Τον Μάιο του 1980 το μόνο της ζωής μου στέκι ήταν το Σαντέ του Κικιρίμπα. Ήμουν μπεκιάρης για ένα μήνα και ξεσάλωνα. Όλη μέρα εργασία στην Αγία Σοφία και στη Βλαττάδων, το κατρέλ «Αριστείδης» μπορούσε να παρκάρει αζημίως στο κέντρο, εκτός από Τσιμισκή, αλλά στη Μητροπόλεως άνετα.
Άσκησα εντατική αισθηματική αγωγή, γράφοντας εκείνα που θα γινόταν ποιήματα «στην αγκαλιά της Ντεζιρέ» αργότερα, μέσα στο χρόνο. Γνώρισα μέσω του Σωτήρη Κίσσα τον Ιβάν Τζούριτς, μου είχε αρέσει μια Γερμανίδα και χόρεψα μαζί της, και δραπέτευσα όταν μου ζήτησε να της βρω το ωραιότερο ελληνικό τραγούδι που λάτρευε και ήταν το «ο Γιώργος είναι πονηρός» και μετά από τριήμερη έρευνα στα τραπέζια του Σαντέ, πρόσεξα πως έπινε μόνος, σε διπλανό τραπέζι, ο Γεράσιμος Βώκος.
Άλλο τραπέζι μπάκουρα, εκτός από τα δικά μας, δεν υπήρχε.
Τον ήξερα από τον Πανεπιστήμιο, προσωπικώς και δια χειραψίας, κατά τον κώδικα του Χαράλαμπου Μπακιρτζή, αλλά όταν έτυχε και ο Κίκης ήταν φουλ ένα απομεσήμερο, μπήκαμε μαζί και μοιραστήκαμε ένα τραπέζι. Κύριο θέμα δεν ήταν η φιλοσοφία και η ποίηση, αλλά μια μαυροντυμένη σερβιτόρα, αδύνατη, με γυαλιά που μας σέρβιρε.
Έμοιαζε ή ήταν η Θέμις Μπαζάκα. Η διαφωνία μας, πάντοτε δημιουργική, είχε να κάνει με το «μη σεξικό κλικ» που σου παρέχουν αδιαμαρτύρητα μερικοί άνθρωποι. Κι όταν κόντευε να με ταπώσει, με χίλιες φορές ισχυρότερα επιχειρήματα πως δεν αρκεί η σπίθα και ο σπιθισμός, αλλά απαιτείται κάτι βαθύτερο και ουσιαστικό, ζήτησα να μάθω πόσο σκόπευε να μείνει στο Σαντέ, επειδή κάτι ξέχασα και έπρεπε να πάω σπίτι να το πάρω.
Τράτο χρόνου υπήρχε όποτε μπαίνω στο κατρέλ και το διατάζω να γκαζώσει. Φτάνω Σπάρτης, μπαίνω σπίτι, βάζω σελίδα στη γραφομηχανή, και γράφω το ποίημα «η Δικαιοσύνη» που άρχισε με το «γειά σου γυναίκα ηθοποιός» και τέλειωνε με το «αλλά το ποίημα μένει και εμμένει στην γραμματολογία. Δεν πειράζει που δεν είναι πάρα πολύ καλό». Άφησα στο σπίτι το αντίγραφο με καρμπόν και του πήγα το πρωτότυπο, με αφιέρωση.
Έκτοτε μόνον γέλια και πειράγματα, ώσπου χαθήκαμε σε άλλες δισιπλίνες. Tην κυρία Μπαζάκα δεν τη συνάντησα ποτέ μου, και τον Γεράσιμο, τον διάβαζα τακτικά. Τον Κίκη τον είδα τελευταία φορά στο Καπάνι πριν επιστρέψει στο Ζαγκλιβέρι του. Όλα αυτά υποτίθεται πως είναι βολεμένα σε ένα ποίημα της «Ντεζιρέ» αλλά είμαι σίγουρος ότι Δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε. ‘Ημασταν ετών 32 τότε, και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία στις ανάδρομες πλεύσεις.
Η φωτογραφία από την https://parallaximag.gr/thessaloniki/sante-forever