(Λογοδοσμένο, ή περίπου, από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν [Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου. Λόγος για τη συλλεκτική δραστηριότητα])
Τζόναθαν Ρέτζιναλντ Σέρντίβαλ (Σέρ—κύριος τόνος· ντί—δευτερεύων πτωτικός) Ράουθ: Τι άλλο να περιμένει κανείς από ένα όνομα που μοιάζει με παρτιτούρα ή προεξαγγελτικό μουσικό—ας το πούμε— θέλημα (βόλοντερι) για μπουκέτο από μπαρόκ φυσικές τρομπέτες; Η αγγελία που έβαλε στους «Τάιμς» του Λονδίνου ο Τζόναθαν Ράουθ (1927-2008) έδινε υποσχέσεις καλά μελετημένες για να προκαλέσουν αμηχανία: «Φαρσέρ με τεράστια πείρα της θλιβερής ευπιστίας του βρετανικού κοινού οργανώνει, πρωτοστατεί και εγγυάται την επιτυχία χωρατών μεγάλης κλίμακας». Κατάγεται και από τους Νορμανδούς (το προδίδει το όνομα), σπούδασε και στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, φρόντισε εκδοτικά και το, τότε όχι και τόσο, διάσημο φοιτητικό περιοδικό «Γκράντα», έγινε και εισηγητής στη Βρετανία του αμερικάνικου τηλεοπτικού θεάματος «Candid Camera» που κράτησε την εφταετία 1960-1967 και τελικά το μάρανε η «ανεκτική δεκαετία του 1960», εξηγεί ο «Γκάρντιαν», δεκαετία που ταρακούνησε το νόημα της πολιτικής ορθότητας. Για να μη μείνει άεργος, όταν διάφορες προσπάθειες αναβίωσης της Κάμερας της Αλήθειας, όπου φιλοξενήθηκε ένα φεγγάρι και η Τζερμέιν Γκριρ, απέτυχαν, το έριξε στη συγγραφή αποφασιστικά και σαδιστικά ανορθόδοξων «Οδηγών». Ή Βιβλίων Συμβάντων. Όπως το «Βιβλίο των Καταστροφών, εν συγκρίσει προς τις οποίες τα Προβληματάκια και οι Προσωπικές Στενοχώριες του Αναγνώστη παρέχεται Εγγύησις πως θα Ξεθωριάσουν μέχρις Ολικής Απωλείας του Νοήματος», και το οποίο ανοίγει με χαρακτηριστική ενημερωτική πικετοφορία «Το Τέλος Επέρχεται» για να κλείσει με άλλη που επισφραγίζει μακάβρια πως «Το Τέλος Ήρθε». Ενδιάμεσα στο κομψό εγχειρίδιο (ψηλόλιγνο και λιγοσέλιδο με κυριολεκτικώς απερίγραπτο εξώφυλλο όπου αυτοχαρακτηρίζεται «Βιβλίο Ευχών»), η σελίδα των περιεχομένων κοσμείται με βινιέτα -φέρετρο όπου αναγράφεται η καθησυχαστική ένδειξη «ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ», και ετέρα βινιέτα – ταφική όρθια πλάκα με τα αρχικά R(est) I(n) P(eace), σε χορταριασμένο μνήμα που μάταια προσπαθεί να το φαιδρύνει ανθοδόχη με κυνικά αφυδατωμένες—και συμβολικά προσκυνημένες—μαργαρίτες. Ένα σαλόνι του βιβλίδιου αφιερώνεται στο χορταστικό θέαμα της ανατίναξης μιας ολόκληρης πόλης, ενώ σε χωριστά κεφάλαια καταχωρίζονται «Εξαθλιωμένοι Άνθρωποι (Εν