Oι ουρανοί είχαν φροντίσει το Σύμπαν μαθηματικώς. Οι πλανήτες έμοιαζαν με μπάλες αχρησιμοποίητες, θαρρείς και ήταν από συναδέλφους του Τσιρίλο, κάτι τύπους σινιαρισμένους ντυμένους στα κίτρινα, που τους έβλεπες να παίζουν μπάλα και σε έπιανε ο ύπνος στην μέση ενός κατουρήματος, οι τροχιές των κομητών ήταν σαν καντήλες του Κουερίνιο.
Αλλά πέρασαν πολλά χρόνια και δεν συντηρήθηκε καλά. Οι πλανήτες ζουπήχτηκαν από τους μετεωρίτες, οι δεινόσαυροι πατούσαν πολύ βαριά πάνω στις φτέρες κυνηγώντας προγόνους του Σπήλμπεργκ, μηχανήματα ήταν, χάλασαν.
Κι έτσι δεν είχαμε πλέον μαθηματικές τροχιές, άψογες σφαίρες και ακριβή ωράρια. Ένας θατσερισμός είχε ενσκήψει πάνω στα δρομολόγια του Γαλαξία.
Αποτέλεσμα: ερχόταν εποχή που καλοκαίριαζε και η μέρα έφτανε τις 14 ώρες στα μέρη μας, ενώ μέσα στο καταχείμωνο, υπήρχε μέρα που άγγιζε μόνον τις 9 ώρες.
Κι επειδή τότε βγήκαν οι άνθρωποι, που δεν είχαν τσιπάκι της αίσθησης του χρόνου μέσα τους (συνετέλεσε και η βιαστική τους κατάσκευή σε ολίγες ώρες, ενώ μια καλά μελέτη κυκλοφοριακή της Θεσσαλονίκης, ξέρουμε ότι διαρκεί εξήντα και εβδομήντα χρόνια και πάλι λίγα είναι) όταν κόντευε να τελειώσει ο Δεκέμβριος, που τότε δεν τον έλεγαν Δεκέμβριο, αλλα «νυχτα και μέρα που σβήνει και θα μας φάει το θηρίο με το σκοτεινό βλέμμα ονόματι Τρισές» οι άνθρωποι φοβόντουσαν πως οι μέρες θα λιγόστευαν συνεχώς και θα έπεφτε σκοτάδι μαύρο και ασβολερό στην ανθρωπότητα.
Γι’ αυτό άρχισαν να κλαίνε και να ζητάν τη γιαγιά τους, επειδή η μάνα τους έφτιαχνε τσουμπλέκια και την κυνηγούσαν ερωτικώς διάφοροι γαμπροί ανύμφευτοι, και ο μπαμπάς τους κυνηγούσε αρουραίους εκεί που είναι και σήμερα, στα Λαδάδικα.
Κλαίγανε και λέγανε «μπάμπου, μπάμπου, έλα μπάμπου» και η έρμη η γιαγιά άναβε φωτιές να μη φοβούνται τα παιδιά στο σκότος και τα παιδάκια χαίρουνταν και γέλαγαν και πήδαγαν τις φωτιές ώσπου να ξημερώσει και στο τέλος έριχναν μέσα και την μπάμπου και την έβλεπαν να γυαλίζει στο φώς των αναμμένων κλιματσίδων και των ξερών κλαδιών και έμοιαζε λαμπερή και χρυσή.
Γι’ αυτό και έλεγαν αυτή τη φωτιά «γκόλντι Μπάμπου» δηλαδή «η γιαγιά μας η Χρυσή». Έτσι, κάθε 23 Δεκεμβρίου γιόρταζαν το «γκόλντι μπάμπου» στα μέρη μας, τα μέρη του βάλτου, και στα μέρη από Φλώρινα έως Βαρδάρη.
