Τις τελευταίες μέρες έμεινα μέσα διαβάζοντας ειδήσεις, μετρώντας κρούσματα, μεταλλάξεις, διασπορά, πεσμένα πεύκα, κομμένα ρεύματα, πόντους που κάνουν τη διαφορά. Σήμερα είχε λιακάδα. Βγήκα.
Ο δρόμος στέγνωσε και ο ορίζοντας πεντακάθαρος ως εκεί που φτάνει το μάτι. Το χιόνι που έλειωσε, πήρε μαζί του τη μουτζούρα και τη σαπίλα από τα σκουπίδια. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την άνοιξη που έρχεται. Η μυρωδιά από αυτά τα κίτρινα αγριολούλουδα που φυτρώνουν σε χωράφια, αυλές, πεζοδρόμια, στην άκρη της ασφάλτου, σήμερα είναι ακόμα πιο έντονη. Οι πιτσιρίκες γυρίζουν με τα κοντομάνικα και τις ζακέτες δεμένες στη μέση. Τα αγόρια δεν δίνουν δεκάρα για τα κλειστά κομμωτήρια. Εννιά στα δέκα αφήνουν τα μαλλιά τους στην ησυχία τους. Οι καρέκλες ξεκουράζονται στιβαγμένες περιμένοντας να ξαναγίνουν θρόνοι. Τα μεγάλα κορίτσια, φορούν κραγιόν και χαρίζουν ναζιάρικα ντακ φέϊς στους φρέντο. Οι διπλές μάσκες φοριούνται σωστά, στο πιγούνι. Οι συνταξιούχοι στα παγκάκια, μιλάνε για το εμβόλιο. Οι μπαλκονόπορτες ανοιχτές, τα παπλώματα αερίζονται στα κάγκελα, οι εμμονικές πλένουν ακόμα και τον δρόμο με το λάστιχο. Η μέρα μεγαλώνει.
Βλέπω ανθισμένα δέντρα και ονειρεύομαι κεράσια, βλέπω ανθρώπους, ονειρεύομαι αγκαλιές. Ένας καταγάλανος ουρανός που βουτάω μέσα του σαν να είναι θάλασσα. Αν και το κακό είναι ακόμα εδώ, κάποια στιγμή θα περάσει. Το ίδιο θα κάνουμε και εμείς. Όσος χρόνος μου μένει λοιπόν, θα τον ξοδέψω δίνοντας αγάπη και χαμόγελα, ζωγραφίζοντας παιδικές Κυριακές, χαϊδεύοντας έρωτες, μαγειρεύοντας στιγμές που θα φαγωθούν επί τόπου. Θα βρίσκω κάθε μέρα δύναμη να φτάνω πιο κοντά στο όνειρο, και σ’ αυτό δεν θα με εμποδίσει κάνεις, ούτε εμένα, ούτε την άνοιξη που έρχεται.