Ευριπιδάκη, κουρέλι κουρελάκι
20-12-2018

To 168 π.Χ., η Μακεδονία μετά την μάχη της Πύδνας, υποτάχτηκε στους Ρωμαίους. Είκοσι χρόνια μετά, ο Ανδρίσκος επαναστάτησε και οι Ρωμαίοι έστειλαν έναν στρατηγό και τους λιάνισε, παίρνοντας τα κατάλληλα μέτρα εσωτερικής διάλυσης, και λοιπά και λοιπά. Και ακολούθησαν οι «πταίσαντες» Δίαιος και Κριτόλαος, ο καθένας με τα χούγια του και υπέταξαν την νότια Ελλάδα.

Δεν σκοπεύω να μετρήσω τις αναρίθμητες ανάλογες ιστορικές συγκυρίες, σε άλλη γη, σε άλλα μέρη, όπου η ήττα έφερε αναβρασμό και νοσταλγία και άλλα ρομαντικά και μη αναστρέψιμα, αλλά προσπαθώ να καταλάβω πόθεν προέκυψε ο πόνος των αγωνιστών του ’21, που διακόνευαν στους δρόμους, η εποχή των ληστών και των ιπποτών των ορέων, η αρχαία τελετή να κατσικωνόμαστε στις τηλεοράσεις για να δγιούμε τις φωτιές στην Στουρνάρη και την άλλη μέρα να μαζεύονται οι γονείς και οι αλληλέγγυοι στα δικαστήρια (γινόταν κάποτε και συλλήψεις) καλώντας τις αρχές να αφήσουν τα παιδιά, δεν έγινε και τίποτε.

Πολλά χρόνια ακόμη θα πληρώνουμε τον Εμφύλιο. Κάθε τόσο, υπάρχει αναβρασμός και νοσταλγία και άλλα φαινόμενα. Τα υπόλοιπα, στον «Ευριπίδη, Αθηναίο» του Σεφέρη.

Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.