Όλο και περισσότεροι αδέσποτοι ήχοι μαζεύονται σαν σκυλιά στην πόρτα, τα χαράματα. Η πόλη ερήμωσε και γέμισε φαντάσματα. Λούφαξαν οι χορωδιακές αρμονίες του πλήθους. Όλοι οι παλιοί συγκεκριμένοι ήχοι ανθρώπων και πραγμάτων, ήχοι που αφήνονταν στη σουρντίνα της συνήθειας, ξυπνούν σε μια νέα ζωή και επίμονα αποζητούν το δικαίωμα μιας άνευ προηγουμένου μουσικής υπόστασης. Και σα να μη θέλουν να αντηχούν σαν απελπισμένη μουσική εντολή σύνθεσης σε μια απέραντη κούφια μουσική μνήμη, ξενίζονται ενδιάμεσα από τη «Συμφωνία» του Λουτσάνο Μπέριο. Σαν καράβι ταξιδεύει αυτή στη νύχτα την καλοκαιρινή του πελάγους, κατάφωτη, λάμποντας από λέξεις, κείμενα, φωνές που τραγουδούν ή ψιθυρίζουν, κρουστά κάθε είδους που αλλάζουν το ρυθμό των κυμάτων, πνευστά που κουβαλούν μηνύματα από μακρινά δάση, μια άθεη ιεροτελεστία ανοιχτών, απεριόριστων μεταμορφώσεων, η ιεροτελεστία της γενιάς μας. Πλέει αυτή πάνοπλη από όπλα ακατάλυτης ελευθερίας προς τα Κύθηρα της ευδαιμονίας της. Ίνα τελεστούν οι προειπωμένες εκστάσεις που εποπτεύουν οι άμορφες, άφθαρτες, ασχημάτιστες, κολοσσικές, ανονόμαστες εκείνες παρουσίες. Που γαληνές και παντεπόπτισσες συμπαραστέκονται σε όλων των αισθήσεων την αργή, απειροδύναμη και λογική ασωτεία.
Τινάζομαι απότομα σα να ξυπνώ ξαφνικά από βαθιά νάρκη, σα να μου κόβουν τον αέρα: Καμιά ορχήστρα, ποιος ξέρει για πόσον καιρό, δεν θα ξανασυναχτεί να παίξει μπροστά σε κοινό σε αίθουσα συναυλιών. Μόνο πένθιμα μοναχικά ερημοπούλια, σε τεχνητούς απομονωμένους ηχοθάλαμους, θα αναπέμπουν θρηνητικά λυρικά ξεσπάσματα που δεν θα απευθύνονται σε κανέναν, θα επιστρέφουν άπρακτα, δεν θα ανατροφοδοτούνται, δεν θα αιμοδοτούνται από κανέναν· θα σκοντάφτουν σε αόρατους αδιαπέραστους συνοριακούς φράχτες όπου θα κρυπτογραφούνται για να αναμεταδοθούν με ασφάλεια σε γυάλινες οθόνες και να παραδοθούν άσηπτα, αχνώτιστα, αφίλητα από θέρμη ανθρώπινη, σε έγκλειστους, μοναχικούς, μασκοφορεμένους και γαντοφορεμένους παραλήπτες: κλαδιά τρεμάμενα στον παγωμένο αέρα, /γυμνά ερειπωμένα χοροστάσια, όπου το σούρουπο παλιά γλυκολαλούσανε πουλιά /. Η μουσική κοινωνία αναστέλλεται επ’ αόριστον. Όπως οι μετακινήσεις, οι μετακομίσεις, οι ανακαινίσεις, οι ανακομιδές, οι μεταλήψεις, οι χωρισμοί, οι συνευρέσεις, οι κηδείες, οι γάμοι, οι ακολουθίες του Πάσχα, τα σώματα, οι επαφές, η χαρά, η χειραψία, τα φιλιά, οι εκδόσεις, η λειτουργία των δημόσιων βιβλιοθηκών, των καταστημάτων, των σχολείων, των πανεπιστημίων, των ταξιδιών, των εξερευνήσεων. Α ναι, όπως πάντα, όπως παλιά, ο πόλεμος δεν αναστέλλεται. Όπως οι λοιπές αθώες και αναγκαίες φυσικές καταστροφές, πράγματα της καθημερινης ρουτίνας—λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί— που ζήλεψαν τη δόξα του κοκορόμυαλου Ιού και μπήκαν στο μακάβριο χορό ορεξάτες για να μη χάσουν το όργιο και το θρίαμβο του αυτοκράτορος επί ασπίδος, του κυρίαρχου της τύχης μας θανάτου.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………
Μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω. Μαθαίνω σήμερα πως υπάρχουν δυο ειδών προστατευτικές μάσκες, οι χειρουργικές και οι FFP2 (αργότερα έμαθα πως τα είδη είναι περισσότερα). Οι πρώτες φοριούνται από τους ασθενείς από κορονοϊό, για να μη μολύνουν τον περίγυρο. Τις δεύτερες τις φοράει το νοσηλευτικό προσωπικό για να μη μολύνεται. Επίσης, ο Ιός δεν ζει τρεις ώρες στον αέρα, όπως ειπώθηκε, αλλά μέχρι και δυο μέρες στα σταγονίδια. Αν λοιπόν κάποιος πάσχων βήξει η φταρνιστεί, οι έφιπποι στα σταγονίδια ιοί εκτοξεύονται για να καταλήξουν—οι παραδοσιακοί νόμοι της βαρύτητας ισχύουν ακόμα— μαζί με τα σταγονίδια στο έδαφος. Οι πιο μολυσμένες επιφάνειες είναι η επιφάνεια του εδάφους και οι σόλες των παπουτσιών μας. Μαζί με την ανάγκη συνεχούς απολύμανσης και των δυο, και την άγια μουσουλμανική συνήθεια να βγάζουμε και ν’ αφήνουμε τα ποδήματα έξω από την εξώθυρα της κατοικίας μας, να κυκλοφορούμε εντός με παντούφλες ή ανυπόδητοι, αναδύεται μέσα από τη θολή μαργαριταρένια ρέμβη παλιάς φαρμακευτικής γυάλας η λέξη «περμαγκανάτ». Για να εμπλουτίσει βιωματικά την γενική υστερία αντισηψίας που μαστίζει δικαιολογημένα τον αθηναϊκό πληθυσμό. Είχε ύποπτο ενοχικό αντίλαλο η λέξη αυτή ακόμα και στον άσηπτο παιδικό μου κόσμο. Απόκτησε ακόμα ισχυρότερο, καθαρότερα πορνικό, όταν, σχεδόν έφηβη, διάβασα μισοπαρακολουθώντας-το τό «Ανατολικά της Εδέμ» του Στάινμπεκ, με την κολασμένη ατμόσφαιρα του πορνείου της μητέρας των δυο αδερφών. «Αποκλειστικότης για την ελληνική γλώσσα: Α.Ν. Συρόπουλος» είναι η παλιοκαιρίσια δήλωση για το κοπιράιτ (χωρίς χρονολογία, δυστυχώς) στο οπισθόφυλλο της σελίδας μεσότιτλου του βιβλίου, κάτω από τον αγγλικό τίτλο «East of Eden». Στο πρωτοσέλιδο: «Μετάφραση: Κοσμά Πολίτη» και στο κάτω μέρος ο εκδότης: «Βιβλιοπωλείον Α.Ν. Συροπούλου—Θεσσαλονίκη». «[…] Ίσως αυτό το βιβλίο να είναι ένα περιπλανημένο παιδί που ξαναγυρίζει να επισκεφθεί τη μητρική γη με την ελπίδα πως θα γίνει καλόδεχτο» καταλήγει ο συγκινημένος πρόλογος του Στάινμπεκ στην ελληνική έκδοση. Στον λιγόλογο κολοφώνα πληροφορείται ο αναγνώστης τον τυπογράφο που εργάστηκε για τον εκδότη και πως «το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης κ. Ε. Σπυρίδωνος». Ο Άγγελος ή Ευάγγελος Περικλέους Σπυρίδωνος (1900-1977), ζωγράφος και χαράκτης που φιλοτέχνησε ανάμεσα σε τόσα άλλα και τα «αρχικά» (τα πρωτογράμματα) και τις εικόνες—εκτός από το εξώφυλλο που είναι του Μάριου Αγγελόπουλου— στην έκδοση από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας (χ.χ.