«Κάποιος του μίλησε για των ανδρών τη μοναξιά, την κάπως ειδική. Την ένιωθε από μικρός, από πολύ παλιά. Έλειπε μόνο τ’όνομά της».*
Συναντηθήκαμε τυχαία στο Κέντρο μετά από πολλά χρόνια. Η εφηβεία μας ανήκε πλέον στο μακρινό παρελθόν και είναι η αλήθεια, πως με κάποια σχετική δυσκολία έγινε η μεταξύ μας αναγνώριση. Μας πήρε κάμποση ώρα ώσπου να συνηθίσουμε την εμφανισιακή πραγματικότητα ο ένας του άλλου και να προσαρμοστούμε στα καινούργια δεδομένα. Με δυο λόγια να βάλουμε στην θέση της παλαιάς λαμπρής εικόνας, όπως την είχε με τρυφερότητα διατηρήσει η μνήμη, την άχαρη σύγχρονη. Παρότι μεσόκοποι πλέον και οι δύο με τα σημάδια του πανδαμάτορος ολοφάνερα στην όψη και το σώμα, χαρήκαμε ειλικρινά που ξαναβρεθήκαμε. Αλλά έπρεπε να ελέγξουμε κάπως και να διαχειριστούμε την συγκίνηση που διαδέχτηκε την πρώτη έκπληξη. Ευτυχώς, σε λίγο έριξε την πρόταση να πάμε για έναν καφέ. Ναι, θα ήταν προτιμότερο να καθίσουμε κάπου και να μιλήσουμε. Να κουβεντιάσουμε λίγο, μετά από τόσο καιρό, με την ησυχία μας κι όχι όρθιοι, εκεί μέσα στην κίνηση του δρόμου. Ποιος να το περίμενε, ότι στο τέλος επρόκειτο να προχωρήσει σε εκ βαθέων εκμυστηρεύσεις. Προφανώς η μεγάλη χρονική απόσταση από την ενστικτώδη, την πάλαι ποτέ τυφλή ερωτική μας δράση, του έδινε την άνεση, ίσως και την σχετική ασφάλεια, για τέτοιου είδους συναισθηματικές καταθέσεις.
Ο Γιάννης Μ. παρουσιάστηκε ξαφνικά στην γειτονιά το καλοκαίρι του 1966. Ήταν μεγαλύτερός μου κατά δύο χρόνια, τον Σεπτέμβριο που κοντοζύγωνε εκείνος θα πήγαινε στην Α΄ Γυμνασίου κι εγώ στην Ε΄ Δημοτικού. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Ως παιδί προερχόμενο από την επαρχία, τα Λαγκάδια Αρκαδίας συγκεκριμένα, τον διέκρινε θυμάμαι μια ασυνήθιστη συστολή και αρκετή σοβαρότητα. Μπορεί να έπαιζε ρόλο και η ηλικιακή μας διαφορά, μικρή μεν αλλά αρκετά σημαντική για τότε, γεγονός που τον έκανε να φαντάζει στα μάτια μου έμπειρος και πολυπράγμων. Γνώριζε πολλά είναι η αλήθεια, πολλά και άκρως τολμηρά γύρω από τα φλέγοντα ερωτικά ζητήματα – σε σχέση μ΄ εμένα τον άπραγο τουλάχιστον – που μόλις είχαν αρχίσει να με απασχολούν. Οι σχετικές συζητήσεις μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον μου, κάτι που καλώς ή κακώς, εξακολουθεί να παραμένει αμείωτο μέσα στα χρόνια. Στο πατρικό και η παραμικρή νύξη του θέματος ήταν ρητώς απαγορευμένη. Πάσα σχετική ερώτηση έμενε αναπάντητη. Πολλές φορές μάλιστα κινδύνευα να βρω τον μπελά μου στα καλά καθούμενα και να τιμωρηθώ αυστηρά με τις «άστοχες» απορίες μου. Οπότε κι εγώ φυλαγόμουν από τις κακοτοπιές, δεν ρωτούσα το παραμικρό και προσπαθούσα να ξεδιαλύνω μοναχός μου τα σκοτάδια του νου.
