Φωτογραφία: Κώστας Κάτσουλας
Η γιάφκα της οδού Πανός 17*
17-10-2018

Αν δεν με απατά η μνήμη μου που, παρά την συσσώρευση των χρόνων, παραμένει διαπιστωμένα ακμαία, τον ποιητή Γιώργο Χρονά μου τον σύστησε ο κοινός φίλος Σταμάτης Νικολιός το 1973. Μόλις είχε δημοσιευτεί, ιδίοις εξόδοις, η πρώτη συλλογή ποιημάτων του με τον τίτλο ΒΙΒΛΙΟ Ι και είχε ενοικιάσει την μυθική, πλέον κάμαρα την πτωχική, επί της οδού Πανός στον αριθμό 17, λίγο πιο πάνω από την Αρχαία Αγορά και κάτω ακριβώς από την Ακρόπολη. Ένα δωμάτιο ήταν όλο κι όλο με μια μικρή κουζίνα ανενεργή και τον κοινόχρηστο καμπινέ εκτός. Γι’ αυτό, με την συγκατάθεση του ιδίου, ο νεροχύτης έκανε, αντίθετα με τον προορισμό του, αποκλειστικά χρέη ουρητηρίου για τους επισκέπτες, υπό τον όρο ν’ αφήνουνε για αρκετή ώρα την βρύση ανοιχτή να τρέξει άφθονο το νερό μετά το πέρας της ούρησης. Ήταν για πρακτικούς λόγους αναγκαίο, να μην ενοχλούνται δηλαδή από το μπες – βγες οι λοιποί ένοικοι, αλλά και λόγω νεανικού χαβαλέ. Σε μια γωνιά  υπήρχε ένα διπλό ντιβάνι, πιο ‘κει ένα μικρό τραπέζι – γραφείο, μια παλιά μακρόστενη κασέλα και δυο τρία ψάθινα καθίσματα, αυτό ήταν όλο κι όλο το βιός του. Κι ακόμη μερικά βιβλία, ένα πικ απ, ολίγα βινύλια και οι φωτογραφίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι και της Μαρίας Κάλλας σε μιαν εσοχή του τοίχου. Παρότι υπήρχε τηλέφωνο, σπάνια θυμάμαι κάναμε χρήση για να πάρουμε το «ελεύθερο» να περάσουμε προς επίσκεψη. Συνήθως χτυπούσαμε το μοναδικό παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο, ούτε καν την πόρτα, για να αυτοκαλεστούμε… Αν ήταν καλοκαίρι χώναμε το κεφάλι μας εντός του ανοιχτού παραθύρου και καλησπερίζαμε την ομήγυρη. Τις περισσότερες φορές εμφανιζόμουν παρέα με τον τότε συμμαθητή και για πενήντα συναπτά έτη κολλητό φίλο μου, τον Κώστα Κάτσουλα. Κινούσαμε μαζί από την συνοικία των Αγίων Αναργύρων και «τρυπώναμε» στην γιάφκα του Χρονά, την ίδια στιγμή που οι συνομήλικοί μας έπαιζαν μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκι ή επιδίδονταν σε χορευτικές φιγούρες στις ντίσκο της εποχής.