ζωή)», «Με Άλλον Τρόπο Εξαθλιωμένοι Άνθρωποι», «2 [επώνυμα] Ορφανά», «Διάφορες Ανθρώπινες Ταλαιπωρίες», «Κατάλογος Ιδιαιτέρως Φρικτών Πραγμάτων» (αγγλοκεντρικού ενδιαφέροντος με ελάχιστες εξαιρέσεις ανάμεσα στις οποίες «1939: O Χίτλερ [σκέτο]», «1812: Υποχώρηση του Ναπολέοντα από τη Μόσχα», «1492: Ο Κολόμβος ανακαλύπτει την Αμερική»), «Θαλάσσιες Τραγωδίες», μυστηριώδεις «Επιζώντες» αγνώστων λοιπών στοιχείων, «Θλιβερές Ιστορίες», «Νεκροί», «Κακοήθεις σκέψεις» (με κακοήθειες που αφορούν βέβαια πάντα «τους Άλλους» ανασυρμένες με υπεροπτική αηδία από το ρεπερτόριο της αξιότιμης και άδολης κατά τα άλλα παιδικής κακίας), «Ευρετήριο Αναφορών σε Βασικές Καταθλιπτικές Δραστηριότητες και Συγκινήσεις». Είναι ιδιαιτέρως γλαφυρές οι λεζάντες των εικόνων που ευρετηριάζονται αναλυτικά: «Εκδρομείς εγκαταλελειμμένοι στη μέση του ποταμού», «Μερικές καταταλαιπωρημένες αγελάδες», «Αβησσυνοί εν ώρα σφαγής», «Σφαγιασθέντες Αβησσυνοί», «Στρατηγός προτρέπων το στράτευμά του να σφαγιάσει και άλλους Αβησσυνούς» κ.ο.κ. Οι τυποεκδοτικές και εικαστικές επιλογές (οι τελευταίες αντλημένες μινιμαλιστικά από τον χαλκογραφικό βικτωριανό εφημερογραφικό θησαυρό— που προσέδωσε ανεξίτηλη μνημειακότητα και μακροβιότητα και στα καθημερινότερα στιγμιότυπα—, όπως και από τις πρώιμες διστακτικές επιδόσεις της φωτογραφίας—αυτές όπου τα περιγράμματα και η ταυτότητα των αναπαραστάσεων μοιάζουν να υπεξαιρούνται από το φως) κάνουν πιο εντυπωτική την ατμόσφαιρα μιας νύχτας ιδιόρρυθμης γοτθικής μακαβριότητας. Αυτής που αναβιώνει αναδρομικά για τον ένοικο των μέσων της δεκαετίας του 1960 (το βιβλίδιο κυκλοφόρησε το 1967) καθώς υιοθετεί τη φυσική επικινδυνότητα μιας βραδινής εξόδου αναψυχής σε υποφωτισμένους κληρονομικούς παράδρομους νόνσενς ή προς την ανεμελιά ενός ειρωνικού σουρεαλισμού αλα Ερίκ Σατί. (Ο Ράουθ γεννήθηκε δυο χρόνια μετά το θάνατο του Γάλλου συνθέτη.) Ως παραπλήρωμα δε της μακαβριότητας φρόντισε να επιδοθεί και στη συγγραφή, συνεργατικά, των προαναφερθέντων και αναμενόμενα εξωφρενικών «Οδηγών» που είναι: «Οδηγός των Καλών Αποχωρητηρίων» (υπότιτλος: «Πού να πάτε στο Λονδίνο»), «Η Καλή Τσαγέρα: Οδηγός των Καλών Τεϊποτείων», «Οδηγός Πορσελέν των Αποχωρητηρίων του Παρισιού» (ο Μισλέν των Πορσελάνινων Δημόσιων Αποχωρητηρίων της Πόλης του Φωτός ή Με Οδηγό την Πορσελάνη στις Παρισινές Βεσπασιανές). Τέλος, για να μη μείνει με το παράπονο το αμερικάνικο κοινό, ολιγόλογος και προσγειωμένος, ο «Οδηγός της Καλής Καλλιόπης» (The Better John Guide).
