H Ελλάδα πλήρωσε περιορισμένον φόρο στον καιάδα μιας επιθετικής πανδημίας, τουλάχιστον ως προς κράτη που έχασαν χιλιάδες πολίτες τους. Για να το καταφέρει αυτό, υποχρεώθηκε να αναδεχτεί μια επικυριαρχία επιστημονικών ιατρικών απόψεων -κανένας πολιτικός της δεν έπαιξε τον Τραμπ ή τον Τζόνσον, υπήρχε και ένα ιατρικό συμβούλιο που καθημερινά έδινε στο μεγάλο κοινό την εξέλιξη του κακού.
Αλλά και η Πολιτική, βάρεσε στο δοξαπατρί: η πολιτική προστασία, άρχισε (και σωστά) τα πρόστιμα και τους περιορισμούς όσο ο Έλλην ο μη αποδεχόμενος το ζυγό στον σβέρκο του, επιθυμούσε να ξεσαλώσει ή πίστευε ό,τι και ο Κοντομηνάς για τον «γιατρό» που θα του έκλεινε ραντεβού με τον Μπους ή την Κοντολίζα: μια όλο και μεγαλύτερη ομάδα δικαιωματιστών, κυκλοφορούσε την πεποίθηση πως όλα είναι μια συνωμοσία, πως δεν υπάρχει επιδημία, πως αυτά γίνονται λογω υπερφυσικού ψεκασμού.
Κι έτσι με την κοινωνική πίεση και την αποτελεσματικότητα ενός αντιπαθούς περιορισμού, τα κρούσματα περιορίστηκαν, οπότε, όταν οι γιατροί έδειξαν ευχαριστημένοι, οι πολιτικοί άρχισαν «να τολμούν».
Ενώ αυτά ετελούντο, η Κυβέρνηση άρχισε να μετρά κοιτάζοντας τα δάχτυλά της στο φιλιατρό. Ερχόταν καλοκαιράκι, τουρίστες πουθενά, τα μαγαζιά κλειστά, τα λεφτά στην αγορά της μαύρης πλάκας, έπρεπε να εφεύρει ευχαριστημένους υπηκόους. Και ποιους θεωρεί ευχαριστημένους υπηκόους μια κυβέρνηση; Όταν υπάρχουν υπήκοοι που βγάζουν λεφτά από τους μαστούς της χώρας. Αυτοί κρατάνε τον ιδιωτικό τομέα. Ήτοι, οι διαφόρων τύπων έμποροι.
Μήτε οι παροχείς υπηρεσιών μήτε ο Δημόσιος τομέας που είναι από χρόνια αυτοφερόμενος. Αλλ΄αν κλείσει ή ανοίξει ο ξενοδόχος στο μικρό νησί ή στη φαβέλα μιας δημοφιλούς πλαζ, είναι ουσιαστικά ο «προσφυγάρχης» ενός φερέοικου πληθυσμού ποικιλιών.
Και κοντά στην δική ευμάρεια, ευνοείται και ο περιφερόμενος «άντρακλας πελαγίσος» με τα χαϊμαλιά και τις καυλέ διηγήσεις στα χάπατα των πόλεων, ο καβουροπώλης, ο ξωτικός που αλατίζει εξ αποστάσεως. Κι αυτός ο βασικός ξενοδόχος, ξέρει να κανει λογαριαμούς και ΔΕΝ σκόπευε να ανοίξει το 2020. Αλλά είδε χαλάρωση και τσίμπησε.
Όταν λοιπόν οι κυβερνητικές «συσκέψεις» με ενεργό υφιστάμενο και εισηγητή τον Θεοχάρη, μουρμουράει πως περιμένει μεταξύ 3 και 5 εκατομμυρίων τουριστών και είναι μπέης, αγνοεί πως το πλήθος υπάρχει, αλλά κοιμάται και στη τζίβα, πως η σεζόν, όπως οι παλιές «ξυπνάει» δέκα Ιουλίου, οπότε στρώνει και ο καιρός στον ελληνικό βορρά ενώ φθίνει και οι Πειραιώτες που έχουν καταλάβει την Ελαφόνησο γίνονται μπουχός αρχές Σεπτεμβρίου.
