Το Σάββατο νωρίς το πρωί πέρασα, όπως κάνω με κάθε ευκαιρία, από τη Βαρβάκειο αγορά και από τη λαϊκή αγορά της Καλλιδρομίου. Στη μεν λαϊκή τα πράγματα κυλούσαν ομαλά και προβλέψιμα, στην οδό Αθηνάς όμως περνούσαν ομάδες αλλοδαπών τουριστών, κυρίως μαθητών (ένεκα οι διακοπές του Πάσχα των Καθολικών), που συνωστίζονταν για μια αυθεντική αθηναϊκή εμπειρία με επιθετικούς οδηγούς, βρωμόνερα, κρέατα, ψάρια, ελιές, αλίπαστα και μπαχαρικά. Υπήρχαν και οι άλλοι τουρίστες, οι δικοί μας, πιθανότατα Αθηναίοι, που μάθαιναν για την Αθήνα από ξεναγούς. Αυτοί οι ντόπιοι ξένοι φαίνεται ότι δεν είχαν ούτε γονείς ούτε γιαγιάδες ούτε άλλους φορείς μνήμης από το συγκεκριμένο χωριό, και τα σχετικά βιβλία είναι άγνωστο άθλημα γι’ αυτούς. Κάποιοι τραβούσαν φωτογραφίες τους ιθαγενείς στην καθημερινότητά τους, κι εγώ ανταπέδωσα με το κινητό μου. Μετά μπήκα στην ψαραγορά, όπου business as usual.
Είναι περίεργο να αντιμετωπίζουν τη ζωή σου, την καθημερινότητά σου, ως αξιοθέατο. Αμέσως μπαίνει μια παράμετρος παράστασης, παράστασης όχι για τους συμπολίτες και συναδέλφους αλλά για ένα οιωνεί κοινό, όπως λένε οι διανοούμενοι. Από τη στιγμή που δεν ζεις τη ζωή σου αλλά την παριστάνεις, έχεις τελειώσει ως άνθρωπος και ως πόλη. Αυτό άλλωστε ήταν και το δίδαγμα του τουριστικού πακέτου της Guardian για την Αθήνα: έχετε τελειώσει, είσαστε ελκυστικά εξωτικοί, ερχόμαστε να σας παρατηρήσουμε και να συζητήσουμε μαζί σας. Το μόνο που μου κίνησε την περιέργεια σε αυτό το πακέτο διακοπών ήταν η ταυτότητα του πρώην υπουργού που διαφημιζόταν ότι θα μιλούσε με τους τουρίστες. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν ο Πάνος Παναγιωτόπουλος ή ο Μιχάλης Λιάπης και χαμογέλασα για το είδος της γνώσης και της εσωτερικής πληροφόρησης που θα έπαιρναν αυτοί οι άνθρωποι.
Αφηγήσεις υπάρχουν πολλών ειδών. Πρώτες και καλύτερες οι προσωπικές, που έχουν να κάνουν με τη ζωή του καθενός. (Ενδιαφέρουν κάποιον τρίτον, και αν ναι, γιατί;) Υπάρχουν και οι γενικές, που ξεκινούν σε ομόκεντρους κύκλους από τις οικογενειακές και εκτείνονται ως τις συλλογικές. Αυτές τις τελευταίες, φαντάζομαι, υπηρετούν οι ξεναγοί, που εφοπλίζουν τους ξένους με τα χρειώδη για να νομίσουν ότι έχουν ζήσει σε αυτή την πόλη, ότι ξέρουν και το παρελθόν και το παρόν της. Φυσικά καμία αφήγηση, όσο πειστική και αν είναι, δεν είναι πλήρης. (Η πληρότητα, άλλωστε, είναι μια νεανική ουτοπία.) Το πρόβλημα είναι όταν κάποιος προσπαθεί να προβιβάσει την προσωπική του αφήγηση σε γενική: αν δεν υπάρχει άλλη αφήγηση, τεκμηριωμένη και καταγεγραμμένη, μπορεί και να το πετύχει. Έτσι ατελώς γνωρίζουμε κι εμείς όσα προηγήθηκαν, και πλημμελώς όσα ζήσαμε. Στο τέλος βγαίνει μια συνισταμένη αφηγήσεων που παίρνει τον τίτλο της Επίσημης Εκδοχής των Πραγμάτων, και δεν κλονίζεται με τίποτα.
Η ζωή μπορεί ως ένα βαθμό να είναι τέχνη, αλλά δεν είναι ούτε αφήγηση ούτε παράσταση. Μας διδάσκει (ιδίως από τη μέση ηλικία και μετά) πως είναι μια ατελής διαδικασία που δεν σταματά και δεν επαναλαμβάνεται. Εξελίσσεται και συνεχίζεται ― έστω και ερήμην μας. Οπότε το καλύτερο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να ζεις κανονικά (το χρωστάς στον εαυτό σου και στους οικείους σου), και να αφήσεις τις παραστάσεις για τους ηθοποιούς. Κι αν σου περισσεύει χρόνος κι όρεξη, να δημοσιεύεις κιόλας. Όπως τώρα καλή ώρα.