Δεν την έλεγαν Βάνα. Είχε ένα διαφορετικό τζούισι όνομα, κατάφυτο κι ορμέμφυτο από την εμορφιά της. Ξεχώριζε στην παραθέριση, στα πάρτυ, είχε φίλες καλές, φίλες που την ζήλευαν, αλλ’ αυτή εκεί, ατάραχη, έχω μερικές φωτογραφίες της, πάντα σε συντροφιές. Δεν υπάρχει στη φωτό που ανάρτησα να αρτύει αυτό το κείμενο. Την είχα γνωρίσει το 1963 στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι, έμενε στάση Τυφλών, θυμάμαι το πενταψήφιο τηλέφωνό της. H πιο στενή της φίλη ήταν η Τία. Δεκαπεντάχρονες. Η Τία τα είχε με έναν λιανό εικοσάρη, άκρως σοβαρόν, που τηνε ζήλευε με πάθος, την συναντούσε στο τσαΐρι δίπλα στα σύρματα της πλαζ κι εκείνη χάραζε καρδούλες σε όποια φλούδα κλαδιού έβρισκε, ματαίως.
Η Βάνα ήταν η μόνη που απαντούσε με ειλικρίνεια «ναι» σε όποιον τηνε πείραζε στο δρόμο με το κλασικό «ζαχαροπλάστης είναι καλέ ο μπαμπάς σου;». Διότι ήταν. Το παρόνομά της, τυπικό από τα εντόπικα που συνδύαζαν Ισλάμ, βλάχικες ενώσεις με σκλαβήνους Βερζίτες. Αρχές του πάμφωτου 1967 που μολεύτηκε από δικτατορίες και άλλα θλιβερά, η Βάνα κανόνισε να ανταμώσει η παλιά παρέα σε ένα κλαμπάκι, προκειμένου να τα φτιάξω με μια φίλη της, αλλά εντέλει τα έφτιαξα με εκείνην πάνω στο τρίτο μπλουζ. You ‘re on my mind, των Animals. Χρόνια προβάριζα την κλασική ατάκα «θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου;» αλλά δε χρειάστηκε. Σφίξαμε λίγο με νόημα τα χέρια που κρέμονταν άχρηστα χωρίς να συμβάλουν στο ελευθεριακό σλόου και αυτό ήταν όλο.
Μείναμε μαζί εννέα μήνες. Ως Ζευγαράκι. Στο μεταξύ η Τία ερωτεύτηκε έναν ψηλό ξανθό και τον παντρεύτηκε. Λόγω εγκυμοσύνης. Πηγαίναμε κανα βραδάκι και τους κρατούσαμε το μωρό, γουτσου γουτσου και έτσι. Φέτος το μωρό θα κλείνει τα πενήντα.
Για τη Βάνα έγραψα τα κέρατά μου. Ως Βάνα. Δεν της διάβασα τίποτε. Τα περισσότερα τα θυμάμαι, κι ας τα έχασα σε μετακομίσεις ή μου τα έσκιζαν ζηλιάρες Νύμφες της Σαλονίκης. Έχω να την δω μισόν αιώνα. Πάντα κοίταζα το προικώο σπίτι της, τέταρτος όροφος απέναντι από το δωμάτιο του Παπαντίνα με τις αυγοθήκες και την λέξη «καρντάσι» παντού στην ατμόσφαιρα.
Αγνόησα τον ταινιόδρομο που οδηγούσε, άμετρος και αμετροεπής, από τα δεκαπέντε στα εβδομήντα μας χρόνια. Δεν ξέρω πώς έγινε και τι έγινε. Μόνο μια φράση, ξεκολλημένη από ένα πεζό που έγραψα γι’ αυτήν, κι επανέρχεται, ωσάν πείσμα αριστεριστή, στην βαρβαρική μου, ελάχιστα γραικωμένη συνείδηση:
«Στην ουσία, είχαμε πάψει να θεωρούμε σφάλμα το να μην καταλήγουμε πουθενά».