Έχω το κακό συνήθειο να ανακατεύομαι με τα πίτουρα, και κότες πουθενά. Το τελευταίο σακατλίκι αφορά αύξηση του χρόνου ζάπινγκ στη τηλεόραση, καθώς ανίκανος να μεταφερθώ σε στάτους πορτογύρη, έγινα σπιτόγατος διότι το σώμα μου έχει βαρέσει μπιέλα.
Για τριάντα ξερωγώ κανάλια, απαιτείται διαδρομή δύο λεπτών, αλλά τελευταία, χρειάζομαι πέντε. Μεγάλη χασούρα (σε πέντε λεπτά γεννάω εκατό λέξεις) αλλά και προβολή ενός θεάματος που με κάνει να ποθώ την ταφή μου, όλο και συχνότερα.
Τα ιδιωτικά κανάλια (αφήνω για άλλη ευκαιρία τα τέσσερα του κράτους) πληρώνουν ετήσια συνδρομή για να υπάρχουν. Είναι πέντε: ο Αντένα, το Σταρ, ο Σκάη, ο Άλφα, το Όπεν. Και πλήθος άλλων, που δεν ξέρω το καθεστώς τους. Αλλά δεν ασχολούμαι, επειδή κυρίως μεταδίδουν διαφημιστικό υλικό ή είναι «τοπικά». Ή ακόμη, λειτουργούν ως παραπληρωματικές κάβες, ωσάν μελλοντικά υβρίδια ανάπτυξης σε άλλον χρόνο. Ώσπου να χρηματοδοτηθούν κανονικά, παραμένουν έρμαια της διαφημιστικής αγοράς.
Στην φετεινή σεζόν, τείνουν στην ομογενοποίηση. Τα πρωινάδικα έχουν κατατμηθεί σε αξημέρωτα, σε δεκατιανά, σε εντατικό σχολιασμό άλλων καναλιών, με εμμονή σε φευγάτες ατάκες και βέβαια στην άνοδο του λειτουργήματος του «σαπόρτ σχολιαστή» που υποτίθεται λειτουργούν ως βαστάζοι του βασικού ήρωα του καναλιού. Για απογευματινές και prime time ζωνες, άστο καλύτερα -εκεί σφάζονται μεταξύ τους για παιχνίδια υπέρ του κοινού και ριάλιτι.
Τελευταίο εύρημα, ο τρόπος υπόδυσης ρόλων στα ελληνικά σήριαλ. Μέτρο κρίσης και σύγκρισης, τα trash έπη, Δυναστεία και Σάντα Mπάρμπαρα style, αρχαιόθεν, που θέσπισαν «εύλογο διάστημα» τραιναρίσματος του τελικού πλάνου μιας σκηνής, που όμως επιτρέπει να μειώνεται ο χρόνος του μοντάζ, άρα κερδίζεται χρόνος παραγωγής. Κράτα τον Τζέη άρ δυο δεύτερα παραπάνω -σάματι ξέρει να αλλάζει ύφος;
Η φτήνεια των Λατίνο και Τούρκα παραγωγών τύπου «θέλω πίσω το παιντί» και «η κονσουέλο έμπλεξε» οδηγεί καμιά φορά σε χάχανα. Πράγμα που δεν θα ευτυχήσεις να πράξεις με αισθηματί – τουριστί – εθνικί ελληνικές παραγωγές, όπου η βάση της ερμηνείας παραμένει σταθερά η σχολική θεατρική παράσταση.
Οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές, ειδικά οι «δραματικές» δεν έχουν καμία πιθανότητα να πάψουν να είναι συνδεδεμένες με τα κινηματογραφικά δράματα του τηλεοπτικού μεταπολέμου. Μόνο που δεν στάζει μήτε σταγόνα δακρύων που τόσο επαγγελματικά δόξαζαν το παίξιμο της Χατζηαργύρη και την πατρική αυστηρότητα του Μορίδη.
Η χρονική σύμπτωση της δικτατορίας με το τηλεοπτικό ταχύδραμα ίσως έπαιξε ρόλο, αλλά υτάρχουν ταινίες προχουντικές όπου εντοπίζεται εν σπέρματι το μέλλον. Βέβαια, πιο πολύ στην κωμωδία και στα κακέκτυπα των μιούζικαλ.
Αν θέσουμε ως όριο τα επιτεύγματα που χαιρόμαστε στο ΡΙΚ (που πάντως διατηρούν σε όλες τις σειρές τους, την ίδια σκηνογραφία, τα ίδια props, τα ίδια σερβίτσια και τους ίδιους ρόλους με μικροδιαφορες) βάση αυτού του νεότερου τηλεοπτικού δράματος έχει πυλώνες (α) ένα σενάριο βασισμένο σε τύπους που έχουν κάνει διδακτορικό στο συγγγραφικό ύφος της Μαντά, της Δημουλίδου και άλλων πρωτοπόρων, (2) έναν σκηνοθέτη που μισεί όλα τα πλάνα εκτός από το ζουμάρισμα, που δεν απαιτεί αλλαγή στον φωτισμό και (3) ηθοποιούς υποχρεωμένους, όχι εθισμένους, να ερμηνεύουν υπό μούγκλαβο ύφος, σοβαρό, και να υποτάσονται στη λογική του «χαρακτήρα υπό αίρεσιν»: ο βουλευτής θα παίζει τον βουλευτή, η μάνα την κακιά ή την βολική, τα αδέλφια η οι κολλητοί κινδυνεύουν να σφαχτούν με το παραμικρό, τα παιδιά που παίζουν ενδιαφέρονται για την κριτική και το άγρυπνο βλέμμα της φυσικής τους μάνας.
Οι ηθοποιοί, γνωρίζοντας, επιτέλους πως το φανταχτερό παίξιμο ανήκει αλλού, κινδυνεύουν συχνά από κατατονία και αυτοάνοση βαρυθυμία. Όλο το σχέδιο, είναι να τηρούνται οι διάλογοι. Οι οποίοι είναι δήθεν καθημερινοί και αγοραίοι, αλλά με τέτοια μούτρα μάλλον κηδεύουν προσφιλή συγγενή. Τα υπόλοιπα, είναι τούρκικα: μια τουλάχιστον ηλικιωμένη παθαίνει εγκεφαλικό όταν δει «τα παιδιά να αγαπιούνται» αλλά μια πελούσια ομήλικη δεν ξόδεψε τα νιάτα της για να πάρει ο γιος την αχαΐρευτη και αντιστρόφως.
Καθώς οι χαρακτήρες είναι γραμμικοί και πάνω σε δεδομένη ράγα, οι ηθοποιοί μιλάνε όπως άν πίνατε αγκώνα με αγκώνα σε μπαράκι. Στις ερωτικές σκηνές, τα πράγματα έχουν σφίξει καθώς πολλά ζευγάρια αγκαλιάζονται έχοντας στο νου τους άλλο παρτενέρο που τυχαίνει να είναι παρτενέρος ενού στενού συγγενή ή θανάσιμου εχθρού.
Χίλιες φορές Κονσουέλο και Τσικίτες. Eξάλλου, μακράν των σήριαλ, ο ελληνικός σινεμάς δεν εμφανίζεται παρά σποραδικά στην τηλεόραση, ενώ τα σκουπιδοβίντεο της ογδοντίλας τα έχει η Κυρία ψωμοτύρι, καθώς και νεότερες ταινίες, συνήθως σπανίας ασημότητας που ενίοτε ντουμπλάρουν παλιές ασπρόμαυρες επιτυχίες.