Δηλαδή, τα νούμερα να μας κάνουν όλους να σταυροκοπιόμαστε αν πλησιάσουν τις μέρες προ δεκαετίας ήτοι στην απαρχή της Κρίσης. Και για να μείνει τόσος πληθυσμός και να μη φεύγει στις υγειονομικές μονάδες με αερομεταφορές, αυτοί οι επίδικοι τόποι δεν πρέπει να μοιάζουν με τον Εχίνο και τα μουαμπέτια του, μήτε τις θεσπρωτικές ακτές, για τους δικούς τους, μολοσσικούς λόγους.
Και μια δεκάδα ασθενών, μαζικά σε διάσημο νησί, θα προκαλέσει την Δέσπω να κάμει πόλεμο με νύφες και μ΄αγγόνια.
Κοντολογής, οι γιατροί δεν είναι καλοί παρά μόνον όταν καθησυχάζουν και ο ρόλος του Χαρδαλιά μοιάζει με του Ανδροκλή με το λεοντάρι. Και οι Έλληνες ΔΕΝ διαθέτουν, όπως οι αρχαίοι σαρισοφόροι, έναν νωμίτη ώστε να περνάνε την σάρισσα διαμπερώς στην φάλαγγα.
Μετά βίας η παρούσα περίοδος αντέχει πελταστές κι οι περισσότεροι την βγάζουν με πιττόγυρο.
H τελευταία λογική σκέψη που είμαι σε θέση να κάμω, ακούγοντας μέσα στο σκοτάδι του κοράκου ομάδες νέων ανθρώπων να νέμονται τους δρόμους της πόλης με χατά και φασαρία είναι πως αν ήμουν σήμερα εικοσάχρονος, η συμπεριφορά μου δεν θα παράλλαζε.
Ένα μπούγιο θα υπηρετούσα, μαθαίνοντας πως και να με βαρέσει η πανδημία, θα κινδύνευα να αποθάνω λιγότερο από τους γέροντες, και αν μάθαινα το «ασυμπτωματικός» τι σημαίνει και εναντίον τίνος στρέφεται ο όρος, τότε θα ξεσάλωνα.
Δεν θα ήθελε ειδική παρακίνηση να εντάσσομαι σε ομάδες στο αλώνι του Αρμενιστή, με την σύναξη των γυμνιστών, ή την ολιγαρκή ζωάρα σε καπετανόσπιτο στην Πάτμο, ένωση με χιπαριά στο μαύρο βότσαλο της Σαντορίνης ή μπούγιο μέχρι ξερατού στην «Αρκούδα» της Θάσου.
Θα μου έλεγαν φορτικά να στέκομαι σαν ανακράτημα αμπελιού ανά δύο μέτρα και θα παραβίαζα κάθε κανόνα υπό συλλογική χασκογέλα.
Το θράσος της ζωής υπερισχύει της νοσταλγίας του θανάτου και ο περιώνυμος νεανικός ρομαντισμός δεν παύει να είναι αγενής και να αποφεύγει τις ρόδες μιας προσγείωσης υπέρ ενός κοφτερού υνιού αρότρου.
Αρκετά πάντως με το «ερρέτω γερόντων η φιλοσοφία, αλήθεια μόνη, γυνή ευειδής, τα άλλα βλακεία!» διότι ενόσω ίπταμαι στην μηχανή των λέξεων, Μιώνης, Παππάς, ηχογραφήσεις και το κακό συναπάντημα επιβεβαιώνουν πως δεν είναι ώρα για λαογραφία και περί διαγραμμάτου και η σκληρή πέτσινη στιβάδα των πραγμάτων μαλακώνει σαν αγάπη που λούζεται στο Γουαδαλκιβίρ.
Απλώς εννοώ πως εκβιάζεται να αδειάζει τη γωνιά μια κοινότητα γερόντων και μαγισσών της φυλής, που έχουν διαμορφώσει μια λίστα αναμονής, άνευ λόγου γνώσεως, σαν άγαλμα με τους σταφυλοειδείς μαζούς της Αστάρτης.