Η ΕΚΔΡΟΜΗ
26-05-2019

Η πτώση της χούντας με βρήκε άρτι αποφοιτήσαντα του εξαταξίου Γυμνασίου Αρρένων των Αγίων Αναργύρων. Μόλις ένα μήνα πριν είχα τελειώσει επιτέλους μ΄ αυτόν τον βραχνά και τον γυμνασιάρχη, τον περίφημο Ξιφία, που κατέφθανε κάθε τρεις και λίγο στην αίθουσα εν ώρα μαθήματος, για να μετρήσει με το υποδεκάμετρο το μήκος της πενιχρής χαίτης μας. Τότε που άνθιζε η μόδα των μακριών μαλλιών κι εμείς ως μοντέρνοι νέοι λυσάγαμε να αποκτήσουμε μιαν αξιοσέβαστη κώμη, τέτοια που να σκεπάζει έστω τα πτερύγια των αυτιών μας! Πρωτοστατούσα στο κίνημα των τριχών με κίνδυνο να εισπράξω καμιάν αποβολή, αρνιόμουν πεισματικά να συμμορφωθώ στο μέτρο που υπαγόρευε μαλλιά όχι μεγαλύτερα των τριών πόντων, παρότι θα έπρεπε να είμαι το παράδειγμα της ευπρέπειας, αν μη τι άλλο, για λόγους συμφέροντος. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας κι εγώ με την στάση μου δυστυχώς τον υπονόμευα, όπως ο ίδιος μου τόνιζε συχνά. Με πόση αγανάκτηση είδα κατά την επόμενη σχολική χρονιά να έχουν όλοι οι μαθητές τα μαλλιά μέχρι τους ώμους και κανείς να μην δικαιούται να τους κάνει παρατήρηση, δεν λέγεται…

Ακόμη και την πολυπόθητη πενθήμερη εκδρομή της έκτης μάς απέκλεισε στο παρά πέντε ο Ξιφίας, παρά την σχετική προετοιμασία μηνών που είχαμε κάνει προς οικονομική ενίσχυση του στόχου μας. Από λαχειοφόρο αγορά μέχρι χορό σε μια υπόγεια ντισκοτέκ της πλατείας Αμερικής θυμάμαι διοργανώσαμε, εις μάτην. Δικαιολογία στάθηκε ο πνιγμός δύο ή τριών μαθητριών της έκτης στην Κρήτη, κατά την προηγούμενη χρονιά. Αναγκαστικά μοιράσαμε μεταξύ μας το ποσόν που είχαμε συγκεντρώσει και από εδώ πάν΄ κι οι άλλοι. Μείναμε έτσι με το απωθημένο. Όταν λοιπόν προτάθηκε από τους υπεύθυνους της Πολιτιστικής Μορφωτικής Λέσχης να κάνουμε μιαν ημερήσια εκδρομή στα Βασιλικά Χαλκίδος, ήμουν από τους πρώτους που δήλωσαν συμμετοχή. Η λέσχη μας ήταν νεοσύστατη, κάτι λίγους μήνες ζωής είχε, καθόσον η χούντα δεν επέτρεπε τέτοιες «ύποπτες» δραστηριότητες. Οι περισσότεροι από τους νέους της ηλικίας μου με ανησυχίες, αλλά και μικρότεροι, όπως και μεγαλύτεροι βεβαίως, όλοι μας πολιτικοποιημένοι μέχρι τα μπούνια και κάποιοι ενταγμένοι ήδη σε κομματικές νεολαίες – της ΚΝΕ περισσότερο – ξημεροβραδιαζόμασταν εκεί. Οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν, περί πολιτικής κυρίως. Υπήρχαν όμως κι ένα σωρό άλλες δραστηριότητες όπως οι προβολές ταινιών, τα σεμινάρια περί στρατευμένης ή όχι τέχνης, η ανάγνωση βιβλίων από την δανειστική βιβλιοθήκη και οι μαραθώνιοι στο τάβλι… Έβλεπαν οι διερχόμενοι  κάτω από το μπαλκόνι της λέσχης μας επί της πλατείας των Αγίων Αναργύρων τους ταβλαδόρους – επαναστάτες να ρίχνουν με τις ώρες τα ζάρια, θέαμα καθόλου τιμητικό για μια μαχόμενη νεολαία. Άρχισε να σχολιάζεται πολύ αρνητικά από τον κόσμο. Κάποτε μάλιστα έγινε και θέμα συζήτησης μεταξύ των επικεφαλής.