Φρόντισε λοιπόν εκείνος, πρώτος απ΄ όλους, να με ενημερώσει σχετικώς με κάθε λεπτομέρεια. Οποιαδήποτε όμως καινούργια πληροφορία μου έδινε περί της ερωτικής πράξεως, στα δικά μου αυτιά ηχούσε ως κάτι το εντελώς απίστευτο. Έμοιαζε με άσχημο παραμύθι, νοσηρό και βρώμικο. Ήταν αδύνατον να το χωρέσει το μυαλό μου! Αρνιόμουν να δεχτώ ότι οφείλω την υπαρξή μου σε μια τέτοια ανήκουστη πράξη των γονιών μου. Ήμουν πολύ επιφυλακτικός, ώσπου κάποια μέρα έπεσα ανέλπιστα επάνω στο αδιάψευστο τεκμήριο. Σκαλίζοντας το κομοδίνο του πατέρα, ανακάλυψα μέσα σ΄ ένα κουτάκι χρώματος μαύρου με την αγγλική λέξη O.KEY και την φωτογραφία μια χαριτωμένης ψιψίνας απ΄ έξω, ένα χύμα προφυλακτικό. Στην αρχή τα έχασα. Μεγάλη ταραχή με κατέλαβε. Το ξεδίπλωσα και το κοιτούσα εμβρόντητος για ώρα. Ώστε είχε δίκιο λοιπόν ο φίλος μου! Καθότι για την απλή αυτή μέθοδο αντισύληψης με προφυλακτικό με είχε ήδη ενημερώσει. Άρα ήταν αληθής και κάθε άλλη πληροφορία ή περιγραφή του σχετική με την ερωτική πράξη. Όταν συνήλθα, το δίπλωσα πάλι προσεχτικά και το έβαλα πίσω στην θέση του. Ο μύθος του καλού πελαργού που φέρνει τα μωρά στο σπίτι, μόλις είχε τελειώσει για μένα. Μαζί του είχε κάνει φτερά και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Λυπήθηκα, ήμουν στεναχωρημένος για μέρες, σύντομα όμως το αποδέχτηκα. Δεν γινόταν κι αλλιώς.
Οι τολμηρές μεταξύ μας κουβέντες σε λίγο έφεραν και τις πρώτες χειρονομίες.
Ποιος αποτόλμησε την πρώτη κίνηση, δεν θυμάμαι. Το εναρκτήριο λάκτισμα πρέπει να το έδωσε ως μεγαλύτερος ο Γιάννης. Κι εγώ ανταποκρίθηκα βεβαίως με το παραπάνω. Υπήρχε συνενοχή από την πρώτη στιγμή. Καταλαβαίναμε ενδόμυχα, χωρίς να έχει ειπωθεί το παραμικρό, ότι όχι μόνο οι συζητήσεις μας, αλλά και οτιδήποτε άλλο «επιλήψιμο» κάναμε, θα έμενε αυστηρά μεταξύ μας. Παρά το νεαρόν της ηλικίας, ήταν και για τους δυο μας κάτι αυτονόητο και ποτέ δεν χρειάστηκε να δώσαμε όρκους εχεμύθειας. Η μέθοδος που ακολουθούσαμε για μια κατ΄ ιδίαν συνεύρεση ήταν απλή. Όταν συναντιόμασταν στα γνωστά και καθιερωμένα μας στέκια, αν ήταν απομεσήμερο ακόμα, προτείναμε αυθορμήτως στην παρέα να παίξουμε το «κρυφτό». Κι εμείς βρίσκαμε την ευκαιρία, έστω και για λίγο, να επιδοθούμε ανενόχλητοι και ασφαλείς από αδιάκριτα βλέματα στην κοινή κρυψώνα που επιλέγαμε, σε φιλιά και γερά τριψίματα. Κάποτε τύχαινε να ξεχαστούμε από την έξαψη κι έτσι συνεπαρμένοι καθυστερούσαμε υπερβολικά να φανερωθούμε, «να βγούμε και να φτύσουμε», όπως όριζαν οι κανόνες του παιχνιδιού. Αυτή η αδικαιολόγητη αργοπορία όμως δημιουργούσε τον κίνδυνο να γίνει αντιληπτό στους υπολοίπους το άλλο, το δικό μας μυστικό παιχνίδι και τότε αλίμονο… Μετά από αρκετές αναβολές παίρναμε επιτέλους με πόνο ψυχής την δύσκολη απόφαση να διακόψουμε τις περιπτύξεις μας. Και δήθεν αδιάφοροι να φανερωθούμε με ιαχές, ερχόμενοι από διαφορετική πάντοτε κατεύθυνση.
