Φωτογραφία: Λίνα Μπέμπη
Η αποκάλυψη της Ανάφης
10-08-2019

Μετά από κανονικό ψηστήρι είπα τελικά ελαφρά τη καρδία, το ναι στην Λίνα Μπέμπη, μα δεν το εννοούσα και πολύ. Συμφώνησα δηλαδή την 1η Αυγούστου ημέρα Δευτέρα, να σαλπάρουμε μαζί για την Ανάφη. Ήταν μέσα Ιουλίου ακόμη, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει μέχρι τότε, σκέφτηκα. Οι μέρες παρήλθαν, δεν αναφερθήκαμε έκτοτε στο θέμα κι εγώ ειλικρινά το είχα μισοξεχάσει όταν σήκωσα το ακουστικό του τηλεφώνου εκείνο το πρωί και ερωτηθείς αν ήμουν έτοιμος δια τον απόπλουν, δήλωσα με χαρακτηριστική άνεση στην φίλη μου πως δεν είχα την παραμικρή διάθεση να πάω οπουδήποτε Αυγουστιάτικα και πως άλλαξα γνώμη, δεν θα την ακολουθούσα στις διακοπές της. Προτιμούσα αντίθετα να μείνω μόνος στην Αθήνα. Κι ενώ περίμενα ότι θα ξεμπέρδευα με συνοπτικές διαδικασίες, με τίποτα γκρίνιες αναμενόμενες όσο και δικαιολογημένες, άντε και με καμιά χλιαρή προσπάθεια μήπως κι αλλάξω γνώμη και ότι μετά θα συνέχιζα απρόσκοπτα τον ύπνο μου κι όλα πάπαλα, δέχτηκα ευτυχώς από μέρους της ένα σκληρό κι εν πολλοίς απροσδόκητο μαρκάρισμα. Προσπάθησε φιλότιμα να με μεταπείσει, επαναλαμβάνοντας ένα προς ένα όλα τα θετικά του νησιού, υποσχόμενη μάλιστα προσωπικά ότι δίχως άλλο, θα περνούσα καλά. Αν το αποφάσιζα πάντως να πάω, έστω και την ύστατη ώρα, υπήρχε χρόνος μέχρι το απόγευμα να ετοιμαστώ, όπως μου είπε. Κι έκλεισε με το αδιάσειστο επιχείρημα: «Επιτέλους, αν δεν πιστεύεις τα λόγια μου ή παραδόξως δεν σου ταιριάξει ο τόπος και περνάς βαρετά, μεθαύριο έχει πλοίο για τον Πειραιά, το παίρνεις κι επιστρέφεις».

Έκλεισα το τηλέφωνο εντυπωσιασμένος και ολίγον κολακευμένος ομολογώ. Ήταν νεόκοπη φίλη τότε ακόμη, γεγονός που δεν δικαιολογούσε μια τέτοιαν επιμονή. Γνωριζόμασταν από παλιά, αλλά μόλις τους τελευταίους δυο – τρεις μήνες είχαμε ανοιχτεί κάπως ο ένας στον άλλον εξ αιτίας του μπαρ Memphis όπου βρεθήκαμε να εργαζόμαστε από κοινού. Και ήλθαμε περισσότερο κοντά, αμέσως μετά το μοιραίο εκείνο ξημέρωμα της 4ης Ιουνίου του 1988, όταν χάσαμε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τους φίλους μας Νίκο Επιτροπάκη και Σούλα Φρίκη. Από την άλλη η Λίνα δεν υπήρξε ποτέ αυτό που θα λέγαμε, άνθρωπος παρορμητικός κι ενθουσιώδης, το αντίθετο. Ήταν και παραμένει εσωστρεφής και μονόχνωτη. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο ένοιωθα κατάπληκτος με την τόσο ζεστή συμπεριφορά της απεναντί μου. Τέτοιος ζήλος να μην μείνω μόνος στην Αθήνα! Στο πίσω μέρος και του δικού μου μυαλού υπήρχε η ίδια σκέψη, καταλάβαινα το ορθόν του πράγματος. Είχα αρκετά ταλαιπωρηθεί ψυχολογικά το τελευταίο διάστημα κι όχι μόνον με την απώλεια των φίλων. Είχε προηγηθεί ένα δύσκολο off, η διακοπή δηλαδή της χρήσης μιας εξαρτητικής ουσίας, άκρως επιβλαβούς, με το όνομα ηρωίνη, κοινώς «παραμύθα». Και με πόνο ψυχής τα είχα καταφέρει καλά. Επίσης, είχα κουραστεί ιδιαίτερα έχοντας αναλάβει αποκλειστικά σχεδόν την φροντίδα της όλης προετοιμασίας για τον γάμο του μεγαλύτερου αδελφού μου, παραδόξως πως, καθότι εργαζόμουν ως πορτιέρης κάθε βράδυ στο μπαρ. Το ευτυχές μυστήριον είχε συντελεστεί δυο μέρες πριν, στις 30 του Ιουλίου, όπου συν τοις άλλοις, ήμουν και ο κουμπάρος του ζεύγους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μετά το τρικούβερτο γλέντι που ακολούθησε, επέστρεψα στο σπίτι μου κατάκοπος, κομμάτια. Ούτε να μιλήσω δεν μπορούσα από την εξάντληση. Θα ήταν κρίμα κι άδικο λοιπόν να ξοδέψω την άδειά μου που μόλις άρχιζε στην πυρακτωμένη Πρωτεύουσα. Το πήρα απόφαση κι άρχισα να ετοιμάζομαι. Αναζήτησα ένα σακίδιο κι έριξα μέσα μερικά χρειώδη, T- shirts κυρίως. Έφθασα στο λιμάνι την στιγμή ακριβώς που το πλοίο έλυνε τους κάβους κι άρχιζε σιγά – σιγά να σηκώνεται η μπουκαπόρτα. Πρόλαβα να πηδήξω μέσα την τελευταία στιγμή. Στο παρά πέντε, όπως λέμε, καθώς συμβαίνει ανέκαθεν στην ζωή μου…

