Η αρπαγή της κόρης
12-09-2019

Για την «αρπαγή» ήταν όλα σχεδιασμένα από καιρό. Μόνον έτσι θα μπορούσαν να
παρακάμψουν την κάθετη άρνηση των έξι αδελφών της οι οποίοι δεν ήθελαν, μήτε ν’
ακούσουν το όνομα τού Αγορίου. Ήταν το προσονύμι του πατέρα μου, έτσι
συνήθιζαν να τον λένε στους Κήπους και όχι με το κανονικό του όνομα Νίκος. Η
νεαρή Λούλα και μετέπειτα μητέρα μου, όταν κατάλαβε ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα
να κάμψει την αντίστασή τους είπε το μεγάλο «ναι» στην πρόταση του πατέρα μου
να «κλεφτούν», υπό έναν όρο. Θα δεχόταν να τον ακολουθήσει αν της υπόσχονταν,
αν της έδινε τον λόγο της αντρικής του τιμής καλύτερα, ότι δεν θα έμεναν ούτε μια
ημέρα πλέον στο χωριό. Κι εκείνος συμφώνησε με το παραπάνω. Στο σταθιάνικο σόϊ
του γαμπρού ανέλαβαν όλοι τους περιχαρείς, ποιος λίγο ποιος πολύ, κι από έναν
τομέα ευθύνης για την απρόσκοπτη έκβαση του εγχειρήματος. Το πιο σημαντικό
ήταν να μην διαρρεύσει το φοβερό μυστικό, γιατί τότε φασκελοκουκούλωστα… Η
συνωμοσία της σιωπής έπρεπε να παραμείνει μέχρι τέλους προστατευμένη και το
μέτωπον αρραγές.

Την παραμονή της μοιραίας αρπαγής, η μητέρα μου φρόντισε να φυγαδεύσει τα λίγα
πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της, κατά τα συμφωνηθέντα πάντοτε και βάσει του
σχεδίου. Τα έδωσε κρυφά από το πίσω παράθυρο στον θείο μου τον Τάσο ή
Κωστέλο. Το παράθυρο αυτό «έβλεπε» συμπτωματικά στην αυλή του μελλοντικού
κουνιάδου της, υπήρχε δηλαδή άνετη πρόσβαση. Στην Ρηνιώ την συζυγό του, επειδή
μπορούσε εύκολα να της ξεφύγει καμιά κουβέντα και συνεπώς δεν της είχαν και τόσο
μεγάλη εμπιστοσύνη, απέφυγαν να πουν το παραμικρό, δεν την έβαλαν στο κόλπο.
Απόρρησε λοιπόν και δικαίως, όταν είδε τον άνδρα της να κόβει βόλτες στη αυλή με
το μουλάρι, περιμένοντας υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή για την φόρτωση του
μπόγου. «Τάσο, που το πας το μουλάρι μας;», τον ρώτησε κάπως ανήσυχη μα
περισσότερο από περιέργεια. Εκείνος την καθησύχασε λέγοντάς της κάποια αόριστη
δικαιολογία και της ζήτησε να επιστρέψει στην δουλειά της και να μην ασχολείται με
το τι κάνει. Ήξερε καλά να την χειρίζεται, εκτός που είχε και τον φόβο του. Αργότερα
το βράδυ όμως, πηγαίνοντας προς τ’ Αλώνια με τελικό προορισμό του τον Οξύλιθο,
έπρεπε να επιννοήσει μια πιο αληθοφανή και στέρεη δικαιολογία για να διασκεδάσει
τις εύλογες απορίες του Μακρυνικόλα που τον ρώτησε, «για που το ΄βαλες τέτοιαν
ώρα με το μουλάρι φορτωμένο;». Γνωρίζω την ερώτηση που ετέθη στον μπάρμπα
μου, αλλά όχι και την απάντηση που έδωσε στον συγχωριανό του και πρώτο
εξάδελφο της μητέρας.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο ανηψιός του πατέρα μου Κώστας Ευσταθίου ή
Γκαρδάκι είχε αναλάβει να κρατήσει πάση θυσία τον μικρότερο αδελφό της μητέρας
μου, τον έφηβο τότε Βαγγέλη, καθηλωμένο στο μαγαζί της Τασίας με το πρόσχημα
της χαρτοπαιξίας. Ο μικρότερος ο Νίκος, ήταν ακόμα παιδί, εύκολα μπορούσαν να
τον ξεγελάσουν. Τον είχαν στείλει σε κάποιο θέλημα. Τα μεγαλύτερα αδέλφια έλειπαν
όλα εκτός χωριού, έτσι πάρθηκε άλλωστε και η μεγάλη απόφαση. Ο πρώτος, ο θείος
Γιώργος ως αστυνομικός και ο δεύτερος, ο θείος Μίμης που τον ταλαιπωρούσαν ως
πρώην ελασίτη, ήταν στην Αθήνα. Ο τρίτος, ο θείος Τάκης υπηρετούσε στον στρατό
και ο τέταρτος ο Θανάσης και μετέπειτα νονός μου, μόνιμος υπαξιωματικός του
πολεμικού ναυτικού ταξίδευε (είχε καταταγεί από μικρός ως ναυτόπαις). Να
επαναλάβω και να πω εδώ ότι ο πατέρας της οικογένειας, ο παππούς μου ο Γιάγκος
Πιπεργιάς είχε δολοφονηθεί, ακριβώς πέντε χρόνια πριν στο χωράφι του στο Σταχτί,
από έναν Λευκορώσο λιποτάχτη των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής με έδρα
τους την Κύμη.

