Η γιορτή του μπαμπά
27-10-2019

Ανοιχτή η συρόμενη πόρτα με το σαγρέ τζάμι, ενώνει το καθιστικό με το σαλόνι. Φοράμε όλοι τα καλά μας. Τραπέζια στρωμένα στη σειρά. Από την έξω μεριά καρέκλες, από τη μέσα για κάθισμα ένα μακρύ μαδέρι οικοδομής στηριγμένο σε καφάσια.

Το μενού είχε διάφορα. Το στάνταρ ήταν αυτό το στεγνό νουά μοσχαριού σε φέτες αρακάς και καρέ καρότου με πιλάφι. Λάτρευα τα κοφτά τραπεζομάντηλα και τα κοφτά λόγια. Η κάβα ηταν πλούσια. Δεν έλειπε όμως το ρόσο αντίκο το καμπάρι ενώ για τις κυρίες υπήρχε λικέρ εολικί και μαρτίνι. Πιατέλα με χωρίσματα. Ξηροί καρποί. Αλμύρα ψαράκια και μπατονέτες που λύσσαγες για νερό. Τα παλτά στοίβα πάνω στο κρεβάτι της μαμάς. Τα δώρα έκπληξη. Λαμέ περιτυλίγματα. Στη γωνιά αστεράκι πράσινο ή κορδέλα μπούκλα με το ψαλίδι πάνω σε κουτί με τυλιχτά σοκολατένια βραχάκια.

Το πικ απ έπαιζε λαϊκά. Οι καλεσμένοι καλοντυμένοι. Τα μουστάκια ακατέργαστα, κίτρινα από καπνό, τα μαλλιά των αντρών σκάλες, οι κυρίες ψιλή περμανάντ και χρώμα αλεπουδί, βάτες, πράσινα πουκάμισα σατέν. Η ίδια απόχρωση υπήρχε και στις χριστουγεννιάτικες μπάλες και στο φιόγκο μπούκλα του μπαλαντάινς και στο μωσαϊκό μας στο χολ. Μαύρο το φόντο και αυτό το πράσινο χαλίκι με λίγο βεραμάν που συνδυάζονταν μοναδικά με τα είδη υγιεινής του μπάνιου μας. Ακόμα και σήμερα το βεραμάν το λέμε καμπινεδί.

Ενώ υπάρχουν πηγαδάκια, πετάγεται ο Παναγόπουλος και λέει ανέκδοτο. Γέλια και ντροπές από τις μανταμίτσες γιατί αυτός έλεγε τα σόκιν. Ποτά, παγάκια με μεταλλική λαβίδα, καρυδόπιτα σε κομμάτια σαν παστίτσιο. Ζεϊμπέκικο, κύκλος γύρω γύρω, παλαμάκια καθιστά, στην υγειά σου ρε Μητσάκο, Ποια χέρια γίναν, γίνανε σπαθιά Χριστέ και Παναγιά μου, Κι από το στήθος, στήθος μου βαθιά θα κόψουν την, θα κόψουν την καρδιά μου, τώρα που είπα Χριστέ και Παναγιά μου, σε μια γωνία στο ταβάνι είχαμε γύψινο εικονοστάσι με κολωνάκια πλεξούδες. Τα στέφανα των γονιών μου, κάτι ξερά λουλούδια από επιτάφιο και αγιασμό. Τα βράδια πριν κοιμηθούμε γονατίζαμε, Ω Παναγία Δέσποινα και του Χριστού μητέρα σε σένα παραδίνομαι, τη νύχτα και τη μέρα. Να φυλάς τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, την αδερφή μου και όλο τον κόσμο.

Το γλέντι κρατούσε ως το πρωί. Χέρια ενωμένα κουστούμια και λυμένες γραβάτες γυναίκες ξυπόλητες σε έκσταση με λειωμένη μάσκαρα, έβγαιναν στην αυλή και κύκλωναν το σπίτι. Ένας χορός σαν τελετή των Μάγιας, φωνές και γέλια πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε και μια ελληνική σημαία να κυματίζει…

Τον μπαμπά μου όμως δεν τον φύλαξε. Φέτος θα γιορτάσει ο Δημήτρης; Όχι.