Φεντερίκο Μπαρότσι, c.1535-1612: Η φυγή του Αινεία από την Τροία (1598)
Ημερολόγιο εγκλεισμού. 24 Μαρτίου 2020
26-03-2020

Διάρκεια ανάγνωσης: 15

Προειδοποίηση
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες φήμες που εμφανίζονται σήμερα στην οθόνη μου ο “Ισπανός γιατρός” που αναφέρω στο κείμενο που ακολουθεί, είναι κάτι αντίστοιχο των “πύργων στην Ισπανία”, δηλαδή κάποιο ανεκδιήγητο υποκείμενο που διασπείρει ψευδείς ειδήσεις. Πράγμα που μπορεί να ισχύει. Αν ισχύει, προβάλλει τεράστια η ευθύνη της ΕΡΤ1 που αναμετάδωσε ένα βίντεο χωρίς να τεκμηριώσει την προέλευσή του, εφαρμόζοντας την πιο κίτρινη δημοσιογραφία. Κανονικά, όσοι το είδαμε (το είδα μέσω υπολογιστή) θα έπρεπε να τη μηνύσουμε την ανεκδιήγητη, γενικά, ΕΡΤ, την πανάκριβα πληρωμένη απ’ όλους. 
Εννοείται ότι τα θλιβερά αυτά πραγματολογικά δεν επηρεάζουν την καυτή επικαιρότητα της Αινειάδας. 

 

Δυό Βιργίλιους μου χάρισε η μέρα

Τον αλλοπρόσαλλο γάτο του συνομήλικου εννιάχρονου φίλου της τον λένε Ιούλιο. Κι αυτό με οδήγησε στο βασίλειο των ζώων, των παιδιών, και στον Ίουλο, ή Ασκάνιο, το μικρό γιό του Αινεία, και στην Αινειάδα. Μα έφτασα εκεί κι από άλλους δρόμους. Ένας ξεκίνησε από τον χτεσινοβραδινό (24 Μαρτίου του 2020) Ισπανό γιατρό. Έκλαιγε με λυγμούς λέγοντας πως στην Ισπανία το νοσηλευτικό σύστημα έχει καταρρεύσει από χιλιάδες κρούσματα του κορονοϊού. Λείπουν οι πολύτιμοι αναπνευστήρες. Έτσι τους αφαιρούν από ηλικιωμένους και γέροντες για να σώσουν τους νεότερους ασθενείς. Το όριο επιλογής ορίστηκε στα εξηνταπέντε χρόνια. Μετά, είπε, κάνουν στους ηλικιωμένους και στους γέροντες αναισθησία για να μην υποφέρουν το μαρτύριο της δύσπνοιας και να περάσουν απ’ τον ύπνο στο θάνατο. Τους κρατούν το χέρι στη θέση των αναγκαστικά απόντων αγαπημένων τους, να μη νιώθουν ολομόναχοι μέχρι να πεθάνουν. Κι αυτό με έφερε στο γέροντα Αγχίση, στο γέροντα Πρίαμο και στα ραγισμένα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στο Δεύτερο Βιβλίο της Αινειάδας η Τροία έχει παραδοθεί στη σφαγή και τη φωτιά από τους ανελέητους Δαναούς. Ο γερο-Πρίαμος, «ένας δεσμώτης κιόλας του θανάτου», ικέτης στο βωμό του ερειπωμένου παλατιού του, μάταια προσπαθεί να θυμίσει στον Πύρρο, δηλαδή τον Νεοπτόλεμο, τον «αλαζόνα, κομπαστή», τον άλκιμο νεανία σφαγέα γιο τού Αχιλλέα, που σε «σφαγής παραφορά» σκοτώνει ό,τι ζωντανό βρει μπροστά του, σκοτώνει μπροστά στον Πρίαμο και έναν από τους γιούς του γέροντα, τον Πολίτη, το πώς σεβάστηκε «δίκιο και τιμή του ικέτη» ο πατέρας του Αχιλλέας όταν ικέτης ο ίδιος ο Πρίαμος πήγε να του ζητήσει για να μη μένει άταφο το σώμα του νεκρού γιού του Έκτορα:

 

«…Εάν υπάρχει δίκης οφθαλμός, αν νοιάζονται οι ουρανοί το σέβας,

εύχομαι», του κραυγάζει, «οι θεοί για ένα τέτοιο ανόσιο τόλμημα μια μέρα

αντάξια να σου κάνουν πληρωμή, το έπαθλο που αξίζεις να σου δώσουν,

που μ’ έκαμες κατάματα να ιδώ τον όλεθρο που πήρε το παιδί μου,

που με το αίμα τέτοιου φονικού εμόλυνες το πατρικό μου βλέμμα []

Με τέτοιο λόγο ο γέρων αχαμνό αμόλησε κοντάρι, που δεν είχε

τη δύναμη να κρούσει· απ’ το χαλκό με αντήχηση βραχνή αποκρουσμένο

κρεμάστηκε εκείνο χαλαρά στον αφαλό απάνω της ασπίδας.