Αραχτοί στο κατάστρωμα άλλο δεν κάναμε με την Λίνα από το να μιλάμε. Κι εκεί λίγο πριν την άφιξή μας στο νησί, ένοιωσα να ραγίζει, να σπάει μάλλον το σκληρό περίβλημα της απρόσιτης φίλης μου και να μου φανερώνει βαθμιαία το μυστικό τοπίο της ψυχής της. Το πλοίο έπιασε λιμάνι τα ξημερώματα. Κατευθυνήκαμε στο μπαρ «Η τρελή γαρίδα». Μετά τον θάνατο του Νίκου Επιτροπάκη το είχε αναλάβει ο αδελφός του Κίμωνας. «Απόψε προτείνω να μείνουμε εδώ. Νωρίς το πρωί θα πάμε με την βάρκα στο Κλεισίδι. Κάνε προς το παρόν λίγη υπομονή», με πληροφόρησε ως γνώστης των καταστάσεων η έμπειρη ξεναγός μου. Όσο κι αν προσπαθούσα να το κρύψω, καταλάβαινε προφανώς πως είχα αρχίσει να φρικάρω. Και νομίζω δικαιολογημένα. Δεν επρόκειτο για ένα κανονικό μπαρ, αλλά για την παράγκα του Καραγκιόζη με «heavy metal» και «hard rock» μουσική, δίπλα στον υποσταθμό της ΔΕΗ, οι γεννήτριες του οποίου εβρυχώντο αδιαλείπτως και τους πελάτες του, φρικιά κατά το πλείστον, να σουλατσάρουν μέσα – έξω μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι, όταν δεν κοπανιόντουσαν εκστασιασμένα από τους ήχους της μουσικής. «Σίγουρα δεν πάει καλά η φίλη μου, πως την πάτησα έτσι;», σκεφτόμουν ενδόμυχα. Αν και ήμουν έξω φρενών, προσπαθούσα παρ΄ όλα αυτά να να μην το δείξω και να παραμείνω ψύχραιμος. Κατά τις πέντε το πρωί, όταν έφυγαν παραπατώντας και οι τελευταίοι πελάτες, παραμέρισα κάπως στο δάπεδο τα γυαλιά από τα σπασμένα ποτήρια και τα σβησμένα αποτσίγαρα κι έγειρα επιτέλους το κορμί μου επάνω σ΄ ένα μισοφουσκωμένο στρώμα θαλάσσης που βρέθηκε πρόχειρο, για να κοιμηθώ, υπό τον απαίσιο, συνεχή βόμβο της ΔΕΗ. «Τι σπουδαίο καλωσόρισμα, μα και τι γλυκό νανούρισμα!», σχολίασα ειρωνικά. «Λίγη υπομονή κάνε και θα δείς. Μην βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα», ήταν η σιβυλλική απάντηση που έλαβα από την χαμαί επίσης κοιμωμένη.

