-Κάποια μέρα θα σ’ εκδικηθώ που φεύγεις, της είπε.
Λόγια, λόγια, αέρας κοπανιστός.
’Άντρες, πεταμένα λεφτά, πέτσινες επιταγές, φλωρέμποροι, μπαταχτσήδες της λαγνείας.
Δεν ξανασχολήθηκε ποτέ μαζί της.
Κι εκείνη τον μίσησε επειδή δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Μετά έψαχνε αληθινούς αλήτες και καθίκια του κερατά για να τραβιέται μαζί τους, να ξενυχτάει, να την μελανιάζουν, να γδέρνεται, να ματώνει και να γαμιέται. Με επιμονή, συνέπεια και πόνο. Μ’ αυτό τον τρόπο πήρε την εκδίκησή της στο ακέραιο αφού αυτός δεν θέλησε ποτέ να διεκδικήσει έστω και το μερίδιο που του αναλογούσε.
—-
(απόσπασμα από το “Δύο μέτρα και πέντε σταθμά”, ανέκδοτο, εντελώς)