Πολύ απέχει από το να εξαντλείται με αυτά η προσφορά του Τζόναθαν Ράουθ στη δημόσια ψυχαγωγία (έστω και υπό τη σκιά σχετικής μακαβριότητας). Όμως ένα από τα τηλεοπτικά επεισόδια της «Κάμερας της Αλήθειας» διευρύνει εντυπωσιακά το βεληνεκές αυτής της προσφοράς. Ο τυπικός τίτλος του θα μπορούσε να είναι αυτός που υιοθετεί και ο εκτός οθόνης λακωνικός σχολιαστής: «Ανταλλαγές στο Σουπερμάρκετ ή Ανορθόδοξα ψώνια στο σουπερμάρκετ». «Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά σ’ έναν ανορθόδοξο τρόπο να ψωνίζει κανείς στο σουπερμάρκετ» μας προτρέπει επαγγελματικά, «όπου ο πάντα εξυπηρετικός Τζόναθαν αυτοεξυπηρετείται με τα προϊόντα που διάλεξαν άλλοι. Δεν πρόκειται φυσικά για κλοπή» διαβεβαιώνει «αλλά απλώς τα αναδιανέμει». Εδώ εξαντλείται ο σχολιασμός. Όλα τα άλλα βλέπονται και δεν ακούγονται, όσο και αν νοούνται, και εδώ μπορείτε να τα δείτε κι εσείς.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
«Η ύπαρξη του συλλέκτη συνδέεται με μια πολύ αινιγματική σχέση προς την ιδιοκτησία» διαβεβαιώνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο «Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου. Λόγος για τη συλλεκτική δραστηριότητα». Και αλλού, στο ίδιο, «τον συλλέκτη τον κατανοούμε μόλις εκλείψει το είδος του». Και οι νοήμονες εποχικοί κατακτητές της κορυφογραμμής του χρόνου στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα θα συμφωνήσουν ρίχνοντας μια αφ’ υψηλού ματιά στα περασμένα χαμηλά για την επιμνημόσυνη μελαγχολία που αναθρώσκει σαν ημιλιπόθυμη κλωστή καπνού από τις καμινάδες των σουπερμάρκετ, των επιφανών αυτών μνημείων της κοιλάδας του οριστικού θανάτου του συλλεκτικού αντικειμένου. Γιατί τίποτα δεν πιστοποιεί τόσο οριστικά αυτόν το θάνατο όσο η μαρτυρία για την ολική έκλειψη της αποκλειστικότητας αντικειμένων και σχέσεων που εισέφερε, εισφέρει και θα εισφέρει η κυρίαρχη τυποποίηση των υπερστρατοπέδων υπερσυγκεντρώσεως της υπερκατανάλωσης στα υπερκαπιταλιστικά υπερκαθεστώτα.
«[Η ύπαρξη του συλλέκτη] συνδέεται με μια σχέση προς τα πράγματα που δεν προτάσσει τη λειτουργική τους αξία, συνεπώς τη χρησιμότητά τους, τη χρηστικότητά τους, αλλά τα εξετάζει και τα λατρεύει σαν να ήταν η σκηνή, το θέατρο της μοίρας τους» (Μπένγιαμιν, ό.