Τα περισσότερα έπιπλα που γνώρισα παιδί, είχα στρογγυλεμένες γωνίες και ακμές, ενώ σπανίως ήταν από μορσαριστό μονόξυλο -συνήθως η επιφάνειά τους ήταν καπλαμάς από ευγενέστερο ξύλο.
Επίσης, αυτό το απόγευμα που έβγαλα από πάνω μου τον πέτσινο θώρακα που απειλούσε τη ζωή μου, θυμήθηκα, για κάποιον λόγο, ρίμες: Η πρώτη ρίμα που πρωτοανακάλυψα δεν ήταν του τύπου χέρι – μαχαίρι, αλλά φίλοι – καμπύλη. Και στο καμπύλο αυτό διηγημάτιο, θα εξηγήσω το γιατί.
Από τον μεσοπόλεμο και βαθέως στη δεκαετία του πενήντα, η ορθή γωνία δεν ήταν δημοφιλής. Για τους ντιλετάντηδες του ύφους, εννοώ. Είχαν βέβαια εξαφανιστεί, μάλλον μαζί με τους τεχνίτες τους, οι σπουδαίοι στοκαδόροι που με μια μήτρα λαμαρίνας, έσερναν την παχιά γραμμή πέριξ θυρών, παραθύρων ή απλώς θυρωμάτων, αλλά και εξεζητημένων γωνιών εναρμονισμένων με τις γραμμές των στεγών -το σύστημα διατηρήθηκε κατ΄οικονομίαν, αλλ΄όχι πλέον σε σοβατζήδες, παρά σε γυψάδες, που υπερέβησαν το στούκκο, χάριν νεοπλασιών: τις ξύλινες τραβέρσες, για κορνίζες, και τις πομπέ ροζέτες που ενίοτε κατάφερναν και «πάγωναν» με γουταπέρκα. Ανκαι στην περίπτωση αυτή, εφάρμοζαν την τεχνική σε μετάλλια Φιλίππου και Αλεξάνδρου, αλλά και μικρές, έως οκτώ ιντσες, προτομές του Καραμανλή.
Από μικρόν, οι καμπυλότητες, στον κατηφένιο καναπέ, στο τραπεζάκι του καφέ, αλλά και στα τραπέζια με τα λεονταρόποδα, με μάγευαν. Κι όταν η μόδα του πέρασε, ξεσπλάχνιζα συχνά ερείπιά του, για να καταλάβω πώς τα «έχτιζαν». Τελικά, ήταν μια σειρά όμοια πηχάκια, ανάλογα με την καμπυλότητα από πλακάζ, από πλακέ σανίδι, από ξυλοτέξ με την λεία πλευρά εξωτερικά, που έφτιαχναν μια πολυγωνική τεθλασμένη και ο ξυλόστοκος αναλάμβανε τα υπόλοιπα. Πάντως την τελική λύση τηνε κέρδισα, ακούγοντας σε ημιφώτιστο εργολαβικό δωμάτιο, έναν εμπειροτέχνη εργολάβο με την μπρούτζινη προτομή του Λένιν στη ραφιέρα, πως πήρε εργολαβία ένα ημικυκλικό παράθυρο στο κτίριο της κοινότητας Διαβατών, αξιοθέατο για τους χάσκοντες από τα τζάμια ενός λεωφορείου ΚΤΕΛ προς Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. Προηγούνταν το σινεμά «Ναργκίς» και αρκετά χάνια που με θράσος είχαν βάλει την ταμπέλα ΜΟΤΕL. Και μετά, μεγάλοι λάκκοι βάθους πανω από τρία μέτρα καθώς οι οικοπεδούχοι πωλούσαν το πηλόχωμα των τεμαχίων τους σε τουβλάδες, ίδια εποχή όπου στα ίδια μέρη κυκλοφορούσαν Γιαπωνέζοι τεχνικοί που δούλευαν για τα σιλό, πολλά κυλινδρικά κι ένα σφαιρικό, της ESSO PAPPAS και πολλοί έμεναν στην τότε γειτονιά μου, στην οδό Κατακάλου.
Αργότερα, πολύ αργότερα, βγήκαν τα στραντζαριστά και τα κουρμπαριστά, όταν πλέον είχα γράψει στα 17 το δίστιχο
Βλέπω στον χάρτη μια καμπύλη
Θέλω να μείνουμε δυο φίλοι
Μη κοροϊδευόμαστε. Εκείνη, η εκάστοτε Εκείνη επιθυμούσε την φιλία μου, πράγμα που μοιρολατρικά δεχόμουνα, με τόση Ναργκίς και ESSO PAPPAS στο κεφάλι μου, ενώ δαιμονιζόμουνα με το γαμημένο το καμπυλόγραμμο και έφτιαχνα τις ελλείψεις με ένα κολπάκι από δύο καρφιτσόνια δεμένα με κλωστίτσα.