Nα κοιμηθείς νωρίς, το πρωί έχει εκκλησία.
Φτάσαμε με ένα αγροτικό. Περιπέτεια. Μέσα στα πλατάνια και τα πεύκα ένα μικρό ξωκκλήσι. Όταν έφτανα εκεί μικρή ήμουν στην καρότσα ενός τρακτέρ, φορούσα τα καλά μου, κοτσιδάκια και λουστρίνια. Στην τσέπη κέρματα για κερί. Στην ουρά για να κοινωνήσω. “Μην τυχόν και έφαγες εχθές κακομοίρα μου, θα στον κάψει το λαιμό η μεταλαβιά.” Είχα κάνει όμως τα κουμάντα μου και πήγαινα εκεί χωρίς φόβο. Το τεστ ήταν της πλάκας. Ένα σοκολατάκι στο στόμα μου λίγο πριν πλύνω τα δόντια μου. Μόνο την πρώτη φορά ψάρωσα. Που το κρασί της κοινωνίας μάλλον είχε λίγο ξινίσει και όντως με έκαψε στο λαιμό. Την επομένη φορά δοκίμασα να πιω ζεστό γάλα. Την είχα σκαπουλάρει. Άνοιγα το στόμα. Κατάπινα. Χαμογελούσα στη γιαγιά όπως τα καλοχτενισμένα βουτυρόπαιδα στις διαφημίσεις με τις φρυγανιές. Τιμωρία δεν ερχόταν. Και την λειτουργία την ήξερα απ’ έξω. Και το σήκω-κάτσε και την ώρα που παίζαμε μαντολίνο ομαδικά κάνοντας σταυρό. Τα κουδουνάκια απ’ το θυμιατήρι και το λιβάνι -η πρώτη μαστούρα.
Σήμερα ήρθα εδώ με τον αέρα του παλιού. Το μόνο κοινό είναι τα κέρματα για το κερί στην τσέπη. Φανερά έφαγα ένα αφράτο τσουρέκι μπροστά στη μαμά, φοράω κολάν πους απ σλιμ εντ τόουν και αθλητικά παπούτσια. Ένα κλάμερ στα φρεσκολουσμένα μαλλιά. Η φάτσα μου ξενυχτισμένη και το μυαλό αλλού. Σκάει ο τζίτζικας και ο ψάλτης δίνει ρεσιτάλ ίσου. Η μαμά μπαίνει στην εκκλησία. Δεν δίνει δεκάρα για την συμπεριφορά μου. Κρατάει αγκαλιά το παιδί μου. Φρέσκο αίμα να δεχτεί κατήχηση. Για τους περισσότερους, ιδανικό το σκηνικό. Ευλάβεια. Η ψαλμωδία, οι ήχοι της φύσης τα πουλάκια οι άνθρωποι να εύχονται, να φιλιούνται, κοιτούσα γύρω-γύρω για καβάτζα. Κάτω από ένα χαμηλό πουρνάρι βλέπω κάτι σαν ηλεκτροκόλληση. Πλησιάζω. Θόρυβος. Αυτό μ’ αρέσει. Δυναμώνει. Κι άλλο. Γελάω. Σβήνουν όλα τα άλλα. Τα λόγια του Ευαγγελίου, τα πουλιά, το θρόισμα των φύλλων, οι ψίθυροι καρδιάς. Φτάνω πάνω στο διαολεμένο κουτί. Είναι η γεννήτρια. Φορτίζω. Ξυπνάω. Έχω εικόνα, προσπαθώ να φτιάξω τον ήχο μου. Δεν με ενοχλεί. Είναι σαν να είμαι σπίτι. Ένα τεράστιο τρυπάνι είναι εκεί για μήνες. Γνώριμος ήχος. Δημιουργικός. Το λες και πολυβόλο. Σκοτώνω κακογουστιά και προκατάληψη. Ηθική και πιστεύω εσένα Θεό πατέρα παντοκράτορα. Είμαι ο Σταλόνε στο Ράμπο το Πρώτο Αίμα. Δεν γλιτώνει κανείς. Τττττττρρρρρρρτττρρρρ το εργαλείο δουλεύει ασταμάτητα. Τσούρμο. Κοπή του άρτου. Ευκαιρία να εξοντώσω ομαδικά. Ένα κοριτσάκι τρέχει προς το μέρος μου.
Στοπ! Στοπ! Φοράει φουστανάκι και κοκαλάκια. Το πλησιάζω. Επαναφορά ήχου “Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…” -Μανούλα σου έφερα άρτο. (Το αγκαλιάζω, το φιλάω.) -Βοηθειά μας καρδούλα μου.