Άλλοτε ξεκόβαμε με τρόπο από την υπόλοιπη παρέα και συνεχίζαμε μόνοι τις βόλτες μας. Αρχικά και μέχρι να σουρουπώσει στους κεντρικούς δρόμους της γειτονιάς. Και πόσο πολύ αργούσε, Θεέ μου, τα καλοκαίρια ιδίως, να πέσει το σκοτάδι! Να έλθει επιτέλους η προστατευτική νύχτα. Η νύχτα με τα στοργικά σκοτάδια για τους άγουρους εραστές, τους από ώρα γλυκά αδημονούντες να ξεμοναχιαστούν και συνάμα τόσο ακατάλληλους – λόγω της έξαψης ακριβώς – για προφυλάξεις. Μόλις χαμήλωνε λίγο το φως, χαμήλωναν θαρρείς σιγά – σιγά και οι κουβέντες μας κι εμείς αμίλητοι σχεδόν, μ΄ ένα ελαφρύ τρέμουλο διάχυτο στα μέλη, κατευθυνόμασταν σε όλο και πιο απόμερα σημεία. Το ξέραμε καλά, ήμασταν σίγουροι εξ αρχής, το πως θα κατέληγε η κάθε τυχαία μας συνάντηση. Υπήρχαν οι σταθερές καβάτζες, γιαπιά κυρίως που για κάποιο ανεξήγητο λόγο καθυστερούσε η αποπεράτωσή τους. Έτριζε κάτω από τα διστακτικά βήματά μας η ξεραμένη από το σοβάτισμα λάσπη στο δάπεδο, καθώς μπαίναμε από την χάσκουσα πόρτα και προχωρούσαμε στα τυφλά προς διερεύνηση του χώρου. Ρίχναμε μια κλεφτή ματιά σε όλα τα δωμάτια και καταλήγαμε στο λιγότερο εκτεθειμένο. Αμήχανοι το ίδιο κάθε φορά λες και ήταν η πρώτη, ανοίγαμε τα φερμουάρ ή ξεκουμπώναμε τα παντελόνια μας για να ουρήσουμε υποτίθεται ο ένας δίπλα στον άλλον. Περνούσαν έτσι μερικές στιγμές απόλυτης σιωπής. Μόνο οι ανάσες μας ακούγοταν. Ώσπου κάποιο χέρι, του πιο τολμηρού συνήθως ή του πιο ανυπόμονου, άρχιζε να θωπεύει δειλά το παρακείμενο κορμί το γυμνωμένο.
Μια φορά, παραμονή 28ης Οκτωβρίου συγκεκριμμένα, τον συνάντησα στην γειτονιά με το δεξί του χέρι μπανταρισμένο. Όπως μου εξήγησε το είχε σπάσει το πρωί της ίδιας ημέρας. Κάπου γλίστρησε, έχασε την ισορροπία του και πέφτοντας κάτω το κτύπησε άσχημα. Όταν πήγε στο ΚΑΤ κι έκανε ακτινογραφία οι γιατροί διαπίστωσαν συντριπτικό κάταγμα στον καρπό γι΄ αυτό και του το έβαλαν στον γύψο από την παλάμη μέχρι ψηλά στον αγκώνα. Ευτυχώς δεν πονούσε πλέον, αλλά λυπόταν που δεν θα μπορούσε την επομένη να παρελάσει. Είχε προλάβει μάλιστα να περάσει από τον κουρέα πριν το ατύχημα και να κουρευτεί για να είναι έτοιμος, μα τι κρίμα, όλα πήγαν στράφι… Προσπάθησα να τον παρηγορήσω και για τον λόγο αυτόν, ίσως και για δική μου ικανοποίηση υποθέτω εκ των υστέρων, έστρεψα την συζήτηση στα ερωτικά, το μόνιμο και προσφιλές μας θέμα. Τσίμπησε και σε λίγο ανοίχτηκαν επί τούτου ζητήματα άκρως