Η εκδρομή έγινε μια Κυριακή πρωί. Επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν κι αρχίσαμε σε λίγο να τραγουδάμε ρεμπέτικα τραγούδια για να περάσουμε αμέσως μετά στα γνωστά αντάρτικα. Εκεί πλέον τραγουδούσαμε όλοι μαζί ξέφρενα, μας είχε κυριέψει βλέπεις ο επαναστατικός οίστρος, αλλά και η Άνοιξη που μόλις έσκαγε από παντού. Ήμασταν καμιά σαρανταριά άτομα, φίλοι οι περισσότεροι μεταξύ μας. Θυμάμαι καλά την Βέρα Μαντά και τον τότε σύντροφό της τον Νίκο Χουντή, τον μετέπειτα ευρωβουλευτή καθώς και την Βάσω Ρουμανέα και τον Γιώργο Ποταμίτη, ζευγάρι κι εκείνοι. Την Ειρήνη Καραβέλη, τον Νίκο Πέτση επίσης, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν είχαν έλθει η Γεωργία Σαμαρά, ο Ευτύχης Παλικάρης και ο Χρήστος Μαντάς, ο μικρότερος αδελφός της Βέρας και νυν βουλευτής. Η Στέλλα Παπαματθαίου σίγουρα απείχε και μάλλον εξ αιτίας μου. Είχαμε ψυχρανθεί ελαφρώς εκείνο το διάστημα για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Τα κορίτσια ήταν όλα απόφοιτες του πρακτικού τμήματος της έκτης του Γυμνασίου Θηλέων. Κι εξ αιτίας αυτού είχαν μεταξύ τους την κωδική ονομασία «στουπρούλες». Πήγαιναν δηλαδή στο ίδιο γυμνάσιο με τα αγόρια, αλλά τις αντίθετες ώρες. Όταν ήταν πρωινές κι εμείς υποχρεωτικά απογευματινοί, επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση στις τάξεις των γαμπρών που την είχαν στημένη απ΄ έξω και τις περίμεναν κατά το σχόλασμα. Γινόταν επίμονο, αν και αρκετά αδέξιο καμάκι από μέρους των αρσενικών. Άσε τα ρατσιστικά σχόλια που λεγόντουσαν εις βάρος τους όταν μπαίναμε κατόπιν στις αίθουσες κι ανοίγαμε τα παράθυρα να αεριστούν. Ή όταν επισκεπτόμασταν τις τουαλέτες… Παρότι οι βωμολοχίες στους τοίχους του w.c. και τα πορνογραφικά σχέδια, έδιναν κι έπαιρναν από μέρους των καβλωμένων εφήβων, τα κορίτσια σπάνια έμπαιναν στον πειρασμό να απαντήσουν κάτω από τα χοντροκομένα σχέδια ή τις προστυχιές των αγοριών. Τα αγνοούσαν επιδεικτικά, όταν ενοχλημένα δεν τα μουτζούρωναν.

