Η αόρατη φρουρά
20-06-2020

Δεν μπορώ να δικαιολογηθώ πως ρετάρισα επειδή με χτυπάν τα παπούτσια, καθώς είμαι ορκισμένος σαγιοναριστής από την πρώτη ζέστη στην πρώτη ψυχρούλα. Άρα, η μέθοδος Τραμπ δεν μου ταιριάζει. Από την άλλη υπάρχουν ζητήματα που με δαιμονίζουν και μπορώ απλώς να σχολιάζω ως ειδήμων, ιδιότητα που επίσης απεχθάνομαι. Επομένως, όποτε ακούω πως μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Θεσσαλονίκης πιάστηκε ή τουμπάρισε βανάκι ή κούρσα ή άλλο όχημα πάνω από δύο τροχούς απ΄όπου σπέρνονταν νεκροί ή πληγωμένοι λίγοι ή περισσότεροι της μαύρης προσφυγιάς από τον Έβρο, γίνομαι Τούρκος αρχαίου εμιράτου και μανιάζω.

Κάτι τρέχει με τους δίπλα, δηλαδή με εμάς. Παλινοστούντες «εκ του σιδηρού παραπετάσματος» γνώρισα αρκετούς και ήμουν συμμαθητής τους στη δεκαετία του 50. Κρήτες ζωοκλέφτες, εξόριστους στα Γιαννιτσά, αχώριστους από την κουτσούνα τους, γνώρισα επίσης, καθώς και αμερικάνσκι φανταράκια επί Καραμανλή του Α, που φύλαγαν το πυρηνικό ναρκοπέδιο της πόλης μας και ανταλλάσσαμε τα χαρτζιλίκια μας με παλμάλ, κάμελ, σουγιάδες με κουμπί εκτόξευσης και πορνό -φωτογραφίες ασπρόμαυρες, όπου τα κορίτσια ήταν σεμνοπρεπή χωρίς ίχνος λαγνείας ή υφάσματος, κυκλοφορούσαν επίσης.

Αλλά κλείσαν τριάντα χρόνια και παραπάνω, όταν άρχισαν οι θάμνοι Ηπείρου και Μακεδονίας να ζωντανεύουν ωσάν σε διασκευή του Μακμπέθ και στοίχοι κατ΄άνδρα αποτυπώνονταν στα ηλιοβασιλέματα -ήσαν Αλβανοί απόφυγοι. Αργότερα και για λίγο, υπήρξαν Βούλγαροι, παράλληλα και επίμονα οι λεγόμενοι ανακριβώς Ρωσοπόντιοι ενώ δεν έλειπαν Γεωργιανές κυράδες και πολλά μελέτια που υποστήριζαν ότι ήταν συγγενείς μας από τον μεσοπόλεμο, τάχα μακρυνοί συγγενείς.

Επίσης μας ήρχονταν και εύποροι που είχαν εκμεταλλευτεί τη διάλα της Σοβιετικής Ένωσης, άλλος πουλούσε αλεξίπτωτα και μηχανές ελικοπτέρων, άλλος πλήρωνε μετρητοίς οικόπεδα. Και από την Προποντίδα και τους δύο Τσεκμετζέδες, έως Γιδά και Λάρσα, ο τόπος είχε γεμίσει παζάρια όπου αγόραζες σε δολάρες παράξενα πράγματα: από πακεταρισμένες ξύλινες ντάτσες κομπλέ, έως πρόπυλα εκπληκτικής ξυλοτεχνίας, ρουμάνικων μοναστηριών. Να μου σπάσει η τελευταία μου σαγιονάρα αν λέω ψέμματα.

Άλλο είναι το κρίσιμο σημειο. Για όλα αυτά, ΞΕΡΑΜΕ! Και τους «λαθρεπιβάτες» που έπαιρναν ιθαγένεια και αεροπορικό εισιτήριο για την ψήφο, και τα μελέτια των Ρομά που εκείνα τα χρόνια βρήκαν τες άκρες των με ομόφυλους των Βαλκανίων (παράδειγμα: οι φυλές που πήραν πεντοχίλιαρα από τις φωτιές της Πελοποννήσου) αλλά και σιγά σιγά, μάθαμε τα χούγια και τις συντροφιές τους, καθώς Αλβανοί ήταν συχνά σε κόντρες με άλλους και έφτιαχναν περιοχές ελεγχόμενες ήδη πριν λήξει ο αιώνας.

Καθώς στο μεγαλύτερο διάστημα από το 1987 κι έως το 1995 ήμουν χωρικός κι όχι τάχα κατ΄ονομα, δεν περίμενα να ανθίσει μια βιομηχανία «προσφύγων προς Ευρώπη», ιδίως μετά το 2013, όχι η γνωστή με τις ΜΚΟ και τις Ειδομένες, αλλά η μόνιμη διαρροή από τον Έβρο προς Θεσσαλονίκη, αλλά και παράλληλα μια μεγάλη οργανωμένη μετακόμιση κυρίως Πακιστανών που ρίζωνε στην Αθήνα.

Σήμερα καταλήγω πως όλα αυτά κι όσα συνεχίζονται σήμερα, είναι «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε». Εννοώ πως υπάρχει ιθύνων νους που κατευθύνει οικονομικούς μετανάστες μέσα στην χώρα, σε κόντρα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα αντιπαλότητας που συνήθως είναι ακροδεξιάς επίνοιας.

Απέκτησα μεγάλη εμπειρία από το ανάγλυφο της Δυτικής Θράκης, είτε ως ρεπεράζ ενός ντοκιμαντέρ, είτε μιλώντας με παλαιούς αδελφικούς φίλους που δεν ξέκοψαν. Στην Βιστωνίδα για παράδειγμα, οι δρόμοι είναι μετρημένοι, ένα μέρος του ορεινού όγκου είναι αδιάβατο επειδή από εκεί οι Οθωμανοί έπαιρναν σφαιρικού σχήματος λουμπαρδίτσες για τα κανόνια τους ενώ βόρεια της Βιστωνίδας κι ως τα βουνά, οι βυζαντινοί έχτισαν μετά το 1310 ένα καστρότειχος για να μη γυρίσουν οι Κατελάνοι στη Θράκη και στη Βιθυνία.

 

Γιατί λοιπόν περνάνε ακόμη και σκοτώνεται ο κοσμάκης; Γιατί; Που είναι η φρουρά;

Έχει απαντήσει, απο το 1939, ένας Εγγονόπουλος:

γιατί;

 

διότι
—είπε ίσως ο πατέρας μου—

διότι
πρέπει να έχη
ο στρατιώτης το τσιγάρο του
το μικρό παιδί
την κούνια του
κι’ ο ποιητής
τα
μανιτάρια
του

 

διότι πρέπει
να έχη
ο στραδιώτης την
πλεκτάνη του
το μικρό παιδί
τον τάφο του
ο ποιητής τη
ροκάνα
του

 

διότι πρέπει
να έχη
ο στραθιώτης
το σκεπάρνι του
το μικρό παιδί το
βλέμμα του
ο ποιητής
το
ροκάνι του.