Ο Πύρρος τότε λέει: «Ώστε, λοιπόν, αυτή θα είναι η αναφορά σου

προς τον Πηλείδη. Ναι, να θυμηθείς ν’ αφηγηθείς τις θλιβερές μου πράξεις

ο Πύρρος, να του πεις, τυγχάνει γιός ανάξιος πανάξιου πατέρα.

Πέθανε τώρα εσύ στο μεταξύ». Τρεμάμενο εσβάρνιξε το γέρο

απάνω στο βωμό, κι εκεί καθώς ολίσθαινε στο αίμα του παιδιού του,

με το ‘να χέρι αδράχνει τα μαλλιά, ξεθήκιασε με τ’ άλλο το λεπίδι

που άστραφτε και το ‘χωσε βαθιά ως τη λαβή στου γέρου τη λαγόνα.

Του Πρίαμου αυτό ήταν το γραφτό, ήταν της μοίρας θέλημα στο τέλος

την Τροία μες στις φλόγες να τη δει, τα Πέργαμα να δει ερειπωμένα,

αυτός που κάποτε βασίλευε τρανός, αγέρωχος σατράπης της Ασίας,

σε χώρες και λαούς. Τώρα τρανός στο ακρογιάλι κείται, ένα κουφάρι σακατεμένο,

δίχως κεφαλή, κι ούτε κανείς γνωρίζει τ’ όνομά του».

 

Και πέτρες ραγίζουν μπροστά σ’ αυτήν την αβάσταχτη σκληρότητα. Τα μάτια μας γυρίζουν απελπισμένα στον ουρανό, εκεί που

 

«όχι η Λάκαινα Ελένη μήτε ο Πάρης, αυτός ο ξεναπάτης, ο μοιχός, παρά θεοί που δεν γνωρίζουν οίκτο, είναι οι θεοί που θέλουν χαλασμό κι απ’ το ψηλό τους βάθρο στρώνουν τώρα την Τροία καταγής…»

 

Και περιμένουμε απαντήσεις από τη μυρμηγκιά των άστρων. Αν υπάρχουν, εκλιπαρούμε για σημάδια φιλικά, συμπόνιας ή για μια δωρεά που θα μας βοηθήσει ν’ αντέξουμε. Οι δυο μου Βιργίλιοι, απόμακροι στα χρόνια και στο πνεύμα, μα κοντινοί στην ποιητική ενόραση που εκμηδενίζει αστρικές αποστάσεις, συμφωνούν σ’ αυτό. Στρέφουν κι οι δυο το βλέμμα τους στον ουρανό. Μα σ’ αυτό θα επιστρέψω.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ο άγριος φόνος του Πρίαμου συνεγείρει τον Αινεία μα και τον ποιητή. Ο πρώτος αψηφάει φωτιά και χαλασμό της μάχης για να τρέξει στο πατρικό παλάτι να σώσει «φυγαδεύοντάς τον σε κορφές και σε ψηλά βουνά» τον γέροντα πατέρα του Αγχίση, πρώτον αυτόν, μα και την Κρέουσα, τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο, τον Ασκάνιο / Ίουλο. Ο δεύτερος να εισαγάγει το μουσικό αντίθεμα της σκληρότητας, τη λύπηση, την απόρριψη της εκδίκησης, τη λογική της συμπόνιας, την αρμονική αντιζυγία του οίκτου για τον πιο αδύναμο. Είναι πιο πολύπλοκος, πιο εύκρατος ο κόσμος απ’ όσο νομίζουμε, χωράει και το καλό και το κακό, το καλό μέσα στο κακό, το κακό μέσα στο καλό, και στη μάχη του καλού συστρατεύονται κάποτε και τα αγαπημένα φαντάσματα, και η ενάργεια του έμψυχου λόγου τους που έρχεται από μια πνευματική περιοχή που οι ζωντανοί σπάνια προσεγγίζουν—όμως, κάποτε, με τα αόρατα φτερά της σκέψης τους πετούν μέχρι εκεί, σαν σε παιχνίδι, τα μικρά παιδιά. Η προετοιμασία του νέου θέματος αρχίζει με την τυχαία συνάντηση του Αινεία καθοδόν προς το πατρικό με την «μάστιγα» την Τυνδαρίδα, την Ελένη. Το εκδικητικό του χέρι όμως το πιάνει «μια λάμψη καθαρότατου φωτός», η σεβάσμια θεά μάνα του Αφροδίτη και τον αποτρέπει από το μάταιο φόνο μιας ανόσιας ύπαρξης που όμως δε φταίει για την καταστροφή, ενώ τον προτρέπει να τρέξει να σώσει πρώτα «το γονιό του Αγχίση που χρόνοι τον βαραίνουν», ύστερα τη γυναίκα του την Κρέουσα και το γιο του Ασκάνιο/Ίουλο. Όμως ο Αγχίσης, μέσα στα χαλάσματα της πυρπολημένης Τροίας αρνείται να την εγκαταλείψει:

