…ή «να μαζευτούμε και να πάτε»
Εντάξει, είναι φρέσκα τα μαντάτα και έξω από την εξουσία ζούνε πάντα οι πολιτικοί στον δικό τους φαρμακωμένο κόσμο. Εννοώ πως επιτρέπεται λογικό διάστημα αμήχανου ψελλίσματος επί των προγραμματικών δηλώσεων.
Αποδείχτηκε πως ιδεολογικά μασάλια δεν πολυφοριούνται. Τριακόσιοι παρά κάτι νοματαίοι συνολικά, με τις οικογένειες τους σε κάθε δημόσια ευκαιρία, ως αμαξόβιοι φερέοικοι μετανάστες από την στέππα, έδωσαν στον Μητσοτάκη τον ικανό αριθμό «αθανάτων» που πλαισίωναν κάποτε το άρμα Δαρείου του Κοδομανού.
Αποδείχτηκε πως ο εκλεγείς το 2016 αρχηγός με υποστήριξη Σαμαρά και στελεχών του ΛΑΟΣ, δεν ζητούσε μονότονα μόνον εκλογές, αλλά έβγαλε και δουλίτσα, θεωρητικά πάντοτε. Από την ΔΕΘ του 2018, τρίτωσε τις ίδιες εξαγγελίες (Ευρωεκλογές, Εθνικές) και έδωσε τα σκελετα από το καραγιαπί στις προγραμματικές δηλώσεις.
Το ισχυρότερο αντεπιχείρημα που ακούει είναι «αυτά που λές δε γίνονται, κι αυτά που θα γίνουν δεν τα λες». Αλλά έχει ρίξει στο τραπέζι ένα δόλωμα, που το κατάπιαν άπαντες: ό,τι λέει το λέει σε χρόνο dt, και άρχισαν να του προσάπτουν ένα μουρμουρητό: είτε «αυτά που ευαγγελίζεσαι, έχουν ξαναειπωθεί και έμειναν στα χαρτιά εδώ και δεκαετίες» είτε «αχ και να΄ξερες καημένε τι έχεις να τραβήξεις».
Προσέξτε: η ίδια η αντιπολίτευση που άκουσα, ροκάνισε το κλαδί απ΄οπου συνήθως κρέμονται οι υποσχέσεις: άρχισε να εκτιμά πως «ο χρόνος θα δείξει». Δηλαδή πως η κυβέρνηση θα τα βρει μπαστούνια στο μέλλον. Την ίδια στιγμή που όλες, μα όλες οι κυβερνήσεις κυβερνούσαν, χωρις να ακουστεί το κιχ, με ορίζοντα τετραετίας και μάλιστα κρατούσαν τον «ανθό» για την επικείμενη προεκλογική περίοδο (ο Σύριζα αρίστευσε σε αυτό).
Κανένας αντιπολιτευόμενος δεν καταλαβαίνει πως καταγγέλοντας «λέγατε πως αυτό θα γίνει το 2020 και το στέλνετε το 2021» ξεχνάει πως η κυβερνητική εντολή λήγει το 2023, άρα έχει τράτο έως τότε, χωρις να κατηγορηθεί ως ανακόλουθη. Δηλαδή μπαίνει στο τριπάκι, ανεπιγνώστως.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτού του βομβαρδισμού εξαγγελιών, είναι πως η κυβέρνηση δέχεται τέως αρνητές της. Κι εδώ η αντιπολίτευση παρουσιάζεται να θριαμβολογεί πως ο τάδε ή η δείνα εκφράστηκαν κάποτε εναντίον του Μητσοτάκη. Αλλά αυτό επιδιώκουν οι σύμβουλοί του. Διότι πέρα από τα λογάκια, πλήθος μουστερήδες κάνουν την δεύτερη σκέψη «αν χρησιμοποιουν αυτόν, εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε;» και έχουν στα υπόψιν να προσεγγίσουν την κατάσταση, αφου η κυβέρνηση είναι τόσο λαρζ.
Αυτά τα ζητήματα, που η ελληνική κοινωνία παππούδων και τέκνων έχει στο παρελθόν αντιμετωπίσει επιτυχώς, έστω, όσο πατάει η γάτα, ξορκίζονται μόνον με το Κέντρο που σήμερα παραπαίει. Και γράφω «όσο πατάει η γάτα» διότι έκανε οκτώ χρόνια για να αντιμετωπίσει τον Καραμανλή, έστω σόλοικα, με την Ένωση Κέντρου και τον Μητσοτάκη με τον Ανδρεϊκό, είτα Σημιτικόν «εκσυγχρονισμό» που άντεξαν χρόνους έντεκα.
Η ταύτιση της νέας Δημοκρατίας με την άμεση αντίδραση σε προβλήματα και η παραγωγή από τζώρες, είναι το δυνατό όπλο της Δεξιάς. Τα υπόλοιπα είναι «δάκρυα της τρυφερής καρδιάς».
Σήμερα, το Κέντρο είναι λάφυρο στα χέρια και στην διάνοια, όση και οία υφίσταται, άλλων κομμάτων. «Κεντροδεξιός» ο Κυριάκος, κεντροαριστερό προφίλ του Σύριζα (ως τάση) θα κάνουν το ΚΙΝΑΛ τιφτίκι εν τη αμεριμνησία του. Ο Βαρουφάκης ασχολείται με τον καθρέφτη του και ο Βελόπουλος αδειασε νωρίς την φαρέτρα του.
Πάντως, έως σήμερα, μόνον το Κέντρο ήταν πόλος αντιδεξιός των αστικών κομμάτων, κι όταν αγρίευε η παραπατούσε, τον περίμεναν ο μπουλντόζας και η κρυφή ακροδεξιά που δεν λείπει από κανέναν τέτοιου τύπου μηχανισμό. Άρα, η Ελλάς, όσο αρκείται στον Κυριακο Μητσοτάκη και ο πολιτικός κόσμος κοιτάει το δικό του ταγάρι, απλώς του δίδει, στον ίδιο ή στον κληρονόμο του, άλλη μία τετραετία.
Βέβαια αυτά αποτελούν σύνοψη υπεραισιόδοξη, αφου την γενική αμηχανία του κοινοβουλίου που υπήρξε στο τέλος της τρίτης ημέρας, φρόντισε να διασαλεύσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, εμφανίζοντας μια καταληκτική ομιλία γεμάτη με οίηση και τσιριδούλες. Έτσι και το επαναλάβει, γρήγορα αυτές οι εκτιμήσεις θα πάνε στο βρόντο, η Βουλή να ξαναμαζευτεί σε αυτά που έμαθε και το ηπιο κλίμα θα γίνει μπουχός. Δηλαδή, άλλη μια στρατηγική, στο πουθενά. Θέλει υπομονή και καπατσωσύνη η κανονικότητα.