Παρ’ όλα αυτά τίποτα δεν θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς την συγκατάθεση και
την συνενοχή της γιαγιάς μου της Μαριγάρας. Με συναισθηματικούς εκβιασμούς η
μητέρα μου είχε καταφέρει να την πάρει με το μέρος της. Την απειλούσε πως αν δεν την βοηθήσει, αν δεν της συμπαρασταθεί να παντρευτεί τον πατέρα μου, θα πάει τότε κι εκείνη σαν την νονά της την Μαρία –μια αδελφή του παππού που πέθανε
νέα και φθισικιά από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Έτσι εκάμφθη υποτίθεται η
αντίσταση της Μαριγάρας και συναίνεσε τελικώς στην «αρπαγή» της κόρης της, που
μάλλον βόλευε πολύ και την ίδια. Με την δραστική λύση του κλεψίματος θα
ξεμπέρδευε εύκολα και γρήγορα με την μοναχοκόρη της, χωρίς άλλες υποχρεώσεις.
Ποιες υποχρεώσεις δηλαδή; Στα εικοσιένα της η Λούλα βρισκόταν στο απόγειο μιας
ξεχωριστής ομορφιάς -σ’ αυτό ταυτίζονται όλες οι μαρτυρίες της εποχής. Ήταν η πιο
περιζήτητη νύφη, όχι μόνο του χωριού, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Πάντως
μάνα και κόρη δεν είχαν και την αγαθότερη σχέση. Υπήρχε μεταξύ τους ένας
υπόγειος ανταγωνισμός. Μέχρι τέλους τα πήγαιναν σκόρδο – κρεμμύδι.

Ο πατέρας μου μπήκε από το πίσω παράθυρο στο σπίτι της μητέρας μου -από το
ίδιο που είχε δοθεί την προηγουμένη ο μπόγος με τα ρούχα- με την γιαγιά παρούσα.
Δείπνησαν όλοι μαζί κι αμέσως μετά, πριν αναχωρήσει στα κρυφά το ζευγάρι των
ερωτευμένων, έσκυψε ο άρπαγας γαμπρός και φίλησε σταυρωτά την πεθερά του.
Ασπάστηκε και το χέρι της για να του δώσει την ευχή της. «Νίκο μου την Λούλα μου
να μην μου την μαράνεις…», άρχισε να σιγοτραγουδάει η Μαριγάρα στο κατευόδιο.
Βγήκαν από το ίδιο παράθυρο και πέρασαν στο από πάνω σπίτι του Δημήτρη
Ευσταθίου ή Γκαρδή. Ο νοικοκύρης έλειπε στην Μεγάλη Παναγιά της Χαλκιδικής,
τους υποδέχτηκε η σύζυγος του η θεία Μαρία. Εκεί ήταν μαζεμένο όλο το σταθιάνικο,
αδέφια, γαμπροί, νύφες, ανήψια, περήφανοι όλοι για την νεοαποκτηθείσα όμορφη
νύφη που έμπαινε, έστω και με παράνομο τρόπο, στο σόϊ τους. Αμέσως μετά το
ζεύγος πετάχτηκε στο απέναντι σπίτι του παππού μου του Βλάμη να πάρει την ευχή
της άλλης γιαγιάς μου της Κατερίνας ή Καζάνενας. Από τον καθημερινό θρήνο για
τον αδικοχαμένο τρια χρόνια πριν γιο της, τον θείο μου τον Γιώργο ή Τζούλτο -το
όνομα του οποίου φέρω- είχε χάσει, σχεδόν την όραση της και δεν έβγαινε έξω.
Ίσως και από ζαχαρώδη διαβήτη που ποτέ δεν τον έλεγξε.