Φθάσαμε στα Βασιλικά και ξαμοληθήκαμε στην εξοχή. Φάγαμε, ήπιαμε χορέψαμε. Και ξανά μανά τραγουδήσαμε. Τα ζευγαράκια κάποια στιγμή πήραν να απομακρύνονται από την παρέα. Αθόρυβα και διακριτικά εξαφανίστηκαν πρόσκαιρα αναζητώντας ερημιές και καβάντζες κατάλληλες για τις ερωτικές περιπτύξεις τους. Οι αζευγάρωτοι μείναμε πιστοί στα πάτρια… Ένα – ένα επέστρεψαν λίγο αργότερα με ολαφάνερη ακόμη στα μάτια και το κορμί την έξαψη των στιγμών που προηγήθηκαν. Στα φερσίματα των αγοριών μπορούσες να διακρίνεις έναν αέρα σιγουριάς και περηφάνιας. Αντίθετα τα κορίτσια με εμφανή τα ολοκαίνουργα μελανά σημάδια τριγύρω στον λαιμό τους από τα ρουφηχτά φιλιά και τις δαγκωματιές, είχαν φορέσει το ύφος της μεταμέλειας. Προς το απογευματάκι τα μαζέψαμε να επιστρέψουμε, αλλά αποφασίσαμε να κάνουμε και μια μικρή στάση στην Χαλκίδα για βόλτα στον παραλιακό δρόμο και παγωτό. Κι εκεί πέσαμε επάνω στον Χαρίλαο Φλωράκη, τον καπετάν Γιώτη. Υπήρξε μέγας ενθουσιασμός. Σπεύσαμε να τον χαιρετήσουμε και οι κάπως μεγαλύτεροι στην ηλικία και σίγουρα οι πιο τολμηροί της ομάδας, είχαν την ιδέα να τον προσκαλέσουν στην παρέα μας. Ούτε λίγο, ούτε πολύ του πρότειναν να εγκαταλείψει την συντροφιά του και να επιβιβαστεί στο δικό μας πούλμαν. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία έτσι να τον γνωρίσουμε από κοντά. Και παραδόξως το αίτημά μας έγινε δεκτό. Ο Χαρίλαος Φλωράκης απεδέχθη μετά χαράς την πρόσκληση και σε λίγο βρισκόταν καθισμένος στο πούλμαν της επιστροφής.

Ζούσαμε μεγάλες στιγμές! Πέσαμε όλοι επάνω του και τον βομβαρδίζαμε με ερωτήσεις. Κι εκείνος με προσήνεια και χαμόγελο απαντούσε. Παρά τις εκκλήσεις του οδηγού να επιστρέψουμε στις θέσεις μας, εμείς παραμείναμε όρθιοι πέριξ του Καπετάνιου. Είχα την τύχη να καθίσει στην διπλανή από την δική μου θέση προς τον διάδρομο. Ήμουν προνομιούχος άρα, μπορούσα να παρακολουθήσω καθιστός και με άνεση, από απόσταση αναπνοής κυριολεκτικά, τον κάθε λόγο του. Δυσκολευόμουν για ώρα να πιστέψω ότι ο ζωντανός θρύλος της Εθνικής Αντίστασης, ο σπουδαίος αυτός αγωνιστής ήταν εκεί δίπλα μας, ανάμεσά μας. Θα πρέπει να ήταν τότε, το 1975, εξηντάρης πάνω – κάτω. Θυμάμαι ακόμη την απλότητα των λόγων του, το πηγαίο χιούμορ του, την καθαρότητα της ματιάς του. Κρατώντας το τσιμπούκι του, μας ρωτούσε κι εκείνος έναν – έναν ξεχωριστά, πώς μας λένε, από πού είναι η καταγωγή μας και τι σπουδάζουμε. Ενδιαφερόταν πραγματικά, ήθελε να μας γνωρίσει. Κάποτε φθάσαμε στους Αγίους Αναργύρους, αποβιβαστήκαμε και τον αποχαιρετήσαμε διά χειραψίας συγκινημένοι. Καλόν αγώνα μας ευχήθηκε. Ένιωθα περήφανος για την μεγάλη τιμή να σφίξω κι εγώ, ο άκαπνος νεαρός το δικό του χέρι. Για μέρες περπατούσα στον δρόμο κορδωμένος, θαρρείς και ξαφνικά είχα ψηλώσει. Λες και δεν πατούσα πλέον στην γη.