 

«Αφού η Τροία έχει αφανιστεί, αρνούμαι, λέει, να ζήσω παραπέρα

και να γευτώ πικρό ξεριζωμό. Εσείς που ακόμα το αίμα σας ακμάζει,

που το κορμί σας στέκει στιβαρό και στέριο από δύναμη δικιά του,

εσείς γυρέψτε δρόμο για φυγή []

Τον τρόπο να πεθάνω θα τον βρω, με τούτο δω το χέρι μου. Ελεήμων

εχθρός θα με σκυλεύσει· κι αν ταφή δεν αξιωθώ πρεπούμενη, χαλάλι!

[…] Τέτοια τα λόγια που έλεγε κι εκεί ασάλευτος στεκόταν, πεισμωμένος…»

 

Η Κρέουσα, ο Αγχίσης ακόμα κι ο μικρός Ίουλος τον ικετεύουν να φύγει μαζί τους από το χαλασμό. Το δράμα κορυφώνεται καθώς ο Αινείας αντιμέτωπος με τα φριχτότερα άλυτα διλήμματα αποφασίζει να τους παρατήσει όλους και ζωσμένος τ’ άρματα να επιστρέψει στην απεγνωσμένη μάχη των ηττημένων με αντάλλαγμα να δοξαστεί εκδικητής. Τότε:

 

«… κι όπως με ορμή εκίνησα να βγω από το σπίτι,

η Κρέουσα αγκαλιάζοντας σφιχτά τα πόδια μου απάνω στο κατώφλι

τον Ίουλο, το γιό μας το μικρό, κρατούσε μπρος στο βλέμμα του πατέρα:

“Αν πας σε μάχη δίχως γυρισμό, μαζί σου να μας πάρεις κι ό,τι γίνει·

αν όμως έχεις κάποια απαντοχή και γνωστικά επήρες τ’ άρματά σου,

το σπίτι πρώτα φύλαξε. Παιδί ο Ίουλός μας· είναι κι ο γονιός σου

πού θα βρεθούν αυτοί και πού η Κρέουσα, γυναίκα του Αινεία;”»

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

«Όταν το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την άσκηση … της γονικής μέριμνας … πρέπει πρωτίστως να αποβλέπει στην ευημερία του παιδιού» ορίζει το Άρθρο 1 (α) του αγγλικού Νόμου περί τέκνων (1989). Στο γράμμα και το πνεύμα του Νόμου αυτού αναγνωρίζεται η στον εικοστό αιώνα μ.Χ. αναγωγή σε κανόνα δικαίου, η νομική διατύπωση και εφαρμογή του ποιητικού διδάγματος μιας διοσημίας ενός επεισοδίου ενός έπους του 1ου π.Χ. αιώνα:

 

«Με τέτοιο λόγο έβγαζε κραυγή κι αχολογούσε ο βόγκος της στο σπίτι,

όταν σημάδι βγήκε ξαφνικό· το ανιστορώ και λέω πως ήταν θαύμα.

Τον Ίουλο τον είχαμε αγκαλιά, ήταν εκεί, τον βλέπαμε θλιμμένοι,

κι εκείνη τη στιγμή απ’ την κορφή της κεφαλής του φάνηκε μια γλώσσα

από φωτιά να καταυγάζει φως· άβλαβη μια φωτιά, γλυκοφιλούσε

η φλόγα της την κόμη του παιδιού και έβοσκε τριγύρω στους κροτάφους.