Οι συζητήσεις επί συζητήσεων με τους βραχύβιους τσακωμούς, τις λεκτικές αψιμαχίες με υψωμένες τις φωνές και τα γέλια της συμφιλίωσης που ακολουθούσαν ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση. Συχνά, έτσι στα καλά καθούμενα, ξεκινούσαν και τα αυτοσχέδια πάρτυ μας προς εκτόνωση. Βάζαμε δίσκους στο πικ απ και χορεύαμε από rock n’ roll μέχρι ζεϊμπέκικα. Εμένα μου άρεσε πολύ από ΤΑ ΠΕΡΙΞ του Μάνου Χατζιδάκι με την Βούλα Σαββίδη – που μόλις είχε κυκλοφορήσει – το τραγούδι «Χαράματα η ώρα τρεις» του Μάρκου Βαμβακάρη. Σηκωνόμουν και το χόρευα, όταν μου το ζητούσαν βεβαίως, με βήματα αργά και τσακίσματα ανάλογα, γνωρίζοντας καλά ότι προκαλώ αναστάτωση και ρίγη συγκίνησης, όχι μόνον με τον χορό μου, αλλά και με την σε πλήρη άνθιση νεότητα των δεακοχτώ μου χρόνων. Να, μια εφηβική ματαιοδοξία μου που με μεγάλη καθυστέρηση, έστω και τώρα, εξομολογούμαι! Ήταν μαύρη χούντα ακόμη κι εμείς με τις συναθροίσεις μας εκεί, θυμίζαμε κάπως γιάφκα, ολίγον ιδιότυπη. Πνευματική βεβαίως και ταυτοχρόνως ερωτική, αλλά δεν το είχαν σε τίποτα να μας μπαγλαρώσουν, ως υπόπτους για αντεθνική δράση. Κι εδώ που τα λέμε, για την φασιστική νοοτροπία και την υποτιθέμενη ηθική των καραβανάδων, κατά κάποιο τρόπο ήταν. Εκεί, λοιπόν στην «γιάφκα» του Γιώργου Χρονά, το κρυφό σχολειό των ύστερων εφηβικών χρόνων μου, πρωτοσυνάντησα την μετέπειτα επιστήθια φίλη μου Ζυράννα Ζατέλη, την μοναδική – αν εξαιρέσει κανείς την Βερονίκη Δαλακούρα – γυναικεία παρουσία, καθώς και σημαντικούς δασκάλους, όπως τους Γιάννη Τσαρούχη, Μιχάλη Κατσαρό, Αλέξη Ασλάνογλου, Χάρη Μεγαλυνό, Γιώργο Μανιώτη, Μιχάλη Γεωργά, αλλά και τους φίλους Βασίλη Ιωσηφίδη, Πάρη Τορναζάκη, Εύμολπο Συναδινό, Χρήστο Ακρίδα, Βασίλη Ρένεση, Μάκη Κιουλόγλου. Να σημειώσω εδώ, πως ήμουν ο μικρότερος όλων και ως τέτοιος τύχαινα ιδιαίτερης μεταχείρισης. Αξιομνημόνευτα παραμένουν επίσης μια σειρά από άγνωστα πρόσωπα, αγόρια λαϊκά που τα κατάπιε η νύχτα ή χάθηκαν μες στα χρόνια – κάποια από αυτά μπορεί να έκαναν οικογένεια, παιδιά κι εγγόνια ίσως – με ονόματα όπως Ζέφος, Σίμος, Κυριάκος, Ντίνος ή Πάνος είναι όσα κατάφερε να συγκρατήσει η μνήμη.

Ο Τσαρούχης έγερνε στο ντιβάνι κι ακουμπώντας το κεφάλι στο δεξί ή το αριστερό του χέρι μας μιλούσε για πρόσωπα και πράγματα μυθικά. Ήταν δεινός ομιλητής, κρεμόσουν από τα χείλη του ό,τι κι αν έλεγε. Τον άκουσα με τ’ αυτιά μου να χαρακτηρίζει την ταπεινή κάμαρα του Χρονά ως «το μεγαλύτερο σαλόνι της Μέσης Ανατολής». Κι επίσης, για την φίλη του Κατίνα Παξινού να κάνει με την χαρακτηριστική άρθρωσή του, ελαφρώς ενοχλημένος το εξής δηκτικό σχόλιο: «Η συγχωρεμένη η Κατίνα, επειδή στα νιάτα της είχε περάσει από το Λυρικό Θέατρο της άρεσε να επιδίδεται σ’ αυτούς τους περίεργους λαρυγγισμούς όταν έπαιζε αρχαία τραγωδία στην Επίδαυρο…». Και πόσα άλλα!

Ο Κατσαρός θυμάμαι κάπνιζε ασταμάτητα κάτι βαριά, σέρτικα τσιγάρα με αποτέλεσμα σε λίγο η κάμαρα, κατά τους χειμωνιάτικους μήνες με το κλειστό λόγω ψύχους παράθυρο, να ομοιάζει με αερόστατο έτοιμο προς ανύψωση. Τότε ο αντικαπνιστής οικοδεσπότης έβαζε, δικαίως τις φωνές και απαγόρευε ρητώς και διά ροπάλου το καπνίζειν. Ο λόγος του Μιχάλη πάντοτε ιδιότυπος, αν όχι ακαταλαβίστικος, θεατρικός κι ανατρεπτικός, ήταν ένα πραγματικό περιβόλι. Νομίζω ότι το διασκέδαζε κι ο ίδιος διαπιστώνοντας από τις αντιδράσεις μας, πόση αμηχανία προκαλούσε με τα κενοφανή και τα παράδοξα που συνήθως αρέσκονταν να μας εξιστορεί.