Αφού ανέβηκαν την Ράχη και βγήκαν χαμηλά στ’ Αλώνια, έφθασαν στον Οξύλιθο, το
διπλανό χωριό αργά το βράδυ. Μια μεγαλύτερη αδελφή του Βλάμη, η θεία Θοδώρα
είχε παντρευτεί ξυλιθιώτη και είχε αποκτήσει παιδιά. Ήταν συνομήλικα τότε αν όχι και
μεγαλύτερα του πατέρα μου. Υπήρχε δηλαδή συγγενικό δίκτυο υποστήριξης πλήρως
ενημερωμένο και πρόθυμο να συνδράμει κι αυτό. Πιο ασφαλές καταφύγιο για τους
κλεμμένους δεν θα μπορούσε να υπάρξει από τους Αλεξανδρήδες. Οι πρώτοι
εξάδελφοι τους περίμεναν όλο έξαψη, έτοιμοι να τους υπερασπιστούν αν το ΄φερνε η
ανάγκη. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος σε τέτοιες έκρυθμες καταστάσεις και να
προβλέψεις πως θ΄ αντιδράσει το θιγόμενο μέρος. Τους περίμεναν εναγωνίως και
τους καλοδέχτηκαν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα με αγκαλιές, φιλιά, ευχές και
τραπεζώματα. Το είχαν πάρει ζεστά το όλο ζήτημα. Σπάνια βλέπεις, μια στο τόσο,
τύχαινε να συμβεί κάτι παρόμοιο. Κι εκείνοι είχαν, όχι μόνο το προνόμιο να το ζουν
από κοντά, αλλά ως συνένοχοι να διαδραματίζουν και κάποιο ρόλο.

Όταν την άλλη μέρα ακούστηκε στο χωριό η είδηση ότι κλέφτηκε η Λούλα της
Μαριγάρας με το Αγόρι του Βλάμη, ήταν σαν να έπεσε κεραυνός εν αιθρία. Πρώτη η
γιαγιά μου το ομολόγησε προσποιούμενη βεβαίως στους γιούς της που την
εγκαλούσαν, αρχικά αλλά και δια βίου στην συνέχεια, την αμέτοχη. Έκλαιγε μάλιστα
σπαραχτικά για την μεγάλη συμφορά που την βρήκε! Στις επίμονες αποβραδίς
ερωτήσεις του θείου Βαγγέλη που βρίσκεται η αδελφή του, όταν επιστρέφοντας από
τον σικέ μαραθώνιο χαρτοπαιξίας στης Τασίας δεν την βρήκε στο σπίτι, η γιαγιά του
απαντούσε σταθερά ότι την είχε στείλει στην άκληρη αδελφή της, την θεία τους την
Σταμελοβαγγέλω που τάχα ήταν άρρωστη και να μην έχει καμία έγνοια. Όταν πέρασε
αρκετά η ώρα, πάλι η γιαγιά διασκέδασε την ανησυχία του γιου της λέγοντας ότι
προφανώς θα έμεινε να κοιμηθεί εκεί για παρέα, άρα όλα καλά. Το πρωί δεν
μπορούσε άλλο να παριστάνει ότι δεν συμβαίνει τίποτα, έτσι δήλωσε αναγκαστικά την απώλεια της κορασίδος, ολοφυρόμενη για το αναπάντεχο κακό που την βρήκε! Ο
Γιάννης Βασιλείου ή Σκουρλής, γαμπρός της Μαριγάρας από την άλλη αδελφή της
την Σταυρούλα, έσπευσε ως σεβάσμιος μπάρμπας να ζητήσει εξηγήσεις από τον
θείο μου τον Γιάννη Λάμπρου ή Βάρδια, γαμπρό του πατέρα μου από την αδελφή
του την Βάσω και κολλητό φίλο, τον κολλήγα του δηλαδή. «Τι πράγματα είναι αυτά
συμπεθεράκι… Ντροπή για το ορφανό κορίτσι. Τώρα που λείπουν τα αδέλφια της,
βρήκε την ευκαιρία το Βλαμάκι να την κλέψει;» Η απάντηση που έλαβε όμως από τον
Βάρδια ήταν αποστομωτική: «Έχουν γνώσιν οι φύλακες». Κατάλαβε αμέσως το
υπονοούμενο ο Σκουρλής κι έκανε μεταβολή ζητώντας συγνώμη για την ενόχληση. Ο
Γκαρδής από την άλλη σε μία προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, μήνυσε
στον πατέρα μου να καθυστερήσει τον γάμο, μήπως εκβιάσει έτσι τον Γιώργο ή Ήτο,
τον πρωτότοκο αδελφό της μητέρας μου. Είχε ακουστεί στο χωριό πως κάτι «έτρεχε»
με μιαν πρώτη εξαδέλφη της γυναίκας του, την Μπαΰρενα και κοιτούσε μήπως
καταφέρει να την κουκουλώσει. Η αντίδραση της μητέρας μου υπήρξε κάθετη. «Την
βλέπεις την θάλασσα;», ρώτησε τον αγαπημένο της, μιας και ο Οξύλιθος βλέπει στο
Αιγαίο. Και χωρίς να περιμένει απάντηση πρόσθεσε: «Αν έστω και μία μέρα
αναβάλλεις τον γάμο, εκεί θα πάω να πέσω κι έλα μετά να με βρεις».

