Τη συνέντευξη του Μοθωναίου, που τον θεωρώ ένα γλυκύτατο πλάσμα εδώ και χρόνια, δε θέλω να τη δω. Όχι γιατί πονάει ή πληγώνει, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Γιατί φοβάμαι πως δε θα νιώσω τίποτα. Κι όλες αυτές τις μέρες των αποκαλύψεων, η λογική μου δημιουργεί γέφυρες συμπαράστασης, η ψυχή μου όμως όχι. Δεν λυπάμαι κανένα από τα κορίτσια και τα αγόρια που έχουν μιλήσει. Τα θαυμάζω και είμαι δίπλα τους με όλη μου την ψυχή, αλλά η καρδούλα μου δεν καίγεται. Θα μου πει κάποιος καλό είναι αυτό, ο οίκτος σε σπρώχνει σε μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας απέναντι στο θύμα που σε καθιστά παρηγορητή, όχι συμπαραστάτη. Κι όμως είναι ακριβό να μπορείς να λυπηθείς, να μπορείς να συμπονέσεις, να μπορείς να συμπαθήσεις… Κι εγώ νιώθω πλέον ανάπηρη, ανίκανη για κάτι τέτοιο.
Όχι γιατί είμαι αδιάφορη, όχι γιατί είμαι αναίσθητη, όχι γιατί είμαι κυνική ή χοντρόπετση. Αλλά γιατί έκανα τόσο κόπο για να πάψω να λυπάμαι τον εαυτό μου, έριξα τόση άμμο στον λεκέ που άφησαν πίσω τα δικά μου τραύματα, που πλέον δεν μπορώ καν να μυρίσω το αίμα και να βρω τα ίχνη.
Και ξέρω πως όταν ακούσω τον Δημήτρη να λέει στην κάμερα ότι οι γονείς του δεν τον πίστεψαν και δεν τον βοήθησαν, όπως διάβασα ότι εξομολογήθηκε, θα τον πιστέψω, θα τον κατανοήσω, θα τον συναισθανθώ, δεν φαντάζεται κανείς πόσο, δεν θα μπορέσω όμως να κλάψω μαζί του, γιατί τότε θα έπρεπε να κλάψω και για τον εαυτό μου. Κι αυτό δεν μπορώ να το κάνω πια.