Στα Καλύβια, στα εξοχικά κέντρα, στις ψησταριές, άλλοι με δερμάτινα σακάκια και άλλοι με βερμούδες. Στην επιστροφή το απομεσήμερο από την παραλιακή, αρκετοί στη θάλασσα την ώρα που δημοτικοί υπάλληλοι κάπου, μάλλον στη Βάρκιζα, ξεφόρτωναν από καρότσα χριστουγεννιάτικο στολισμό για το δρόμο. Στο κέντρο της Αθήνας πριν βραδιάσει, τα μαγαζιά ανοιχτά, Κυριακή όπως καθημερινή, με τον Καζαμία 2020 σε καλάθια στην είσοδο φτηνομάγαζων και τον ουρανό σε προχωρημένη άνοιξη.
Το Facebook παροτρύνει να αναρτήσω εκ νέου φωτογραφίες τεσσάρων χρόνων που με μπερδεύουν, θα μπορούσαν να είναι περσινές, της φετινής άνοιξης, του περασμένου σαββατοκύριακου. Αναδίπλωση ζωής, χρόνια και ημέρες, καιρός ανασυνταγμένος και πυκνά πακεταρισμένος, που θα μπορούσα να τον αποκαλέσω μέρα της μαρμότας αλλά δεν είναι, είναι όπως εκείνο το μυθιστόρημα του Καμύ, ο Ευτυχισμένος Θάνατος, που άρχισε και έμοιαζε με τον Ξένο, αλλά κατέληξε αλλού και καλύτερα, σε γκαζωμένο fast forward των ίδιων εικόνων, ήλιων και καρπών που αναδύονται και πέφτουν μέσα και δίπλα από τη θάλασσα, μέχρι που σταματούν.
Σκέφτηκε εκείνα τα βράδια πάνω από το Αλγέρι, όταν υψώνεται ο ήχος των σειρήνων και οι εργάτες σχολάνε από τα εργοστάσια. Το άρωμα της αψιθιάς, τα αγριολούλουδα ανάμεσα στα ερείπια και η ερημιά των κυπαρισσιών στο Σαχέλ έδωσαν μια εικόνα ζωής που η ομορφιά και η ευτυχία πήραν όψη δίχως την ανάγκη ελπίδας.