Την επομένη της αρπαγής φρόντισε να βγάλει στην Κύμη τις άδειες του γάμου ο
θείος μου ο Τάσος. Η μητέρα μου, έτσι κι αλλιώς ήταν ενήλικη, είχε πατήσει τα
εικοσιένα, οπότε δεν υπήρχε ζήτημα με την υπογραφή του κηδεμόνα. Κι ο πατέρας
μου ήταν είκοσι εννέα. Από το σόϊ της νύφης παρέστη μόνον η γιαγιά μου, ουδείς
άλλος. Όλοι οι συγγενείς ήταν χολωμένοι με το συμβάν. Όταν την στόλιζαν και της
τραγουδούσαν, κάποια κοπέλα είπε ένα «χτυπητό» δίστιχο. «Ωραία είσαι νύφη μου κι
όλα σου ταιριασμένα, ας ζούσε κι ο πατέρας σου να χαίρονταν για σένα». Ε, τι ήταν
να το ακούσει η Μαριγάρα, έπεσε λιπόθυμη. Είδαν κι έπαθαν να την συνεφέρουν. Ο
γάμος θα γινόταν, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, στον Οξύλιθο. Είχε μαζευτεί
σύσσωμο το κεφαλοχώρι να παρακολουθήσει το θέαμα. Ήταν όλοι τους περίεργοι να
δουν από κοντά τους «κλεμμένους», λες κι επρόκειτο για κάτι παράξενο. Η μητέρα
μου από την υπερένταση των στιγμών και την κάπως ιδιαίτερη προφορά των
ξυλιθιωτών που στριμώχνονταν γύρω της, με κόπο προσπαθούσε να συγκρατηθεί
και να μην γελάσει, κάτι που θα ήταν απαράδεκτο για μια νύφη. Ίσως όμως και να
ήταν εξαιρετικά χαρούμενη, λέω εγώ τώρα με το μυαλό μου. Και γιατί όχι δηλαδή.
Είχε πάρει μεγάλο ρίσκο, αψήφησε πολλά για να ακολουθήσει τον δρόμο της
καρδιάς της και τα είχε καταφέρει περίφημα. Δύο μόλις ημέρες μετά την εκουσία
αρπαγή της και δύο ημέρες πριν από την ονομαστική της εορτή, στις 12 Σεπτεμβρίου
του 1950 συγκεκριμένα, η Σταυρούλα, όπως πεισματικά την προσφωνούσε όσο
ζούσε ο πατέρας της, η Κρίνα των Κήπων με τ΄ όνομα ή και Φαρίνα άλλοτε
αποκαλούμενη λόγω της ασπράδας του δέρματός της, η Λούλα της Μαριγάρας
παντρεύονταν «δόξη και τιμή» τον έναν και μοναδικό έρωτα της ζωής της, το Αγόρι
του Βλάμη. Όσο για τον πατέρα μου, θα πρέπει να ένιωθε σίγουρα εκείνη την ημέρα,
ως ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου.