«Αυτό είναι παράδοξον
αλλ’ αληθεύει τάχα;
Κι εις το Περτούλι έλεγε
μια ωραία βλάχα
οτι της Αγίας Κυριακής
οι πάντες ευωχούνται
εκ της ελάφου τρώγοντες,
ήτις πηδώσα έρχεται
εκεί και σφάγιαζεται
και ως θυσία άμωμος
εκούσα θυσιάζεται»
[Λαογραφικά Περτουλίου]
Δεν έχω δει δυστυχώς ταινία του Λάνθιμου, μήτε παρακολούθησα ως ώφειλα, όλο το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Διέτρεξα τα περί κλοπής, λογοκλοπής και υπεξαίρεσης κειμένων ή ιδεών και δεν αισθάνθηκα προδομένος ή εξαπατημένος ή συμπαραστάτης, ίσως επειδή μου λείπουν συνέχειες.
Μόνο στο ιερό ελάφι έμεινα και στην περιγραφή ενός οικογενειακού αντίστοιχου που τόσον ο Λάνθιμος, όσο και ο Δημητριάδης πραγμάτωσαν και διεκδικούν. Στην πίκρα του Δημητριάδη (που έχει την αμέριστη συμπάθειά μου) η μόνη μου απορία παραμένει: αλήθεια, όταν χρησιμοποιείς ή εμπνέεσαι ή «κλέβεις» μια δραματουργική ενότητα, αλλά επιθυμείς να μνημονεύσεις την πατροτητα μιας ιδέας, ιδίως στο σινεμά, το βάζεις στο ζενερίκ; Μήπως το αναφέρεις τιμητικά στην πρες κονφερανς; Ή περιμένεις να δεις στους τίτλους «ευχαριστώ τον Δ.Δ για την λαμπρή ιδέα του, που με οδήγησε να εμπευστώ μια σκηνή;»
Τελικά προκειται για μετωνυμικη μεταφορά (ακόμη μία) ενός κλασικού οικογενειακού μύθου, της Ιφιγένειας, τόσο της εν Αυλίδι, όσο και της εν Ταύροις, απ΄όπου φυσικά και η υποτιθέμενη θυσία μιας ελάφου, από τα ιερά ζώα της Αρτέμιδος -μία ενότητα ομοιοθέτων που ενίοτε αλληθωρίζει και προς την έκτακτη Βραυρώνα και τις αρκτείες συνοδούς της.
Από την άλλη, εκκρεμεί το έργο και ο θάνατος του Ευριπίδη που έζησε και απέθανε σπαραγμένος από σκυλιά, τις τραπεζήες ή εστερικές λαγωνίκες στο κτήμα που του παραχώρησε ο Αρχέλαος. Ο Ευριπίδης ήταν ο δημιουργός, άρα και φυσικός αυτουργός των δύο περί την Ιφιγένεια έργων.
Προσέξτε τώρα: στη Ρεντίνα της Μυγδονίας, σε ένα οδοιπορικό της Εγνατίας Οδου, μνημονεύεται ο σταθμός Peripides (Ευριπίδης) όπου ετάφη ο Τραγικός, κοντά στην πόλη Αρέθουσα και πριν μπει ο οδοιπόρος στα «μακεδονικά Τέμπη». Ε, η παράδοση, ανεξάρτητη από το «ιερό ελάφι» και τις οικογενειακές υποθέσις, διατηρείται σήμερα, στον ναό της Αγίας Μαρίνας στην είσοδο των στενών.
Κατά την παράδοση, που πρωτάκουσα από κατοίκους της Ρεντίνας, αναφέρεται ένα κουρμπάνι, μία θυσία ελάφου. Συγκεκριμένα έφτανε άπαξ του έτους ένα ελάφι το οποίο οι επιχώριοι θυσίαζαν, ακολουθώντας ένα τελετουργικό. Αλλά μια χρονιά το ζωντανό άργησε, έφτασε νηστικό και κουρασμένο, οπότε το έσφαξαν αμέσως. Η ιεροσυλία πληρώθηκε έκτοτε. Ελάφι δεν ξαναφάνηκε και έκτοτε θεωρούνται γρουσούζηδες οι αυτουργοί και περιορίζονται σε σφαγή ενός προβάτου.
Συμπέρασμα: υπήρξε μια συγκεκριμένη θεοδικία επί του τάφου του Ευριπίδη, γύρω από μία μη αποδεκτή ανθρωποθυσία, η οποία εύκολα θα είχε σύγχρονες εφαρμογές, όπως συνέβη σε άλλους με το λουτρό και τον Αίγισθο, με την μνηστηροφονία και πλήθος άλλων παραδόσεων που διέλαθαν και υφίστανται και στη σύγχρονη δημιουργία, θεατρική και άλλη.