π.): Πώς να μη χαιρετίσει κανείς το θριαμβευτικό καμ μπακ, τη στακάτη επάνοδο της συλλεκτικής πραγμοσύνης, που από την πίσω πόρτα, αυτήν που συνήθως οδηγεί σε χαλύβδινο φέρετρο-αναβατήρα συγχρωτισμού σφύζουσας ανθρώπινης σάρκας και νεκρών σφαγίων, μπάζει στο σουπερμάρκετ ο ιδιοφυής Τζόναθαν; Με εμπροσθοφυλακή τη ριζική αντικανονικότητα, τον εξοντωτικό αναρχισμό, τον ανασχηματισμό της πραγματικότητας του πατροπαράδοτου γκανγκ, που πέφτει σα μετεωρίτης στη νεκρή λίμνη της βρετανικής μικροαστικής κανονικότητας, και χτυπάει κατακέφαλα το τρικέφαλο Τέρας Μπόρντομ, στο αποκαλυπτικό αυτό τηλεοπτικό επεισόδιο μιας σειράς που ήταν καταδικασμένη να απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Με συστηματική προσήλωση σέρνοντας το τροχήλατο αμαξίδιό του περιέρχεται τα βαλτωμένα κανάλια της βυθισμένης Βενετίας της Ανιαρής Ταξιθέτησης σε πένθιμες σειρές εξουθενωτικής ισοπέδωσης του ανθρώπινου έργου. Ανυπεράσπιστα εκτεθειμένου σε κατ’ αποκλειστικότητα χρησιμοθηρικά βλέμματα παρατυχόντων πελατών. Ανάμεσα στις ογκώδεις γόνδολες των προϊόντων, σύννους και περίφροντις αλλά με χάρη, μοναδική του έγνοια είναι δίνοντας ένα μάθημα πολιτικής οικονομίας εμψυχωμένος από την αναθεωρητική στιγμή, σκαμπιλίζοντας σθεναρά τα κρατούντα συστήματα αξιών, να επαναποδώσει στα αντικείμενα τη συλλεκτική τους υπόσταση. Να τα απελευθερώσει. Να πρωτοτυπήσει επιτέλους. Αναδεικνύοντας τη μόνη αξία που μπορεί να λειτουργήσει σαν ισχυρό αντιγόνο στη συνθλιπτική κοινοτοπία τους παράγοντας δημιουργικά αντισώματα στο κοινωνικό σώμα: την αξία της επιλογής που έκανε ένας άλλος—ανέξοδο ηδύποτο, τονωτικό της ανθρώπινης μοναδικότητας, μικρή παιχνιδιάρα αστραπή στην ασάλευτη ουράνια πλήξη της θεολογίας του εμπορικού δικαίου—με τον αέναο δανεισμό από καροτσάκι σε καροτσάκι και τη συστηματική αποφυγή του ταμείου της επιχείρησης.
«Για τον συλλέκτη ο προσφυέστερος από όλους τους συνήθεις τρόπους απόκτησης είναι ο δανεισμός» (Μπένγιαμιν, ό.π.)
«Οι συλλέκτες είναι φυσιογνωμιστές του κόσμου των πραγμάτων» (Μπένγιαμιν, ό.π.)\
«Ιδιοκτησία και κατοχή συναρτώνται με την τακτική. Οι συλλέκτες είναι άνθρωποι προικισμένοι με το ένστικτο της τακτικής· η εμπειρία τους έχει διδάξει πως όταν κυριεύουν μια ξένη πόλη, ενδέχεται και το μικρότερο παλαιοπωλείο [βλέπε παντοπωλείο ή και τροχήλατο αμαξίδιο σουπερμάρκετ] να είναι ισότιμο με οχυρό» (Μπένγιαμιν, ό.π.)
«Γιατί τι άλλο είναι η κατοχή παρά αταξία, όπου η συνήθεια έχει γίνει τόσο οικεία ώστε μπορεί να φαίνεται σαν τάξη;» (Μπένγιαμιν, ό.π.)
«Η ύπαρξη του συλλέκτη διέπεται από μια διαλεκτική ένταση μεταξύ των πόλων της αταξίας και της τάξης» (Μπένγιαμιν, ό.π.)