ερεθιστικά. Οι μισοπραγματικές – μισοφανταστικές περιγραφές με όλες εκείνες τις περιττές μα και τόσο και αναγκαίες για την περίσταση πρόστυχες λεπτομέρειες, κόρωναν την έξαψή μας. Σε λίγο, όπως ήταν αναμενόμενο, μη δυνάμενοι από την ένταση να πούμε ούτε μια λέξη παραπάνω – μιας και είχαμε αρχίσει πλέον να τραυλίζουμε κι όχι να μιλάμε κανονικά – πήραμε σιωπηλοί και αποφασισμένοι τον δρόμο που οδηγούσε στο παράνομο τσαρδί μας. Αλλά εκεί μας ανέκυψε ξαφνικά καινούργιο πρόβλημα. Ήταν μια πρακτική λεπτομέρεια που μέσα στην τόση ένταση μας είχε μάλλον διαφύγει. Το δεξί χέρι του Γιάννη ήταν παροπλισμένο λόγω του γύψου. Άρα θα έπρεπε, εκ των πραγμάτων, να αναλάβω το διπλό έργο να ξεκουμπώσω εκτός από τα δικά μου κουμπιά και τα δικά του! Και όχι μόνον αυτό… Όταν τέλος ξεπεράστηκαν οι τεχνικές δυσκολίες και με προσοχή τον πήρα αγκαλιά, μια βαριά μυρωδιά κτύπησε τα ρουθούνια μου. Ήταν το φθηνό πατσουλί με το οποίο τον είχε περιλούσει ο κουρέας κατά το πρωινό του κούρεμα και που δεν έλεγε, τόσες ώρες μετά, να ξεθυμάνει.
Όλα κυλούσαν ήσυχα για χρόνια. Βρισκόμασταν μια φορά στο τόσο, τυχαία συνήθως και σπάνια κατόπιν συνενοήσεως, και περνούσαμε καλά. Παρότι αποτελούσε την μοναδική μου ερωτική διέξοδο κατά την σκοτεινή και δύσκολη περίοδο της εφηβείας, δεν μπορούσα να χαρώ πραγματικά εκείνες τις αθώες μας συνευρέσεις. Οι ενοχές με κυνηγούσαν κατά πόδα και μ΄ έπιαναν από τον λαιμό, μ΄ έπνιγαν. Κάθε φορά ορκιζόμουν στον Θεό πως αυτή ήταν η τελευταία και του ζητούσα ειλικρινά να με συγχωρέσει για την αμαρτία μου. Πλην όμως, σε λίγο διάστημα υποτροπίαζα εκ νέου, αθετούσα όλες τις υποσχέσεις μου και πατούσα τους βαρείς όρκους που είχα δώσει. Πάλευα μέσα μου διαρκώς, εγώ ο μικρός κι αδύναμος, ο αβοήθητος και φοβισμένος, μόνος εγώ σε μιαν τέτοιαν άνιση μάχη. Πάλευα απελπισμένα ν΄ αλλάξω αυτό το «ολέθριο» που καταλάβαινα ότι μου συμβαίνει. Και μούσκευα κρυφά με δάκρυα τις νύχτες το μαξιλάρι μου… Ώσπου συνέβη το αναπάντεχο. Ήμουν παραδομένος στην έκσταση της στιγμής, στις περιπτύξεις και τα χάδια του, όταν μου ζήτησε αίφνης στα καλά καθούμενα να διακόψουμε και να βγούμε έξω από το γιαπί, γιατί ήθελε λέει κάτι σοβαρό να μου πει. Συμμορφώθηκα στην επιθυμία του, ανέβασα όπως – όπως το παντελόνι μου και τον ακολούθησα περίεργος ν΄ ακούσω, ποιο ήταν τάχα αυτό το τόσο σοβαρό που δεν σήκωνε την παραμικρή αναβολή κι έπρεπε άμεσα να ειπωθεί.