Αν μάλιστα είναι ισχυρή η υπόθεση εργασίας πως ο Ευριπίδης Ιφιγένεια εν Αυλίδι τραγώδησε κατά την παραμονή του στη Μακεδονία, το έτος 407 πΧ (και μάλιστα την παραγωγή στην Αθήνα έκαμε απόγονός του) εκτός από τις «Βάκχες» και τον «Αρχέλαο», η συνίζηση του θέματος υπερβαίνει κάθε δημιουργική φαντασία: το φαντασιακό τρέπεται σε ουσιαστικό, το μύθευμα αποκτά ριζίδια.
Κανονικά, θα περίμενα λοιπόν στο σενάριο να αναγράφεται «πάνω σε μια ιδέα του Ευριπίδη» μια φράση που δεν πρόκειται να δω ποτέ των ποτών.
Εξάλλου, ποτέ δεν θα λησμονήσω τον ευγενή πλην ήσσονα Σαλονικιό ποιητή που θύμωσε επειδή κάποιος ή κάποιοι χρησιμοποιήσαν τη λέξη «φεγγάρι» όπως εκείνος, στο έργο τους. Και δεν θα λησμονήσω τον μέγιστο συνθέτη που ζήτησε εμφατικά να του δοθεί πλανήτης ή δορυφόρος (ναι ναι ναι, ήμουν αυτόπτης) ώστε η μουσική ενός «άλλου» συνθέτη να μη διασχίζει κατ΄αποκλειστικότητα δορυφορικώς το στερέωμα.
Από την ακένωτη αρχαία δραματουργία, λίγες εκφράσεις πάντως έμειναν ελεύθερες πνευματικών δικαιωμάτων. Προχείρως, το πανίσχυρο «Οιδιπόδειο», ο γεραρός εκείνος «Πριαπισμός», ενώ από θυσίες, φρόντισε η «θυσία του Αβραάμ» να μονοπωλήσει το ζήτημα, ενώ από την εν Ταύροις διαμονή της, ακούεται που και που ένα «δεν θα γίνω εγώ Ιφιγένεια» συνήθως από πολιτικό που συνελήφθη με φρουτοσαλάτα σε κηδεία.
Και δεν είναι μόνον ιδιοπεριόριστα τα διαχρονικά κείμενα στα πλαίσια της εθνικής μας τυφλώσεως ή γκαβωσύνης. Τα ίδια με τον Σαιξπηρικό λειμώνα, όπου ο Μακμπέθ, το δάσος που σαλεύει, ο Πολώνιος, η εκμέτρηση της ήττας μέσω νεκροκεφαλών ή οραμάτων, ένα σωρό αθάνατες ατάκες δεν έχουν κοιτίδα, δεν υπάρχει ο αρχικός εμπνευστής ή χρονογράφος. Δεν ξέρω πόσες φορές χτυπάει το καμπανάκι όποτε παραμορφώνεται ένας βασιλιάς Ληρ σε σχέση με το κληρονομικό δίκαιο.
Για να περιοριστώ στην αρχαιότητα, την δήθεν «δική μας» ο Παρθενώνας ως σύμβολο δεν τραβάει λιγότερα και δεν υπάρχει αυτούργιος ιδέα που να διατηρήθηκε επί πολύ: υπενθυμίζω πως η σαπουνέ μακετούλα του μνημείου στις πρόσφατες Βάκχες του Ευριπιδάκη «κουρέλι κουρελάκι» εμφανίστηκε ως τρισδιάστατο εκτυπωμένο αντίγραφο στην παρέλαση της αρχαιότητας στην τελετή έναρξης των Αγώνων του 2004, αλλά στο βάθος του καιρού, το ίδιο σχηματικό εκτύπωμα υπήρχε ως έμβλημα στα πάντσερ των χιτλερικών στρατευμάτων που σάρωσαν από τα σύνορα έως την Πελοπόννησο την Ελλάδα το 1941. Κι εκεί Παρθενώντας, ως πρώιμο στίκερ.
Συμπέρασμα: όπως λέγαμε παλια ότι «η θέμις έχει κέφια» ως τίτλωση ενός κοινότοπου δικαστικού ρεπορτάζ, έτσι η αιματηρή ανθρωποθυσία, κατάλληλα μεταποιημένη σε υπέρτατο τιμωρητικό αγαθό, διαρρέει διαχρονικά την καλλιτεχνικη έκφραση ή το ηθικό ποτενσιόμετρο των κοινωνιών.
Ανήκω στους οπαδούς του ρητού «ο χρόνος είναι κλέφτης» και διατηρούμαι στη ζωή, όχι επειδή ακούω τον πόνο των δημιουργών, αλλά επειδή βλέπω κι εμπιστεύομαι τις ρυτίδες τους.