=χωρίς χρονολογία, κατά την βλαβερή παλαιότερη εκδοτική συνήθεια) του αναγνωστικού για το δημοτικό σχολείο «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Αλλά και εκείνο το κομμένο γαρίφαλο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης του 1943 «για λογαριασμό του συγγραφέα» τού «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» του Μυριβήλη. Η εφήμερη ομορφιά αυτού του ζωντανού μα κιόλας αποκομμένου από τις ρίζες της ζωής του λουλουδιού είναι ήδη μια πράξη αντίστασης στη μοίρα του θανάτου. Ανοίγω το «Ανατολικά της Εδέμ» και βυθίζομαι στη θεσπέσια ζουμερή γλώσσα του Πολίτη που σαρώνει κάθε ψόγο ανακρίβειας ή παράφρασης εκτοξευμένο κατά καιρούς ανίερα από μια ατάλαντη φιλολογική συνομοταξία που εννοεί να μην χαμπαρίζει από πεζογραφικό διηγητικό πάθος παρά μόνο από λιγνούς ξενηστικωμένους καλόγερους ασήμαντης ορθοέπειας: [ο λόγος για τη γεωλογία της κοιλάδας του Σαλίνας στη Βόρεια Καλιφόρνια] «Στην απλωτή χθαμαλή γης της κοιλάδας το χώμα ήταν βαθύ και καρπερό. Δε χρειαζότανε παρά ένα χειμώνα πλούσιο σε βροχές, για να ξεπεταχτούν χορτάρια και λουλούδια. Τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια μιας βροχερής χρονιάς, ήταν κάτι απίστευτο. Ολόκληρο το βάθος της κοιλάδας καθώς και οι πρόποδες των βουνών, ήταν στρωμένα με χαλιά από αγριολούπινα και παπαρούνες. Κάποτε, μια γυναίκα μου είπε πως τα χρωματιστά λουλούδια θα φαίνονταν πιο ζωηρά αν πρόσθετε κανείς ανάμεσά τους και λίγα άσπρα, για να ξεχωρίζουνε τα χρώματα. Κάθε γαλάζιο ανθοπέταλο αγριολούπινου, έχει ολόγυρα μια λευκή στεφάνη, κι έτσι ένας κάμπος από αγριολούπινα είναι αφάνταστα γαλάζιος. Κι ανακατωμένες μαζί τους φυτρώνανε παπαρούνες της Καλιφόρνιας. Κι αυτές έχουν ένα χρώμα φλόγας—ούτε πορτοκαλί ούτε χρυσαφί, αν όμως το καθαρό χρυσάφι ήτανε σε υγρή κατάσταση και μπορούσε ν’ αφρίσει, αυτός ο χρυσαφής αφρός, ίσως θα ‘χε το χρώμα της παπαρούνας. […] Σαν έμπαινε ο Ιούνιος τα σπαρτά καρπίζανε και σκουραίναν και οι πλαγιές των λόφων έπαιρναν ένα χρώμα καφετί, που δεν ήτανε ακριβώς καφετί, αλλά ένα μείγμα χρυσαφί, σαφρανί και κόκκινο, ένα χρώμα που δύσκολα περιγράφεται». Σταματάω με πόνο ψυχής. Γιατί αυτή η βουτιά σ’ αυτό το πανηγύρι σημαιοστολισμού όλων των αισθήσεων που ευαγγελίζονται την ακατάβλητη ζωική πληρότητα; Φάρμακα εγκλεισμού, ίσως. Τα τελευταία νέα που φέρνει στους έγκλειστους στην καθημερινή ιική ενημέρωση των 6 μ.μ. ο δόκτωρ Κορονοϊός αφορούν τον εμπλουτισμό των συμπτωμάτων της νόσου COVID19 με ανοσμία και αγευσία. Είναι στ’ αλήθεια υποδειγματικός άμα και σαγηνευτικός ο τρόπος που ο καθηγητής Τσιόδρας κρατάει σε απόσταση υπερούσιας επιστημονικής ασφάλειας πάνω από το κεφάλι του βυζαντινό στέφανο γλυκιάς μούχλας από λιβάνι και υγρασία, όπως και ο τρόπος που κολάζει την ακρασία του πένθιμου ειλητάριου που ανελλιπώς ξετυλίγει στον πρόλογο των συναντήσεών μας. Όπως εκείνος ο νέος σε μια Έγερση του Λαζάρου του 12ου αιώνα, στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, τις κειρίες τού ήδη αναστημένου δίπλα στον αποκυλισμένο λίθο του μνήματος, Λάζαρου, κατ’ εντολή του εξ αριστερών ερχόμενου πορφυροχίτωνα, γαλανοστέφανου Χριστού.