Σαστίσαμε εμείς· σε πανικό πασχίζαμε τις φλόγες απ’ την κόμη

να διώξουμε, την άγια φωτιά με ύδωρ να τη σβήσουμε. Ωστόσο,

ο Αγχίσης ο πατέρας μου, ψηλά πασίχαρο εσήκωσε το βλέμμα

και ύψωσε φωνή στους ουρανούς υψώνοντας μαζί τα δυό του χέρια:

“Δία μεγαλοδύναμε, ευχή και δέηση αν κάμπτει τις βουλές σου,

γύρνα και κοίταξέ μας, μόνο αυτό, κι αν η ευσέβειά μας το αξίζει,

δώσ’ μας την πατρική σου συνδρομή, σιγούρεψε την καλοσημαδιά σου”.

Δεν πρόλαβε το λόγο του να πει ο γέροντας κι από τ’ αριστερά μας

βροντής αχός ακούστηκε· με φως περίσσιο ένα αστέρι στα σκοτάδια

έσυρε μια γραμμή εξ ουρανού αφήνοντας ξοπίσω λαμπηδόνα.

Ψηλά, πάνω απ’ τη στέγη του σπιτιού το είδαμε στη σιγηλή τροχιά του

ολόλαμπρο να τρέχει μέχρι που χάθηκε μες στης Ίδης τα ρουμάνια,

το δρόμο σημαδεύοντας για μας…»

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

Πώς είναι δυνατό να αντικαταστήσουν τα φαντάσματα της οθόνης την ψυχοπνευματική εγγύτητα δάσκαλου-μαθητή, μαθητή-συμμαθητή, πώς είναι δυνατό ο γενικός συναγερμός των αισθήσεων που προκηρύσσει η διαδικασία της γνώσης, που μέσα από τις ολάνοιχτες βασιλικές πύλες τους περνά, να αντικατασταθεί τελεσφόρα από την ιογενή ανοσμία-αγευσία-απορία αφής, σχεδόν γενική αναισθησία, της διαδικτυακής αναμετάδοσης φευγαλέων ειδώλων; Ιδιαίτερα αιχμηρή, άπορη, η ένδεια του διαδίκτυου για τα μικρά παιδιά. Όμως το ποίημα έφτασε στη μικρή Εύα, αιχμάλωτη κι αυτή στο δωματιάκι της, όπως και όλο το σχολειό της, του κορονοϊού. Έφτασε από τη δασκάλα μέσα από την οθόνη σε όλη την τάξη και ήταν ένα απόσπασμα από το «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (μέρος της συλλογής «Δοκιμασία», γραμμένο στην Πάρνηθα το 1938 από τον νεαρό, εικοσιεννιάχρονο φυματικό ποιητή Γιάννη Ρίτσο). Για το ποίημα του Ρίτσου θα ήθελα να πω πως είναι μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ελληνικής γλώσσας. (Αν ωστόσο, όπως έχει κιόλας χαρακτηριστεί, το έλεγα «παιδικότροπο», θα υποτιμούσα, μου φαίνεται, και τον ποιητή και τα παιδιά.) Είναι ένα ευτυχισμένο όνειρο μιας γλώσσας που ονειρεύεται τον εαυτό της σαν λαμπυρίδα φωλιασμένη σε σκοτεινά θάμνα, σαν γυαλιστερή χρυσοπράσινη μηλολόνθη σε νέες συναρπαστικές περιπέτειες τρυγώντας το νέκταρ άγνωστων λουλουδιών. Το απόσπασμα, για να το διαβάσουν, να το ζωγραφίσουν ίσως, και να γράψουν ίσως και το δικό του το κάθε παιδί ποίημα, ήταν αυτό (ποιητικά κινδυνώδες, πρέπει να το πω, απόσπασμαάλλο θα διάλεγα εγώ):

 

«Απόψε κοιμηθήκαμε στην ποδιά της Άνοιξης

ακουμπώντας το κεφάλι στην καρδιά της.

Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των πουλιών

και την καρδιά μας.

Το πρωί, που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό

να περπατάει στην κάμαρά μας σα γαλανό πουλί με

χρυσά μάτια που τσίμπαγε τα ψίχουλα των σκιών

πού ‘χαν μείνει από χτες βράδι στο πάτωμα.

Μια στιγμή, να νιφτούμε, και φτάσαμε.»

