Η Έκθεση
07-09-2019

Μαζί με το Πανεπιστήμιο, γεννήθηκε στη Σαλονίκη η Έκθεση. Ήταν 1925 και την άλλη χρονιά έγιναν τα εγκαίνια στο Πεδίον του Άρεος που σήμερα είναι πάρκο. Εμεινε εκεί έως το 1939 και από το 1941 έπιασε μέρος από τα σημερινά οικοδομικά της τετράγωνα, κυρίως από εβραϊκά μνήματα, πρώτα πάνω στο γήπεδο του Άρη, ώσπου διαμορφώθηκε η 3ης Σεπτεμβρίου και χωρίστηκε σαφώς από τους στρατώνες της πόλης.

 

Ξεκίνησε από εμπόρους που «τσοντάρισαν» από πέντε χιλιάδες δραχμές και πρώτη ιδέα ήταν να έχει έδρα το Παπάφειο. Η Αθήνα, μαγεμένη από τις Ευρωπαϊκές διεθνείς εκθέσεις, είχε στήσει το Ζάππειο για να το συνδυάσει με το καλλιμάρμαρο. Αλλά η Θεσσαλονίκη είχε χάσει, από τον Μεγάλο Πόλεμο τα δύο από τα τρία της πόδια. Μουσουλμάνοι δεν υπήρχαν, οι Εβραίοι είχαν υποστεί  οικονομικό όλεθρο από την φωτιά του 1917 και το 1925, υπήρχε μόνον μια πολυπληθής «αγορά απεγνωμένων» με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τις ανταλλαγές πληθυσμών. Μουσουλμάνοι, Εβραίοι και Ρωμιοί είχαν δεσμεύσει την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή για τις εβδομαδιαίες αργίες τους. Όχι πια.

 

Ιδρυτής της ο Νικόλαος Γερμανός, καθηγητής Φυσιογνωστικών, που ζήτησε και κέρδισε από την Πολιτεία μια μεγάλη εμποροπανήγυρη. Αυτή συνδυάστηκε από μια υποθετική εορτή ονόματι Καβείρια που οι αρχαιολόγοι θεωρούσαν ότι ετελούντο στην πόλη, περί τη Ροτόντα, αλλά στο τέλος αρέστηκαν με τα «Δημήτρια», μια ζωντανή εμποροπανήγυρη που γινόταν επί μερικές εβδομάδες πριν από τη γιορτή του Αϊ – Δημήτρη και ετελείτο στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, στο ύψος της Συμμαχικής Οδού και ήταν μια προσωρινή πόλη παροδικών κατασκευών, όπως όλα τα μεγάλα παζάρια της Μακεδονίας και του μέσου βαλκανικού χώρου (Γιαννιτσά, Γιάνουλη, Σέρρες, αρκετές του κάμπου).

 

Τα βυζαντινά πανηγύρια ήταν συσχετισμένα σε κάθε χωριό με τον τιμώμενο άγιο του ναού του και πλήρωναν φόρο στο κράτος ή στον εισοδηματία του χωριού. Ηταν η μόνη εκτός μεγάλων πόλεων ένδειξη ότι υπήρχε λιανεμπόριο και εμπόριο δυσεύρετων ειδών. Μια φορά το χρόνο. Ακόμη και πρόσφατα, χρήσιμα είδη για κτηνοτρόφους διέθεταν τα θεσσαλικά παζάρια, ενώ στα Γιαννιτσά κυριαρχούσε η ζωοπανήγυρη. Η ΔΕΘ της Θεσσαλονίκης ήταν αρχικά αμιγώς λιανεμπόριο ή διανομές εταιριών, όπου προστέθηκαν και αγροτικά προϊόντα και μηχανήματα. Μεσοπολεμικά, υπήρχε ηλεκτρισμός, λαϊκή και ελαφρά μουσική, ενώ όλα τα κέντρα της πόλης είχαν υποκαταστήματα ή παραρτήματα στην Έκθεση και μοίραζαν καλούδια στον κόσμο. Η προσέλευση γρήγορα έφτασε στα 300 χιλιάδες άτομα. Ξένες συμμετοχές και αντιπροσωπείες άρχισαν να ξεχωρίζουν με την «εμπορική τους» προπαγάνδα (οι Ιταλοί διέπρεπαν), ενώ λίγο πριν από τον πόλεμο άρχισαν να λειτουργούν και μικρές θεματικές εκθέσεις.

 

Μεταπολεμική αναμόρφωση

 

Δυο ήταν τα κύρια εφευρήματα της Εκθεσης στη δεκαετία του ’50, μετά το 1951 που ξαναλειτούργησε: ο χαρακτήρας ανταγωνισμού και συγκρίσεων των χωρών του Ψυχρού Πολέμου, με κορωνίδα τον ανταγωνισμό Αμερικής και Ρωσίας, αλλά και ο χαρακτήρας του πανηγυριού, με αποκλειστικά προϊόντα, προς την περιοχή του μετέπειτα Βελλιδείου, με υπαίθριο λούνα παρκ, νοικιασμένους χώρους εστίασης με λουκάνικα και μαύρη μπίρα, εκατοντάδες αφίσες, χαρτιά, τρικ και διαφημιστικά, ειδικό χώρο για παιχνίδια στα ανατολικά του Περιπτέρου 9 και εξαίσια νέα μοντέλα αυτοκινήτων, γεωργικών μηχανημάτων και άλλων ειδών «μοντέρνας» κοπής που δημιουργούσε, χάρη στα κονδύλια των ιδιωτών, τζίρους εκατομμυρίων. Τα βόρεια περίπτερα φιλοξενούσαν κυρίως ξένες συμμετοχές, συχνά επίσημες. Στα μέσα της δεκαετίας, ο μοντερνισμός έσπασε τα όριά του. Αυτοτελή περίπτερα ξεκίνησαν το βίο τους, όπως το ευφάνταστο Περίπτερο της ΔΕΗ, με τοιχοκαταρράκτες, ιδιότυπη διαμόρφωση και ντιζάιν «καραμανλικής» επίνοιας, αλλά και άλλα επίσης μοντέρνα που έπαιζαν πάντα με το φως και το νερό.

