To ποίημα είναι αυγό που γονιμοποιείται. Μπορεί να το κρατάς στην κοιλιά σου ώσπου να συρρικνωθεί, αλλά αν δεν βυθιστεί αυτό το χαβιάρι στο ανάερο, πηχτό σπέρμα που το λένε έμπνευση, αλλά τώρα νομίζω πως είναι μια μηχανική διαδικασία οίστρου, όλα πάνε στραβά και βγαίνει ένα διαφορετικό είδος ήχου. Τα ανεμογκάστρια είναι συχνά και η άμβλωση καραδοκεί.
Το ποίημα είναι τέρποντες τον Λόγο Ήχοι. Και έχει ανάγκη τον Μύθο του, όπως και ένα αμύθητο κενό από υποσχέσεις.
Τα υπόλοιπα βγαίνουν από μια εκκολαπτική μηχανή, μπορεί και αυτοσχέδια. Ολόκληρα κεφάλαια με ενδιαφέρον περιεχόμενο χάνονται σε ακατάλληλο περιβάλλον. Παράδειγμα η ωραία Ελένη που από την αρχαιότητα υπήρξε γεννήτρια λογοτεχνίας, κάηκε μέσα μου όταν άκουσα τον Γεώργιο Τράγκα, οικτίροντας την παρουσία της σε ένα ψηφιακό μουσείο της Τροίας, να εμφανίζει την νεφέλη , το αδειανό πουκάμισο και τα λοιπά, να το αγγίζεις και να κράζει «Μουσταφά! Μουσταφά»
Συνήθως το κοτοπουλάκι της ποίησης δεν επιβιώνει, καθώς ο ποιητής βιάζεται να το χαρίσει σε ένα παιδάκι χριστουγεννιατικα, οπότε και ψοφάει στα ανήξερα χεράκια του. Μήτε υπάρχει προκοπή όταν το κλείνεις σε κοτέτσια. Διότι ο χρόνος κυλάει και μια κότα δεν ζει αιώνια.
Διότι λέγοντας αυγό, εννοώ την εξήγηση του κόσμου στον Ησίοδο,στον Αριστοφάνη και σε ένα πλήθος ασεβών ληρημάτων.
Πάντως, και να μη δέσει το ποίημα, ο ποιητής έχει μπόλικο χαβιάρι να τρώει.