Ταμάχι το έχω να αποκτήσω ψευδαισθήσεις. Παλιότερα, με σώζανε! Κατακαλόκαιρο, διαβάζοντας για το Ακαδημαϊκό, είδα κάτι και χτύπησα την πόρτα του υπνοδωματίου των γονέων μου. Βγαινει ο πατέρας μου και τον παρακαλώ να διώξει από το δωμάτιό μου την αθόρυβη, ντυμένη μεσοπολεμικά γιαγιά που εκράτει στην αγκάλη της νήπιο νεκρό με το κεφάλι σπασμένο και τα μυαλά του στο πάτωμα. Την έδιωξε και συνέχισα. Και ανεβαίνοντας την σπείρα, μισοσπασμένη, του πύργου της Απολλωνίας, του «κατέναντι Καυχανάδας», από ένα στενό παράθυρο είδα μια παράταξη πολεμιστών και ήξερα όλων τα ονόματα. Το λέω στον Σταμάτη και πρότεινε να κάνουμε ένα τσιγαράκι θωρρώντας το πέλαγο.
Σήμερα, έμαθα το κόλπο. Αντί να τα βλέπω, τα γράφω.
Ευτυχώς, απόδιωξα με άσκηση το χούι να μετατρέπω σε εικόνες και βίδεο τις λέξεις που διαβάζω. Επίσης, διεζεύχθην την μάγισσα μουσική, την ώρα της γραφής και της ανάγνωσης. Όποτε κρίνω πως απαιτείται μουσική υπόκρουση, απλώς την ανακαλώ στη μνήμη, βγαλμένη προχείρως, από ένα παμπάλαιο στερεοφωνικό, και την ακούω. ‘Οσο βουρκώνω ή δακρύζω, πάει καλά. Αν όμως επέλθει γόος και κοπετός, και θρηνώ φωναχτά, με κομμένη την ανάσα, κόβω τα σάπια και παίρνω ένα βιβλίο (που ήδη έχω διαβάσει εκατό φορές τουλάχιστον) και το ξαναδιαβάζω. Απνευστί, εκατό σελίδες την ώρα. Οι εισπνεόμενες λέξεις, λειτουργούν ως βάλσαμο και εξαερώνουν τις ψευδαισθήσεις, αυτές που παράγει η μουσική, μόνον η μουσική, και συνέρχομαι.