 

Η εννιάχρονη Εύα (ας σημειώσω πως είναι βιολοντσελίστρια) κάθισε στο γραφειάκι της, πήρε το πιο αγαπημένο της μολύβι, ταχτοποίησε ένα χαρτί λευκό μπροστά της, σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό που δεν φαίνονταν πουθενά, και έγραψε με μιας το ποίημα της. Ήταν αυτό:

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

Τα αστέρια που λάμπουν

 

Αν δεις καμιά φορά

τ’ αστέρια που λάμπουν,

πες τους κάποια λέξη,

σαν, να υπάρχουν.

 

Άμα τα βλέπεις

να πέφτουν στη γη,

θα καταλάβεις, πως σου δίνουν

μια μικρή ανταλλαγή.

 

Όπως σε μένα, που

μου δώσαν τη μουσική.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………

Δεν ήμουν εκεί (στη μεταγραφή τηρώ ευλαβικά τη δική της άψογη μουσική στίξη). Δεν είδα καμιά γλώσσα φωτιάς να γλυκοφιλάει την κόμη της. Δεν μπορώ όμως να μη σημειώσω ότι έπραξε ό,τι ακριβώς η Μνημοσύνη φώτισε το πνεύμα του Βιργίλιου να βάλει τον Αγχίση να πράξει. Σήκωσε, τη στιγμή του φοβερότερου αδιέξοδου της αιχμαλωσίας και του εγκλεισμού από άγνωστο αόρατο εχθρό, αδάμαστο από τους παντοδύναμους μεγάλους που την φροντίζουν και την προστατεύουν, με τις φοβερές ειδήσεις να ξεφεύγουν σίγουρα ως τ’ αυτιά της, μέσα στο σάλο μιας ανασφάλειας που πρέπει σίγουρα να συνταράζει τα φύλλα της ψυχής της, σήκωσε σε μια πανάρχαιη κίνηση τα μάτια της στ’ αστέρια, υποψιάστηκε και φοβήθηκε την αδιαφορία και τη νέκρα τους, επινόησε τη μέθοδο να επικαλεστεί την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία τους, τα κάλεσε να παίξουν μαζί της, και με τον νοερό ποιητικό συνομιλητή της, ίσως τον ίδιο της, και όμως άλλο, ποιητικό και πιο ασφαλή εαυτό, έστησε πάνω «στη σιγαλιά που είναι από μόνη της φοβέρα» ένα μικρό ποιητικό αμφιθέατρο για να δώσει την παράστασή της· τέλος, πίστεψε και κάλεσε και το συνομιλητή της να πιστέψει, στο ουρανοκατέβατο δώρο της ζωής που στη δική της ατομική περίπτωση είναι μουσικό δώρο.

Θα μείνει, όπως αρμόζει, σκοτεινός ο λαβύρινθος αυτής της ποιητικής επικονίασης. Από το Ρίτσο στο Βιργίλιο μέσω Εύας.

———————————————————————————————————————————–

«Έλα, λοιπόν, πατέρα μου καλέ, στο σβέρκο και στη ράχη μου απιθώσου.

Στους ώμους θα σε πάρω σηκωτό· δεν είναι μόχθος που θα με βαρύνει.

Όπου κι αν βγει η περίσταση αυτή, ένας και για τους δυο ο κίνδυνός μας,

ένας και για τους δυό μας γλιτωμός. Τον Ίουλό μας το μικρό στο πλάι

θα έχω και ξοπίσω χωριστά θ’ ακολουθεί η γυναίκα μου το βήμα.»

 

Έτσι αποφάσισαν, και ο Αινείας, με τον πατέρα του στην πλάτη , τη γυναίκα του και το παιδί του, πήραν όλοι μαζί το δρόμο του γλιτωμού.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Η δόξα της θαυμαστής μετάφρασης της Αινειάδας ανήκει στον Θόδωρο Παπαγγελή (ΜΙΕΤ, Αθήνα 2018). Επίτευγμα που αφήνει έκθετους όσους ελληνόφωνους επιμένουν να αγνοούν το πραγματικά ιδρυτικό κείμενο του ευρωπαϊκού πολιτισμού μας. Ακόμα αφήνει έκθετους και όσους επιμένουν να ψάχνουν στην «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμί παραλληλισμούς της τωρινής τραγικής πανδημίας, και των κοινωνικών αδιεξόδων και των ηθικών διλημμάτων που δημιουργεί. Πολύ πιο σύγχρονό μας από την «Πανούκλα» κείμενο είναι η Αινειάδα.