Η αφελής κατάρα
31-07-2018

Εκείνο το πρωινό της 31ης Ιουλίου του έτους 1944, στάθηκε μοιραίο για τον παππού μου τον Γιάγκο, «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι», όπως συνηθίζεται να λέμε για περιπτώσεις άδικου και ξαφνικού χαμού. Τον σκότωσε μέσα στο ίδιο το χωράφι του, το Σταχτί συγκεκριμένα, ένας Γερμανός (Λευκορώσος) στρατιώτης, λιποτάχτης που είχε αυτομολήσει από την μονάδα του στην Κύμη και περιπλανιόταν φοβισμένος, εδώ κι εκεί στα χωριά του κάμπου.

Πολύ νωρίς, πριν φύγει από το σπίτι έδωσε παραγγελία στην μητέρα μου, μοναχοκόρη ανάμεσα σε έξι, ακόμη αρσενικά παιδιά, να σφάξει μια κότα απ’ το κοτέτσι, κατά προτίμηση κάποια που έπαψε να γεννάει αυγά, για να αποκρέψουν. Από την επομένη θ’ άρχιζε η νηστεία του δεκαπενταύγουστου, μέχρι της Παναγίας. Της ζήτησε να την κάνει κοκκινιστή με φρέσκια τομάτα, αλλά να φτιάξει από δίπλα και μακαρόνια κουφωτά, ένα είδος τοπικών ζυμαρικών με αλεύρι και νερό. Αν και μόλις δεκαπέντε χρόνων η Λούλα είχε υποχρεωθεί να αναλάβει, εξ ολοκλήρου το νοικοκυριό και μάλιστα από πολύ νωρίτερα. Η γιαγιά μου η Μαριγάρα, ένας απίστευτα έξυπνος, όσο και στρυφνός άνθρωπος, προτιμούσε ν’ ακολουθεί τον συζυγό της στις αγροτικές δουλειές, παρά να ασχολείται, ως όφειλε, με την λάτρα του σπιτιού. Πιθανόν να τον ζήλευε ελαφρώς, μιας και, κατά κοινή παραδοχή, ήταν ένας καλοκαμωμένος και ωραίος άντρας. Ο παππούς πάλι είχε μπει σώγαμπρος αναλαμβάνοντας, έτσι και την φροντίδα της πεθεράς του, της περίφημης Κορογιαννούς, μιαν άλλη φορά θα μιλήσουμε για την περίπτωσή της. Βάσκανος μοίρα το θέλησε, λοιπόν να είναι παρούσα η γιαγιά, μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα, μαζί με ένα από τα μικρότερα αγόρια, τον θείο Βαγγέλη που, ως φιλάσθενος τύγχανε ιδιαίτερης φροντίδας, όταν πυροβολήθηκε θανάσιμα ο παππούς. Τα μεγαλύτερα αγόρια, ο πρωτότοκος Γιώργος, ο μεθεπόμενος Αναστάσης, καθώς και ο πέμπτος κατά σειράν Θανάσης, είχαν πάει σε άλλο χωράφι, προφανώς σε κάποια κοντινή τοποθεσία, ενώ τον θείο Νίκο – ο μόνος εν ζωή ακόμη – τον είχαν αφήσει, ως βενιαμίν, πίσω στο σπίτι για τα θελήματα. Η σφαίρα τον βρήκε στην καρδιά, ο θάνατός του υπήρξε ακαριαίος. Μόνο ένα «αχ» πρόλαβε να βγει από τα χείλη του. Αθέατος, κρυμμένος μέσα στα σχίνα ο Λευκορώσος τον σημάδεψε με την ησυχία του.