Οι μέρες που περνάμε κρύβονται ντροπιασμένες πίσω από παραπλανητικά επίθετα: «δύσκολες», «άχαρες», «μαύρες», «μίζερες»—κανένας δεν τολμάει να τις πει με τ’ όνομά τους: δολοφονικές, θανάσιμες, πένθιμες, μοχθηρές, επιτάφιες. Σε μαύρα πέπλα είναι τυλιγμένες, στολισμένα με δελτία θανάτων. Δεν χορεύουν τον ωραίο χορό των Ωρών και των εποχών. Νεκρόφιλες σέρνουν τα απειλητικά τους βήματα σε τόπους κρανίου όπου χαίνουν τάφοι. Υπολογιστικές και αδυσώπητες ξεκρίνουν ακαριαία τους αδύνατους κρίκους της ανθρώπινης κοινωνίας, επιτίθενται με ταχύτητα φωτός και θερίζουν αρχινώντας απ’ τα γηροκομεία, τις φυλακές, τα σωφρονιστήρια, τους χρόνια πάσχοντες, τις διάφορες «δομές». Μέρες άπορες όπου η παρηγορία άπορη πορεύεται ετοιμοθάνατη στην έρημο της τοξικότητας με τις σπάνιες οάσεις που είναι άυλοι αλγόριθμοι και η χλωρίδα τερατώνυμα σκευάσματα όπως ΛΟΠΙΝΑΒΙΡ, ΡΕΤΟΝΟΒΙΡ, ΟΣΕΛΤΑΜΙΒΙΡ, ΡΕΜΔΕΣΙΒΙΡ, ΥΔΡΟΞΥΧΛΩΡΟΚΙΝΗ, ΦΑΒΙΠΙΡΑΒΙΡΟΥΜΕΦΟΝΟΒΙΡΑΖΙΘΡΟΜΥΣΙΝ. Αγέλαστες μέρες που γελούν σαρδόνια μόνο όταν αναλογίζονται με βαθιά ικανοποίηση το σατανικό βασανιστήριο που επινόησαν ειδικά για τα μικρά παιδιά: ναι, θα σας λυπηθούμε μικρά απερίσκεπτα κουφόπτερα στρουθία γιατί ακόμα και ο Ιός συγκινήθηκε απ’ τη χάρη σας και σας διάλεξε για κατοικία του ο Μολώχ και ούτε θα σας φάει ούτε θέλει να σας χάσει, αλλά ξεχάστε το παιχνίδι με άλλα παιδιά, ξεχάστε το σχολειό σας, ξεχάστε τους παππούδες και τις γιαγιάδες σας, τους «μεγάλους», επιπόλαια «προστατευόμενα τέκνα». Άυλα θα παίζετε ολομόναχα μπροστά σε οθόνες. Δεν νομίζω πως είναι δυνατόν να βυθομετρηθεί ο ψυχικός σάλος που προκαλούν αυτές οι συνθήκες άτυπης φυλακής με αόρατα κάγκελα σ’ ένα παιδί. Μέσα σ’ αυτό το πρωτόγνωρο περιβάλλον όπου το ανθρώπινο ον καλείται να αποχωριστεί σωματικές και ψυχικές ανάγκες αιώνων και να μετουσιώσει εκβιαστικά την αφόρητη αίσθηση στέρησης, τα παιδιά ελπίζω να ανακαλύψουν το παιχνίδι με το οποίο θα αναπληρώσουν όλα τα παιχνίδια που τους στέρησαν, το νέο συναρπαστικό Παιχνίδι του Κρυφτού με τον Ιό. Βρέθηκαν στο απειλητικό και σκοτεινό δάσος όπου ενεδρεύει το Τέρας και ψάχνουν να βρουν τον τρόπο να το εξημερώσουν, να το μεταλλάξουν, να το κάνουν σύμμαχο, μαθαίνοντας τα χούγια του, μελετώντας το, ακόμα και με σεβασμό επιστημονικό γιατί είναι κι αυτή η τερατώδης μορφή, μια παράξενη μορφή σχεδόν-ζωής που μας βλάπτει στα τυφλά. Όχι να το σκοτώσουν αλλά να του δείξουν πως λάθος σταδιοδρομία διάλεξε και αν θέλει να επιζήσει, λάθος κατορθώματα έβαλε στο στόχο, και οφείλει να αλλάξει. Η αγωγή της συμβίωσης είναι δύσκολη. Το βλέπουμε και ανάμεσα στους ανθρώπους. Το όπλο είναι η γνώση που οδηγεί στην κατανόηση, το γέλιο, η τέχνη—και βέβαια, πάνω απ’ όλα, η μουσική. Σε πρώτη φάση, η μικρή Εύα άρχισε να κρατάει ημερολόγιο. Σε δεύτερη, έκτισε το χρόνο της γύρω από το σκάιπ για παρέα και μαθήματα, το περίφημο «βλέψιμο» (αυστηρά ορισμένο και περιορισμένο χρόνο παρακολούθησης κυρίως Χάρι Πότερ), την ανάγνωση των «Περιπετειών της Αλίκης στη Χώρα των θαυμάτων» και, κυριότατα, το βιολοντσέλο της. Τα μαθήματα με το Γερμανό δάσκαλό της που ευπαθής ο καημένος αναγκάστηκε στο Βερολίνο να αυτοπεριοριστεί και να στερηθεί την παρουσία των μικρών μαθητών του και την αναντικατάστατη ζωντανή διδασκαλία, γίνονται μέσω σκάιπ. Τώρα μελετούν το πρώτο μέρος του Πρώτου κοντσέρτου για βιολοντσέλο του Χάιντν σε ντο μείζ. Hob :VIIb:1. Προχωρούν σχεδόν κανονικά. Στα διαλείμματα, μετουσιώνοντας όλη την αγανάκτησή της σε γέλιο, κατατρόπωσε θριαμβευτικά τον Ιό με μουσική, όπως φαίνεται και στο σκίτσο της.