 

Ο ψυχρός ανταγωνισμός

 

Οι Ρώσοι έφερναν μηχανήματα εργοστασίων και εργαστηρίων. Σπανιότερα ήταν τα καταναλωτικά τους είδη, όπως μηχανές φωτογραφικές και τοπογραφικά εργαλεία. Στα χρόνια του Σπούτνικ και της Λάικα, είχαν γοητεύσει γενιές παιδιών. Οι Αμερικάνοι έπαιζαν δυνατά με τις αυτόματες κουζίνες από απαλό παστέλ φορμάικας, και αυτόματο άνοιξε-κλείσε πορτόφυλλων, που εξάλλου είχαν ταράξει και τον Νικήτα Χρουστσόφ στην επίσκεψή του στην Αμέρικα το 1959. Ο ανταγωνισμός συνεχίστηκε επί πολλά χρόνια απτόητος. Οι εξαγωγικές εταιρίες άρχισαν να έχουν ενδιαφέρον σε νέα περίπτερα, ενώ η μεταλλική προκατασκευή είχε μεγάλη επιτυχία. Στα νιάτα μου, με άλλους νέους αρχιτέκτονες, πέρασα από τη «διακόσμηση Περιπτέρων» (1974-1990) μια καλοπληρωμένη εξαντλητική δουλειά, σε συνεργασία με το δραστήριο τμήμα τεχνικής υποστήριξης της Έκθεσης, που από ΔΕΘ είχε πλέον οριστεί ως ΗΕLEXPO – ΔΕΘ. Αλλά ήδη είχε δοθεί τεράστια σημασία στις θεματικές εκθέσεις, άρα και η παρέμβαση των υπουργείων είχε μεγαλύτερο ρόλο από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Όταν ένα υπουργείο ξόδευε ένα εκατομμύριο για ένα Περίπτερο, ο ιδιώτης που δαπανούσε το ένα εικοστό του ποσού έμοιαζε θλιβερά ερασιτέχνης. Ο Πύργος του ΟΤΕ, έμβλημα της πόλης μετά το ’70, συνδυάστηκε με εκδηλώσεις για το Παλέ ντε Σπορ. Ήταν μια μορφή ιδιότυπου γιγαντισμού, αλλά εξαφανίστηκαν οι παιδικές διασκεδάσεις και τα πολλά αυτοκίνητα και τεχνολογικά. Οι διαδόσεις για μεταφορά της Εκθεσης «στα δυτικά» άρχισε να στοιχειώνει τους διοικούντες. Η ανακάλυψη της ιδιωτικοποίησης οδήγησε σε ηγεσίες λογιστών ολότελα πιστών στον πολιτικό τους Θεσσαλονικάρχη, ενώ μετά την πρωθυπουργία Ανδρέα και Μητσοτάκη, άρχισε η ΔΕΘ να χρησιμεύει ως βάση διαγγελμάτων «για την κατάσταση του Γένους», αρχικά στη Λέσχη Αξιωματικών και στη Ρέμβη, αργότερα στο Παλατάκι και άπαξ με δεξίωση στο Λιμάνι. Μετά, οι διαμαρτυρόμενοι ήξεραν ότι θα εξασφάλιζαν μεγάλες τηλεθεάσεις αν σημάδευαν στο δοξαπατρί κανέναν προσκαλεσμένο του Βελλιδείου.

 

Η σημερινή Έκθεση, έχει απ΄ολα τα χαρακτηριστικά της βόρειας μπαγιατίλας: η απαρχή ενός «σαλονικιού φθινοπώρου» με σινεμά, «Δημήτρια» και μια γνωριμία με την «ερωτική πόλη», την «πόλη του δειλινού», τέως πτωχομάνα και νυν παραδοσιακή παρέλαση πολιτικών συντεχνιών που μιμούνται βορείως τα Εξάρχεια και νοτίως μια πρωθυπουργική ομιλία, και αντιπολιτευτικές δημηγορίες. Υποτίθεται πως λειτουργεί ως «πολιτικό βαρόμετρο».

 

Ενώ πρόκειται για επαγγελματίες των σκλαβηνιών, παεζάνους παγοπώλες, επαγγελματίες του φαίνεσθαι, που επιτελούν το έργο του περιμένοντας τον καρναβαλιστή να πετάξει τσικουλάτες και το άγιο να κάμει το θάμα του. Κι ο πραιπόζιτος είναι εκεί, με ραβδούχους μαγκλαβίτες και ρομποκοπ κλιβανάριους να γνωρίζει η άχαρη πόλη πόσα ελεφαντάκια κρέμονται από τα άντερα του διακοσμητή.