Την επομένη σπεύσαμε στο καφενείο – μαγέρικο της Πόπης, εκεί στο λιμάνι. Ήπιαμε έναν πρόχειρο καφέ ν΄ ανοίξει λίγο το μάτι μας. Η υπεύθυνη συνοδός μου κανόνισε με κάποιον βαρκάρη τα σχετικά. Φορτώσαμε τα σακίδια, σαλτάραμε κι εμείς μέσα στην βάρκα και βγήκαμε στο Κλεισίδι. Αφήσαμε τα πράγματα ως είχαν επάνω στην άμμο και η Λίνα αναζήτησε μέσα στα αρμυρίκια την σκηνή της. Την είχε δανείσει προσωρινά στον ζωγράφο Τάσο Παυλόπουλο με την προϋπόθεση πως θα την παρέδιδε πίσω, μόλις κατέφθανε η ίδια. Τώρα θα την παραχωρούσε έτοιμη σ΄ εμένα τον άπειρο. Εκείνη θα έστηνε μιαν άλλην σκηνή στην επόμενη παραλία, στο Κατσούνι. Αφού τακτοποιήθηκε κι αυτό, σκαρφαλώσαμε στο μικρό μονοπάτι που οδηγούσε στο καφέ της Μαργαρίτας. Με σύστησε σε διάφορους φίλους και γνωστούς και καθήσαμε οι δυο μας για έναν δεύτερο καφέ και κανονικό πρωινό. Η θέα από το μπαλκόνι ήταν όντως μοναδικής ομορφιάς, όπως ακριβώς μου την είχε περιγράψει. Τον γαλάζιο ορίζοντα διέκοπταν μόνον κάποιες βραχονησίδες με χαρακτηριστικά ονόματα όπως, τα «Φτενά», η «Παχειά» και στο βάθος η «Μακριά»… Χάζευα γοητευμένος κι αμίλητος, όταν την άκουσα να με ρωτάει με σημασία: «Λοιπόν, τι έχεις να πεις τώρα, αγαπητέ Ζώρζ;». Γύρισα και την κοίταξα συγκινημένος. «Σ΄ ευχαριστώ Λίνα», της απάντησα. Τι άλλο θα μπορούσα να της πω; Είχα πάθει, το καταλάβαινα ήδη, έρωτα κεραυνοβόλο με την Ανάφη. Έναν έρωτα που διαρκεί, με κάποιες μικρές παρασπονδίες ομολογώ, τριάντα καλοκαίρια! Κι όπως συμβαίνει με τους άλλους έρωτες επίσης, που είναι αδύνατον συνήθως, όσο κι αν το προσπαθήσεις, να περιγράψεις στους τρίτους τις μαγικές εκείνες λεπτομέρειες ενός προσώπου που σ΄ αιχμαλώτισαν δια παντός, έτσι συμβαίνει και μ΄ αυτό το νησί. Έκτοτε, πουθενά αλλού δεν γαλήνεψε τόσο η ψυχή μου και δεν επληρώθησαν χάριτος οι αισθήσεις μου όλες, όσο εκεί, στον μικρόν αυτόν ξερικό τόπο, στην εσχατιά των Κυκλάδων.