Συνοπτικά: Ο Συλλέκτης Ειδών Πρώτης Ανάγκης (όπως και ο συλλέκτης βιβλίων στην ειδική περίπτωση που αγοράζει βάσει καταλόγου, βλέπε Μπένγιαμιν passim) οφείλει να διαθέτει την όσφρηση και την ακοή για τις συνηχήσεις και τις συνδηλώσεις τους πέρα από την «ξηρή κυριολεξία», π.χ. Σαρδέλες Πορτογαλίας Lucas.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Σενάρια εξόδου από έναν όχι φαύλο κύκλο
Αν δεν πρόκειται για ατέρμονα διαδικασία, κλειστό κύκλο αιχμαλωσίας, στοιχειωμένο τροχό του Ιξίωνα στον Τάρταρο της κατανάλωσης, τι σκοπεύει να κάνει ο πλανόδιος Συλλέκτης Ειδών Πρώτης Ανάγκης ως τελική ανακοπή μιας διαδικασίας αέναης τράμπας, τερατώδους αεικίνητου με εσωτερική ανατροφοδότηση; Σα να λέμε, μέχρι πότε η Γη θα κινείται στην τροχιά της; Τι θα κάνει ο σεναριογράφος; Ποιο θα είναι το—με όλες τις σημασίες—τέλος της; Υπάρχει τέλος,— υπάρχει telos— και ποιος το αποφασίζει και πότε; Το χάος ενός πάθους έρχεται και εφάπτεται του χάους της μεταφυσικής. Στροφή 180 μοιρών για το Σενάριο υπ’ αριθμ. 1 που προβλέπει έξοδο ολοταχώς από τον Κόσμο των Φαντασμάτων μήπως και γλιτώσουμε τα χειρότερα: Ο Συλλέκτης Ειδών Πρώτης Ανάγκης μεταμορφώνεται σε ποιητή. Τον μεταμορφώνει η αγάπη. Καθώς το βλέμμα του ξέφυγε μια στιγμή από τον μαγνητισμό της ολοκληρωτικής αλλοτρίωσης της επιθυμίας που πραγμοποιείται στο φετιχισμό του κάθε αντικείμενου, συναντάει πάνω από το τροχήλατο αμαξίδιο του σουπερμάρκετ το δικό της/δικό του βλέμμα. Τα βλέμματά τους συμπίπτουν και κάθυγρα αγκαλιάζονται, πετούν αντάμα, προσγειώνονται στο χρυσό τέθριππο της αθανασίας. Φσσστττ….. και χάνονται στα ασημένια φοδραρίσματα με τα οποία ο Τζανμπατίστα Τιέπολο φρόντισε να ντουμπλάρει τα καταιγιδοφόρα νέφη που πυργώνουν την ανασφάλεια στις ιλιγγιώδεις αποθεώσεις των οροφογραφιών του. (Σε επαύλεις πλούσιων εμπόρων που δεν πρόλαβαν καλά καλά να αποκτήσουν πολυπόθητο τίτλο ευγένειας και πρέπει να θυσιαστούν σε δημοκρατικούς αποκεφαλισμούς.) Σενάριο 2: Ο Πλανόδιος Συλλέκτης Ειδών Πρώτης Ανάγκης έρχεται—κίνηση ρουά ματ— πρόσωπο με πρόσωπο με τον όμοιό του που πάσχει από το ίδιο, ή και από ακόμα σφοδρότερο σε ένταση, συλλεκτικό πάθος. Η αναγνώριση συμβαίνει με την ανυπολόγιστη ταχύτητα των ενδόμυχων αναγνωρίσεων—ακαριαία. Οι μάσκες πέφτουν. Σε ένα ντελίριο σχεδόν καβαφικού φετιχιστικού ερωτισμού—ιδανικευμένου σε πλατωνικά υψίπεδα— οι δυο συλλέκτες γίνονται «ακατάλληλοι για προφυλάξεις» και αρχίζουν μανιακά να ασκούν τη μεταξύ τους τράμπα ολοφάνερα μεταφορτώνοντας ασταμάτητα τα σκοτεινά αντικείμενα του πόθου τους, τα φετιχιστικά είδη πρώτης ανάγκης που βρίσκονται στο καροτσάκι του ενός, στο καροτσάκι του άλλου κ.ο.κ. Ώσπου, πάνω στη μάταιη αναζήτηση ενός κόρου που δεν επέρχεται επειδή είναι αδύνατον να επέλθει, πεθαίνουν και οι δυο από εξάντληση. Ως ανεξιχνίαστη υπεραξία, το ρίγος ενός τέτοιου από ηδονή θανάτου έχει οριστικά ενσωματωθεί στα επιζώντα κοινά αντικείμενα.
«Τη βαθύτερη σαγήνη τη νιώθει ο συλλέκτης όταν περικλείει τα μεμονωμένα αντικείμενα μέσα σε έναν μαγικό κύκλο όπου ακινητοποιούνται, ενώ τα διατρέχει το τελευταίο ρίγος, το ρίγος που συνοδεύει την απόκτησή τους» (Μπένγιαμιν, ό.π.)