Είναι γεγονός, ας το πούμε κι αυτό, ότι ο Γιάγκος Πιπεργιάς πήγαινε και λίγο γυρεύοντας. Η φήμη για την ύπαρξη του λιποτάκτη είχε διαδοθεί, ως είθισται στις μικρές κοινωνίες, από την προηγούμενη. Κι εκείνος προτίμησε, αντί ν’ αποφύγει μιαν συνάντηση μαζί του, να την επιδιώξει. Εύλογα, λοιπόν θ’ αναρρωτηθεί κανείς για ποιον λόγο, αφού ως γνωστόν «λαγός την πτέρην έσειε, κακό της κεφαλής του». Σίγουρα δεν εμφορείτο από κάποιον ακραιφνή πατριωτισμό, ώστε να προσπαθήσει αυτός, ένας οικογενειάρχης με επτά παιδιά και παρότι άοπλος, να δολοφονήσει τον οπλισμένο «σαν αστακό» εχθρό. Η εξήγηση για την απενενοημένη πράξη του έχει να κάνει με τον δευτερότοκο, τον θείο Μίμη που πολεμούσε από τους πρώτους «στο βουνό» – μόλις ένα μήνα, αργότερα στις 3 Σεπτεμβρίου και παρά το βαρύ πένθος του, το εικοσιδυάχρονο παλικαράκι διακρίθηκε στη μάχη που δόθηκε, υπό την ηγεσία του Προκόπη Τζάνου ή Λόγγου, ενάντια στους κατακτητές στη θέση Λαμπούσα, μια κοντινή, σχετικά τοποθεσία στους Κήπους. Η απελευθέρωση πλησίαζε, ολοταχώς συνοδευόμενη, εκ μέρους των ταγματασφαλιτών και των Γερμανοτσολιάδων από περίεργες διαδόσεις, όπως «αλίμονο στους αντάρτες κομουνιστές του ΕΛΑΣ και τους συνοδοιπόρους τους, μαύρο φίδι που τους έφαγε, όταν πάρουμε την εξουσία» και άλλα παρόμοια που δυστυχώς, πολύ σύντομα επαληθεύτηκαν. Κι ήθελε ο αφελής να συλλάβει τον λιποτάχτη στρατιώτη των Γερμανών, ούτως, ώστε αν ποτέ το έφερνε η ανάγκη και στριμώχνανε για «αντεθνική» δράση τον γιο του, να παρουσιάσει την ανδραγαθία του ως αντίβαρο. Αποπειράθηκε, λοιπόν να τον αιχμαλωτίσει με μόνον οπλισμό ένα τσεκουράκι με χαραγμένα τα αρχικά του Ι.Δ.Π. – ευτυχώς, διασώθηκε κι υπάρχει, ως τα τώρα φυλαγμένο – επαναλαμβάνοντας, κάθε τόσο στον αέρα την καθησυχαστική φράση: «No kaputt», που πολύ αμφιβάλλω, αν αντιλαμβανόταν την σημασία της ο απελπισμένος λιποτάχτης. Μόνον ως θανάσιμη απειλή θα πρέπει να την ένοιωθε, έτσι καθώς ήταν στριμωγμένος σ’ ένα χαντάκι με σχίνα κι έβλεπε κάποιον να τον πλησιάζει, παραμερίζοντας φύλλα και κλαδιά, βάτα και κασούλες μ’ ένα τσεκούρι. Κάποιον που ολοφάνερα εκείνον αναζητούσε.

Το άσχημο νέο, κάπως ασαφές στην αρχή που σαν αστραπή έφτασε και κυκλοφόρησε στο χωριό, μιλούσε αόριστα για κάποιο σκοτωμό στο Ποτάμι. Κι όμως, παρά τον αόριστο χαρακτήρα της είδησης, όταν την πληροφορήθηκε η μητέρα μου, ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα στην καρδιά. «Χριστέ μου, βάλε το χέρι σου. Οι δικοί μου, για ΄κεί κινήσαν το πρωί. Βοήθα, Παναγία μου μη πάθουν κανένα κακό», σκέφτηκε έντρομη. Κι αμέσως πέταξε από τα χέρια της τα φρύγανα που κρατούσε, κάτι ξερόκλαδα που είχε μαζέψει στην αυλή σχεδιάζοντας να τα φουντώσει στο τζάκι για να τηγανίσει στην χόβολη έν’ αυγό. Μόλις είχε τελειώσει με τις άλλες δουλειές και πριν βάλει εμπρός το δύσκολο μαγείρεμα της κότας, πείνασε κι ήθελε να κολατσίσει κάτι πρόχειρο. Τα παράτησε όλα και βγήκε πανικόβλητη στον δρόμο προς το Ποτάμι, το μέρος που θα πήγαιναν οι δικοί της. Ενώ έτρεχε αλαφιασμένη και ξυπόλητη, οι συχωριανοί που συναντούσε σε αντίθετη πορεία με την δική της, σκυθρωποί όλοι και φοβισμένοι, παραμέριζαν να περάσει. Απέφευγαν να της μιλήσουν, της έριχναν μόνο κάτι φευγαλέα βλέμματα συμπάθειας και οίκτου, μιας κι εκείνοι γνώριζαν καλά τι είχε συμβεί.