Παρ΄ όλα αυτά θα το επιχειρήσω. Ιδιαίτερα για τα πρώτα χρόνια, μέχρι το 2000, πριν συμβεί η διάνοιξη των δρόμων και γίνει πραγματικότητα η εύκολη πρόσβαση με αυτοκίνητο ή με μηχανάκι σε κάθε σημείο του νησιού. Τότε που ο τόπος με τα ελάχιστα τροχοφόρα ήταν προορισμός διακοπών για τους ολίγους μυημένους και τους αποφασισμένους βεβαίως να κάνουν όλες τις διαδρομές με τα ποδάρια τους αποκλειστικά. Τι ωραίες εποχές! Όλα τα πρωινά στο μοναδικό μπαλκόνι της Μαργαρίτας. Και μετά τους καφέδες και τα σχετικά, σειρά είχαν τα ούζα, οι μπύρες και οι μεζέδες. Τα κεράσματα από παρέα σε παρέα έδιναν κι έπαιρναν, ενώ δεν έλειπαν και τα γλέντια, έτσι από το τίποτα. Και ξαφνικά φρικιά, μεγαλογιατροί, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, αλλοδαποί λάτρεις του νησιού και οι ελάχιστοι ντόπιοι, γινόντουσαν όλοι ένα… Μετά τραβούσαμε για μπάνιο στο Κατσούνι κυρίως, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα ή στην Φλαμουρού, αν δεν την είχε «πάρει» ο Χειμώνας. Και το βράδυ πηγαίναμε σταθερά για φρέσκο ψάρι στα κάρβουνα ή καμιά αστακομακαρονάδα στο εστιατόριο της Βιβής, στα πέντε μέτρα ακριβώς πιο κάτω από της Μαργαρίτας. Τα κλείναμε από το πρωί, μόλις επέστρεφε η τράτα φορτωμένη. Διαλέγαμε, κατά προτίμηση σαργό ή φαγκρί, κανέναν μεγάλο ροφό επίσης και σκορπίνες για σούπα. Και μας περίμεναν όλα έτοιμα και σερβιρισμένα την συγκεκριμμένη ώρα που συμφωνούσαμε. Δεν έχω δοκιμάσει φρεσκότερα ψάρια στην ζωή μου και πιο σωστά ψημένα. Ο Αντώνης, ας είναι καλά, ήταν σπουδαίος ψήστης. Και νοστιμότερη αστακομακαρανάδα δεν έχω γευτεί από εκείνη της Ευθυμίας, της συζύγου του.

Κάποιες φορές αποφασίζαμε να ξεκουνήσουμε και να πάμε λίγο παραπέρα, να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Μια βόλτα μέχρι την Χώρα για τίποτα ψώνια και καφεδάκι στην συνέχεια σε κάποιο δροσερό καφενείο χωμένο στα μικρά απόσκια σοκάκια. Ή άλλοτε για μπάνιο στην παραλία του Ρούκουνα. Τι υπέροχο αίσθημα να καταφθάνεις κάθιδρος μετά από πεζοπορία σαράντα λεπτών μέσα στο ντάλα του μεσημεριού και να βουτάς στα κρυστάλλινα νερά ολόγυμνος, όπως σε γέννησε η μάνα σου… Και μετά να πηγαίνεις για φαγητό και παγωμένες μπύρες ή τσίπουρα –όλα αυτά πριν αποφασίσω να διακόψω οριστικά το αλκοόλ- στο εστιατόριο του Παπά, θεός σχωρέστον, με την κυρά Ζαμπέτα την παπαδιά πάνω από τα ταψιά πάντοτε και τις κατσαρόλες -που όσο υπολείπεται σε φυσική ομορφιά, τόσο επιδέξια μαγείρισσα είναι– και τα παπαδοπαίδια όλα επιστρατευμένα στο σερβίρισμα. Ή να σκαρφαλώνεις το απομεσήμερο ασθμαίνων στο πάνω Μοναστήρι της Παναγιάς, εκείνη την μικρή αρετοφωλιά την θεμελιωμένη επάνω στην κορυφή ενός κάθετου βράχου ύψους πεντακοσίων περίπου μέτρων -πλην από χρόνια εγκαταλειμμένη και ορφανή πλέον από μοναχούς- μόνο και μόνο για να δεις από εκεί ψηλά το Αιγαίο απλωμένο στα πόδια σου. Το μάτι σου να φτάνει ως πέρα μακριά. Και όταν ο ορίζοντας τύχαινε να είναι καθαρός, να ξεχωρίζουν στο βάθος αχνά τα βουνά της Κρήτης. Κατόπιν μόλις βράδιαζε για τα καλά, χωμένος μέσα στον υπνόσακο κι ωσότου έλθει ο ύπνος κι αποκοιμηθείς γλυκά, να σιγοκουβεντιάζεις γλαρωμένος από την κούραση του περπατήματος και της ορειβασίας με τους φίλους σου, αλλά κυρίως ν΄ απολαμβάνεις την τεράστια πανσέληνο με τις μυστηριακές και ευδιάκριτες, παρά το απαστράπτον φέγγος της, σκιές.

Και με το γλυκοχάραμα, τότε που εμπρός σου βυθίζονταν η σελήνη στον γαλάζιο ορίζοντα και ταυτοχρόνως πίσω σου ανέτειλε ολόλαμπρος ο ήλιος, εσύ να παίρνεις ζωηρός, μα και δυο φορές πιο προσεχτικός απ΄ ότι ήσουν κατά την ανάβαση, το μονοπάτι της επιστροφής για το Κλεισίδι.