανέβασαν ολάκερο κοπάδι από τσιπούρες, όλες μικρότερες αλλά ήταν πάνω από δύο οκάδες. Είχαν λαθέψει στα σημάδια. Την πρώτη, την μεγάλη, κάθε φορά που ξεδόλωνε, την έβγαζε απ’ το καλάθι και την ξανάβαζε πάνω πάνω να την καμαρώνει.
Βγήκαμε και μοίρασαν τη λεία. Χωρίστηκαν, πήραμε το δρόμο για τη Λεωφόρο Στρατού. Έτσι γινόταν τότε. Τον ρωτούσα για τον Βαμβακάρη, τον Σταυρίδη, και άλλους που ήξερε από την Κατοχή. Πειραιώτης. Διπλάρης σήμαινε «αυτός που κάνει δίδυμα». Το τήρησε στον βίο, σε παιδιά κι εγγόνια.
Κάθε φορά που βλέπω ψάρι, αυτόν θυμάμαι. Και κάθε φορά που τον θυμάμαι, βουρκώνω. Αυτή κι αν είναι λαχτάρα.