Λίγο έξω από το χωριό, μπροστά στο Φραχτό, την σταμάτησε ο μπάρμπας της ο Σταμελόγιαννης. «Πού πας παιδί μου ξυπόλητο, γύρνα πίσω» της είπε και της έκλεισε τον δρόμο με την αγκαλιά του. «Ο πατέρας μου θείε, η μάνα μου, φύγανε το πρωί για το Ποτάμι. Τ’ αδέλφια μου. Κάποιον σκότωσε αυτός ο ξένος, έτσι λένε. Αχ, Παναγία μου». Μπέρδευε τα λόγια της, προσπάθησε να του ξεφύγει. Την κράτησε γερά και κομπιάζοντας της ομολόγησε το πικρό νέο, πιο πικρό κι απ΄ το φαρμάκι. «Κάνε κουράγιο παιδί μου, ο πατέρας σου ήταν ο τυχερός». Αν και ενδόμυχα ψυχανεμίζονταν το κακό, το ήξερε ήδη, έτσι ξεκάθαρα, μόλις ειπωμένο την θέρισε, την έκοψε στα δύο. Έπεσε κατά γης, ίδια με πληγωμένο ζώο που σπαρταράει στο χώμα. Έκλαιγε και σφάδαζε για ώρα, δέρνονταν και μοιρολογούσε, αυτή ένα παιδί ακόμη, έχοντας ανασύρει ξαφνικά, κύριος οίδεν από ποια μυστική κρύπτη, λόγια ταιριαστά και θρήνους ακριβούς, αντάξιους της μεγάλης αγάπης της. Ως μοναχοκόρη λάτρευε τον πατέρας της, μα κι εκείνος της είχε ολαφάνερη αδυναμία, ποτέ δεν της χαλούσε το χατήρι, γεγονός που εξόργιζε την γιαγιά μου. Μέχρι τέλους, όταν μιλούσε για τον πατέρα της, πλημμύριζαν δάκρυα τα μάτια της. Με την μητέρα της, αντίθετα δεν απόκτησε ποτέ αγαθές σχέσεις. Υπήρχε μεταξύ τους ένας μόνιμος ανταγωνισμός, μια αντιπαλότητα.

Τα σανίδια του σπιτιού, στο μέρος που απόθεσαν το άψυχο σώμα και παρά τα πολλά πανιά με τα οποία προσπάθησαν πρόχειρα να «επουλώσουν» το θανατηφόρο τραύμα, πότισαν από το αίμα του. Η γιαγιά έμεινε λιπόθυμη περισσότερο από τρεις ώρες, στάθηκε αδύνατον να την συνεφέρουν. Πολλοί πίστεψαν ότι έφυγε μαζί του. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Από το σπίτι τον σήκωσαν για το νεκροταφείο οι γυναίκες. Οι άντρες είχαν πιάσει τα ψηλώματα. Κάποιος τους ειδοποίησε ότι μια γερμανική φάλαγγα κατευθύνεται προς το χωριό. Είχαν πληροφορηθεί το συμβάν κι έσπευδαν, επί τόπου, να διαπιστώσουν τι ακριβώς συνέβη. Στο σπίτι του νεκρού δεν ανέβηκαν. Μια ασθενική εξήγηση λέει, ότι απέφυγαν να το κάνουν από σεβασμό, το πιθανότερο είναι λόγω αδιαφορίας καθότι, ως γνωστόν, δεν ίδρωνε το αυτί τους από κάτι τέτοιες λεπτότητες. Όσο για τον λιποτάχτη, άμεσα συνελήφθη κι εκτελέστηκε. Και σαν ειρωνεία της τύχης, μετά από δύο μήνες και κάτι, σήμαναν οι καμπάνες χαρμόσυνα. Ξεκουμπίζονταν από την χώρα, έφευγε κακήν κακώς η μαύρη, ανελέητη ακρίδα των κατακτητών ηττημένη. Είχε φτάσει, επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή της απελευθέρωσης. Τι κρίμα, εκείνος δεν πρόλαβε να ζήσει και να την χαρεί με την οικογένειά του, δεν πρόλαβε για λίγο, για τόσο λίγο μόνο.

Τα μαύρα ρούχα και το μαύρο μαντήλι η γιαγιά μου δεν τα έβγαλε ποτέ, μέχρι τον θάνατό της σε βαθύ γήρας, αν και όταν χήρεψε, ήταν σαρανταπέντε χρόνων, συνομήλικη του παππού. Μόνο στους γάμους των παιδιών της με βαριά καρδιά το αποχωριζόταν και δεχόταν, κατόπιν πιέσεων, να ρίξει στους ώμους της και μόνον για όση ώρα διαρκούσε το μυστήριο στην εκκλησία, ένα λευκό μαντήλι.

Τέλος, ακόμη μια πικρή λεπτομέρεια: Τον παππού από τον τόπο της δολοφονίας του στο χωριό, τον μετέφεραν τυλιγμένον σε μια δρομίδα – ένα είδος υφαντής κουβέρτας. Ίσως για να εκπληρωθεί μια από τις πολλές κατάρες της γιαγιάς που τις εκτόξευε με τόση ευκολία, έτσι για ψύλλου πήδημα, όταν μάλωνε με τον άντρα της: «Στην δρομίδα να σε φέρουνε». Και της τον έφεραν. Έκτοτε δεν ξεστόμισε, ποτέ την συγκεκριμμένη κατάρα, ούτε κι άλλη καμιά.