Η αγία μικρή οικογένεια
02-07-2020

Πέρασα την πρωτομηνιά σε μια φλεγόμενη Θεσσαλονίκη, παρακολουθώντας ως καταστηματάρχης, παπατζής ή δραγουμάνος, αναλόγως εποχής που διάλεγα, πόσες πτήσεις έγιναν, με τους ρεπόρτερ να έχουν μεγαλύτερη αγωνία από τους ξενοδόχους.

Παράλληλα, ως αγαπημένη εθιμική διήγηση, όπως συνηθάω, επέλεξα την ιστορία της Ελοΐζας και του Αβελάρδου, που είχαν μέγα ειδύλλιο και πρόλαβαν να κάνουν έναν γιό που τον ονόμασαν Αστρολάβο. Ίσα ίσα πρόλαβαν, διότι η παράφορη αγάπη τους μοιράστηκε σε χώρους μοναστηριών (πάλι καλά που σώθηκε αλληλογραφία τους) αλλά και βάναυση πράξη ακρωτηριασμού του Αβελάρδου από βαλτούς της εποχής. Ο ευνουχισμός δεν άλλαξε τον έρωτα που ήταν ούτως η άλλως προφανώς σαρκικός αμή και πνευματικός, όπως όλοι οι αδικημένοι έρωτες. Άρχισα λοιπόν να συνδυάζω αυτό που βίωνα την πρωτομηνιά, με τις αγωνίες της κυβέρνησης και τα τάματα της οργανικής αντιπολίτευσης να πάει στράφι η επιχείρηση «αγαπήστε μας, γαμώτη» ενώ τηλοψίες και πληροφορίες οδηγούσαν τους κυβερνητικούς σε ένα είδος αντιμετώπισης του μπλιτζγκριγκ ονόματι «τουριστίκ ντε κουρελέ».

Με τον τουρισμό έτυχε και πέρασα φοβερές μέρες από πολύ νωρίς. Χαίρομαι που ένιωσα το απεχθές πάθος του μόνον στη Μύκονο, πριν είκοσι χρόνια, όπου πέρασα λόγω Δήλου, μερικές ώρες στο νησί τους. Αλλά στη Σαντορίνη, πριν πενήντα χρόνια, σ’ ένα υπόσκαφο, νόμιζα πως πέθανα και ήμουν στον Παράδεισο, τα ίδια στην Πάτμο, συχνά στην Κέρκυρα. Αλλά στον παρόντα αιώνα, δεν έτυχε. Δεν είχα καν πάρει χαμπάρι πως η επωδός «δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια των ξένων» ήταν της πλάκας, ανίσχυρη και η δουλοπρέπεια μαζί με το εύκολο τάλιρο είχε ρημάξει την χώρα. Κανονικά, αντί «Αβελάρδος, Ελοΐζα, Αστρολάβος» (που έβγαζε, με λίγη υπομονή ένα δωδεκάστιχο δωδεκασύλλαβο ποιημάτιο, έπρεπε να αναμετρηθώ με το φρικώδες γαμήλιο εμβατήριο «Τουρισμός, Αναμονή του Γκοντό, Αλγόριθμος».

Ευτυχώς, δε χρειάστηκε ποτέ να «γεμίσω τις μπαταρίες μου», να κάνω διακοπές, ποτάκια παρά θίν’ αλός, Εκείνην ή Εκείνες με σαλοπέτα να πονάνε επειδή δεν είδαν αχινό. Στις σπάνιες περιπτώσεις που συμμετείχα σε «διακοπές» σπάνια γλύτωνα την κατάθλιψη. Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξή μου προήλθε από την επαλήθευση πως είχαμε γίνει «τα γκαρσόνια των ξένων» αβλεπί, και η τουριστική βιομηχανία έπεσε στη χώρα ωσάν χαλάζι σορτάκηδων, με χιλιάδες ανθρώπων να ξεκαλοκαιριάζουν στη βιομηχανία αυτή, και μετά να ξεχειμωνιάζουν με επίδομα ανεργίας. Αυτός κι αν ήταν αφανής αλγόριθμος ψευδαισθήσεων. Και διαπράχτηκε αφανώς, εν μέσω οικολογικών παραληρημάτων, δημάρχων -διαφημιστών και του Τέρατος που λέγεται εδώ και 30 χρόνια «ολοκληρωμένη μελέτη με ορίζοντα ωρίμανσης».

Mια χώρα υποσαχάρια υποδέχεται επισκέπτες με ψευτοχορούς και στημένα κεφάκια υποτελείας. Και θα μας βγει ξυνό, να το θυμάστε.

Ω χαμηλώστε αυτό το φως, ω κρύψτε το υπουργικό είδος σε φοριαμούς, ω φορέστε γυαλιά ηλίου στους κόλακες του βασιλιά Αιγέα που εξέλαβαν ένα ματωμένο σεντόνι παρθενίας ως λευκό πανί.