Αντίθετα, ο Ασλάνογλου με το εύθραυστο νευρικό του σύστημα κάθονταν ήσυχος σε μια γωνιά, μιλούσε ελάχιστα κι αυτό αφορούσε, αποκλειστικά σχεδόν, την τέχνη της ποιήσεως. Καμιά φορά είχε απρόσμενες εξάρσεις, γινόταν χειμαρρώδης και μπέρδευε τα λόγια του από μιαν εσωτερική αγωνία να τα πει όλα μαζεμένα, όσες σκέψεις συνωθούντο στο κεφάλι του να τις εκράσει μονομιάς. Ο Αλέξης Ασλάνογλου, αυτός ο σημαντικός ποιητής της τρυφερότητας των ημιτονίων.

Τα φιλολογικά καυγαδάκια μεταξύ των μόνιμων θαμώνων δεν έλειπαν. Οι διαξιφισμοί ήταν συνήθως μεταξύ του Χάρη Μεγαλυνού και του Εύμολπου Συναδινού – όταν δεν έκαναν κοινό μέτωπο εναντίον του Χρονά αντιδικούσαν οι δυο τους. Απόλυτοι στις απόψεις τους, όπως το επιτάσσει η νεότητα, δεν υπολείπονταν σε λεκτικούς ακροβατισμούς προς εντυπωσιασμό του φιλοθεάμονος κοινού, ιδιαίτερα αν παρευρίσκετο κάποιο νεοφερμένο πρόσωπο και ήθελαν να το εντυπωσιάσουν με την ευρυμάθειά τους. Ο Εύμολπος δε, λάτρης της αρχαίας γραμματείας, ομιλούσε σταθερά στην καθαρεύουσα, αν όχι στην αρχαΐζουσα! Την έκρυθμη κατάσταση εκτόνωνε συνήθως ο Βασίλης Ρένεσης με αυτοσχέδια, άκρως διασκεδαστικά «one man show». Στο τέλος βγαίναμε όλοι μαζί καμιά βόλτα στα πέριξ ή καταλήγαμε σε κάποιο ταβερνείο να τσιμπήσουμε κάτι. Να προσθέσω ακόμη, ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που δανειζόμασταν το δεύτερο κλειδί της κάμαρας από τον Χρονά για τις ανάγκες μιας έκτακτης ερωτικής συνεύρεσης. Άλλο καταφύγιο δεν υπήρχε, ήταν ο μόνος από την παρέα που διέθετε προσωπικό χώρο και με προθυμία μας τον παραχωρούσε κάθε τόσο. Για ξενοδοχείο, ούτε λόγος, δεν υπήρχαν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες.

Μερικά χρόνια μετά, η «Οδός Πανός 17» έγινε η επιτυχημένη ραδιοφωνική εκπομπή του Γιώργου Χρονά στο Τρίτο Πρόγραμμα, επί διευθύνσεως Μάνου Χατζιδάκι. Και λίγο αργότερα, το 1981 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού του με τον ίδιο τίτλο: «Οδός Πανός» έχοντας υπότιτλο: «εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων», ένα περιοδικό που διανύει φέτος το 37ο έτος της ηλικίας του. Ποιος να το φανταζότανε τότε, το 1973, εκτός από τον ίδιο ενδεχομένως τον Χρονά, ότι εκείνη η ταπεινή κάμαρα θα δάνειζε σύντομα το όνομά της, την διευθυνσή της καλύτερα, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή και σ’ ένα τόσο δημοφιλές και μακρόβιο περιοδικό; Και πόσοι άραγε από τους αναγνώστες του γνωρίζουν τι πραγματικά στεγάζει αυτός ο τίτλος, πέραν της κάθε φορά, άκρως ενδιαφέρουσας ύλης του; Και πόση σημασία μπορεί να έχει ή όχι τελικά; Από ελάχιστη, έως καθόλου. Εμείς όμως που υπήρξαμε κάποτε θαμώνες της κάμαρας, μέλη μιας άτυπης λέσχης, συνωμότες αυτής της ιδιότυπης γιάφκας, όλοι εμείς οι θιασώτες ενός εξόριστου τότε κοινωνικά θιάσου, της οφείλουμε ένα μεγάλο κομμάτι της προσωπικής μυθολογίας μας. Για μένα προσωπικά, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο, χωρίς το πέρασμά μου από εκεί.

*για το γενέθλιο του Γιώργου Χρονά (17 Οκτωβρίου 1948) και τα 70 χρόνια του!