Χωρίς περιστροφές μου ανακοίνωσε ότι ήταν αποφασισμένος να βάλει ένα τέλος στις συναντήσεις μας. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αν συνεχίζαμε αυτό το βιολί να γίνουμε ομοφυλόφιλοι, έτσι μου είπε. Και πως την «επιστημονική» αυτή άποψη την είχε εκφράσει προσφάτως στον ίδιον, κάποιος εξαδελφός του φοιτητής της ιατρικής. Από τότε κατάλαβε, όπως μου εξήγησε, ότι αν ο μη γένοιτο καταντούσαμε δέσμιοι μιας τέτοιας θλιβερής εκτροπής από την ομαλότητα, αυτός ως μεγαλύτερος θα έφερε και την κύρια ευθύνη. Τον άκουγα εμβρόντητος! Τέτοια ψυχρολουσία δεν την περίμενα. Και παρά τον θυμό που ένοιωθα να καταφθάνει κατά κύμματα και να με κυριεύει, εντυπωσιάστηκα θυμάμαι από την κομψότητα των λόγων του. Περισσότερο πρόσεξα τον όρο «ομοφυλόφιλοι». Γνώριζα καλά τι σημαίνει και ήταν ο εφιάλτης μου. Πάλι καλά, σκέφτηκα, που δεν χρησιμοποίησε καμιά από τις γνωστές λέξεις του συρμού, τίποτα «πούστηδες» ή «αδερφές»… Η απόφασή του δεν μου άφηνε επιλογές. Συμφώνησα μαζί του, πως ναι, αυτό θα ήταν το σωστό, να διακόψουμε οριστικά. Μέσα μου όμως έβραζα και κόχλαζα. Περισσότερο κι από το σπάσιμο που μόλις είχα υποστεί ή το ενδεχόμενο να παραμείνει πιστός στην απόφασή του και να μην το «ξανακάνουμε» στο μέλλον, με θύμωσε η λέξη «ομοφυλόφιλοι», η δύσκολη έτσι κι αλλιώς αυτή λέξη, η πρωτοειπωμένη από τα χείλη του. Ένιωσα σαν να μου έτριψε στο πρόσωπο εκείνο ακριβώς που ενδόμυχα γνώριζα καλά ότι είμαι, αλλά με πονούσε τόσο να το παραδεχτώ. Η τιμωρία από μέρους μου ήταν ο κάθετος αποκλεισμός του για έναν ολόκληρο χρόνο. Όταν ξεθύμανα κάπως και ήρα το εμπάργκο, συνεχίσαμε να βρισκόμαστε αραιά και πού, μέχρι την ηλικία των δεκαοκτώ. Μετά πάψαμε κάθε επαφή μεταξύ μας.
Καθήσαμε σ΄ ένα παλιό καφενείο, εκεί στο πλάι της Χρυσοσπηλιώτισσας την επί της οδού Αιόλου. Αφού μιλήσαμε κάμποσο για τον γάμο και τα δυο παιδιά του, τις δυσκολίες της ζωής και την απώλεια των γονιών μας, περάσαμε σιγά – σιγά στο παρελθόν. Δειλά στην αρχή με νύξεις μόνο και αναγνωριστικά υπονοούμενα για το τότε. Ανταποκρινόμουν με συγκατάβαση περισσότερο παρά από πραγματικό ενδιαφέρον ή κάποια νοσταλγία. Ώσπου λύθηκε η γλώσσα του και ξεκίνησε με καθυστέρηση τριών δεκαετιών, ένα ξέσπασμα από συναισθηματικές καταθέσεις, ομολογίες και αποκαλύψεις μύχιων σκέψεων. Επρόκειτο ξεκάθαρα για κανονικό παραλήρημα. Παρακολουθούσα άφωνος, δεν πίστευα στ΄ αυτιά μου. Ούτε λίγο ούτε πολύ, παραδέχτηκε ότι ναι, κάποτε μου συμπεριφέρθηκε ανόητα εξ αιτίας των ενοχών του, ότι υπήρξα και παραμένω μοναδικός στην ζωή του κι ότι, τέλος πάντων, θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό που με συνάντησε εκείνα τα πέτρινα χρόνια της εφηβείας. Κι έκλεισε λέγοντας όλο νόημα, μαζί μ΄ ένα τσαχπίνικο χαμόγελο ξέχειλο από πονηριά, πως και τώρα ακόμα στην ανάμνηση των προσωπικών μας στιγμών, «επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα, κ΄ αισθάνονται τα χέρια σαν ν΄ αγγίζουν πάλι».
*Από την συλλογή του Γιώργου Ν. Ευσταθίου «Η τρυφερότητα των άκρων», των εκδόσεων «Οδός Πανός», 2016.