Το γεγονός δεν περιέχει μήτε βακτήριο ψεύδους ή ιό βασκανίας, αλλά του δίδω μορφή αφήγησης για να δοκιμαστεί η συνειρμική σας ικανότητα.
Μαζί με τον Σταμάτη μου, κάναμε στράτα – στρατούλα την αρχαία Εγνατία, ανακαλύπτοντας ενίοτε λαμπρά σπαράγματα της οδού, εχούσης εν υπαίθρω πλάτος δέκα ρωμαϊκών ποδών. Η περιοδεία κράτησε πλείστες ημέρες ενός Ιουλίου, ότε οι πλέον τυχεροί αναγνώστες μου εμπαμπάλιζαν αρκουδίζοντες. Οι επίλοιποι, ήξεραν.
Μαζί μας, συνοδός, οδηγός και αμέριμνος σύντροφος ήτο ο πρόσφατος φίλος Νταλαμπίρας, εύσωμος, εύσαρκος και εκ Κορίνθου ορμώμενος. Ήτο δε αποκρυφιστής, ευαίσθητος και τρυφερός, εύπιστος και γουστόζος.
Ήδη από την τρίτην της περιοδείας ημέραν, είχε τόσο πολύ εθιστεί στις ορολογίες και στην ιστορική τοπογραφία, ανκαι παντελώς άσχετος με το αντικείμενο, ώστε οδηγώντας ατάραχος και οσμιζόμενος ότι λέγαμε ανέκδοτα εν τη περιοδεία και δεν προσέχαμε το τοπίον, μας έλεγε «αυτήν την τούμπα επί τραπέζης, μέσης νεολιθικής, την θέλουμε, να φρενάρω, ή στα τέτοια σας;» ή ακόμη το ακραίον «να λουστούμε μια στιγμή στα νερά της ζοφεράς λίμνης της κυράς Βεγορίτιδας, διότι αλλέως θα προσεγγίσουμε τον Χάρο άνιφτοι και απεριποίητοι».
Κάποια στιγμή φτάσαμε στα πηχτά της Βόλβης καλάμια και βρήκαμε καλύβα με μπαχτσέ διαθέτουσα γέροντα ιδιοκτήτη που σκάλιζε στο γκρίζο δοκάρι μιας παλιάς δοκού γεωμετρικά σχήματα με σουγιαδάκι. Μπροστά του έκειτο, μισού στρέμματος μπαχτσές, δικός του, εν τη πράξει κολοκυνθεών -δεν είχε άλλο εμφύτευμα. Και στη μέση του μπαχτσέ, μια κολοκυθάρα τεράστια, που μας της έδειξε υπερήφανος, ως δείγμα της ατρύτου φροντίδος του. Πλησιάσαμε και θαυμάσαμε. Ο Νταλαμπίρας μαγεύτηκε. Τον πειράξαμε λέγοντες πως η Μυγδονία όλα τα παράγει καθ’ υπέρβασιν, και πως η κολοκύθα είναι ασήκωτη.
Πήρε άδεια απο τον γέροντα, κόβει το κοτσάνι της, μου ζητά να τον φωτογραφίσω και ακόπως σηκώνει τον τεράστιο καρπό με φοβερό σφίξιμο και ζόρι, πάνω από την κεφάλα του. Έκαμα κλικ και τον αθανάτισα.
Εβδομάδες μετά, όταν τέλειωσαν όλα, πήγαμε στο στούντιο του Λόη, με ένα μάτσο κόπιες και τα φίλμ, να τυπώσουμε. Και η φωτο του Νταλαμπίρα έλαμπε από το ζόρι και το μέγεθος, οπότε είπαμε να τον πειράξουμε, κάτι σύνηθες και λατρευτό.
Είχα διαθέσιμες μερικές φωτο από την αυλή του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, όπου διέπρεπε ένα πρωτοβυζαντινό θωράκιο με έναν εξώγλυφο ισοσκελή σταυρό, όπου η πατούρα του ήταν εκ του ηλίου σκιασμένη. Φέραμε τον σταυρό πάνω από την κολοκύθα, τον ζυγιάσαμε και τον διπλοτυπήσαμε εφαρμοστά στο κολολυνθοειδές μετάλλιο. Βάλαμε λίγο Νοϊτόλ ώστε να γκριζάρει πλήρως εναρμονισμένη η σύνθεσις. Ήταν ωσάν η κολοκύθα να εγεννήθη ένσταυρος και θαυματουργική. Μετά, μπερδέψαμε την στεγνωμένη φωτογραφία με τις άλλες και καλέσαμε τον Νταλαμπίρα να τις δεί, ως παλαίμαχος σύντροφος των περιοδειών μας.
Τις διέτρεχε μετά η άνευ σχολίων και εμείς, σοβαροί, κάναμε κάτι άλλο, τάχα απορροφημένοι. Ξάφνου βλέπει το σταυροκολόκυθο και τραυλίζει χειρότερα κι από εμέ. Μας δείχνει το θαύμα, κι εμείς, αισχρά συνεννοημένοι πέσαμε στα πατώματα και τον προσκυνήσαμε όπως οι εχθροί του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου τον προσκυνάνε σε εκείνο το λαμπρό μηνολόγιο.
«Είναι το φαινόμενο της ιστορικής διπλοτυπίας» ψέλλισα. «Μία φορά το απάντησα πάλι εις τον ζυγόν της Τρουμπέτας» θαύμασε ο Σταμάτης. Ο Νταλαμπίρας, συγκινημένος, έκαμε μερικά σημεία και τέρατα δια χειρών και βλεμμάτων, προσέχοντας να μη διαταράξει το ηλιακό πλέγμα και έπειτα, είπε αχνά «έγινα γέφυρα», άνευ ετέρου προσδιορισμού.
Χρόνια μετά, κοιτάζοντας τη γέφυρα της λίμνης του Πολυφύτου, της οποίας την κοίτη περπατήσαμε την άλλη χρονιά, πριν έρθουν τα νερά, θυμήθηκα την γέφυρα που μνημόνευσε και του έδωσα δίκιο.