Σε άλλες πόλεις και χωριά δεν γινόταν αυτό, διότι σε άλλες πόλεις και χωριά φοβόσαντε το φως και όχι το σκοτάδι, διότι ήρχονταν φορατζήδες και τους έπαιρναν τους παστούς αρουραίους από την φαναριέρα, αλλά αυτό το παραμύθι είναι άλλο παραμύθι, από αρχαίο Δουνουτού και θα το πούμε μια άλλη φορά, να είναι ανάμεσά μας και ο κύριος Παπακωνσταντίνου.
Κι όταν ήρθαν οι Ρωμαίοι που έβαζαν τάξη και επάρχους σε όλα τα μέρη και ρύθμιζαν την σχέση σηστερτίων με δραχμές και δάνειζαν μόνον με 4% το δευτερόλεπτο, έβαλαν πάνω σε αυτήν την ημέρα την γιορτή του Ανίκητου Ηλίου και προσκύναγαν τους αυτοκράτορες.
Και όταν όμως γεννήθηκε ο Χριστούλης, οι άνθρωποι δεν τον άφησαν να έχει γενέθλια κανονικα, αλλα πρώτον έκλαιγαν που γεννήθηκε χωρίς σκουφίτσα, θαρρείς και γεννήθηκε κανένας με μπερεδάκι έως τότε, και είπαν ότι γεννήθηκε ανήμερα του Ανικήτου Ηλίου και μετά τράβηξαν έναν περιποιημένο εκχριστιανισμό στους ειδωλολάτρες που ήταν όλος δικός τους.
Ο εκχριστιανισμός δεν ξέρουμε ακριβώς πως ήταν, αλλα άμα ρωτήσετε θα σας πούν πως έμοιαζε με τον εκχριστιανισμό του κυρίου Χατζιδάκι.
Που έφαγε ξύλο επειδή δεν κυβερνούσε.
Γι’ αυτούς που κυβερνούνε, ως γνωστόν, οι κυράδες καθημερνώς ετοιμάζουν πακλαβάδες και λένε στους άντρες τους «Δεν πάς αυτόν τον πακλαβά στον έρμο τον κύριο Ρέππα, στον κύριο Παπουτσή και στον καημένο τον μονίμως έκπληκτο τον κύριο Λοβέρδο;»
Αλλά αυτοί ήταν χριστιανοί επειδή ο σοσιαλισμός και ο χριστιανισμός εκείνα τα χρόνια ήταν αξεχώριστα, σαν την Χρυσή Αυγή με την Μαύρη Νύχτα που είναι στα βουνά.
Σημασία έχει να θυμάστε ότι επειδή είναι μικρές οι νύχτες τα Χριστούγεννα, είναι πιο κοντά οι θεοί με τους ανθρώπους και ακούν καλύτερα τα παράπονα, τις οιμωγές, τις βλασφημίες, τα μπινελίκια και τις φρικτές κραυγές των κομμουνιστών και των πνευματικών ανθρώπων.
Άλλοι από αυτούς φωνάζουν «ΠΑΜΕ» και άλλοι «Θεά! Θεά!» Αλλά μπορεί να τους μπερδεύουμε με τους ποδηλάτες και τις λούγκρες.
Επομένως, συμβαίνουν θαύματα τα Χριστούγεννα και αυτό το κατάλαβαν εδώ και πολλούς αιώνες, γι άυτό και οι συγγραφείς σαν τον Ντίκενς και τον Παπαδιαμάντη, πληρώνονταν καλά από τις εφημερίδες για να τα περιγράψουν.
Αυτό βέβαια σταμάτησε, επειδή βγήκε ένας της Αναλήψεως κι ένας του Ευαγγελισμού και κατήγγειλε λαμογιές και σκάνδαλα, οπότε τα Χριστούγεννα ξανάγιναν μια καταναλωτική εορτή.
Ώσπου ήρθαμε εμείς οι ξύπνιοι και ξαναρχίζουμε να ακούμε από την Μπάμπου παραμύθια, πριν να την ρίξουμε στη φωτιά.
Τελική μορφή κειμένου του 2010.