Κοίτα με με ένταση στα μάτια,
σαν να ‘σουν ο Αυτιάς
κι εγώ ο καλεσμένος σου,
και το βλέμμα σου να κρεμότανε
από την κάθε συλλαβή μου,
σαν με αυτή να άρχιζε
και να τέλειωνε ο κόσμος,
σαν να ΄σουν ο Αυτιάς
κι εγώ ο καλεσμένος σου.
Κι ύστερα, όταν οι κάμερες έσβηναν
και τέλειωνε η εκπομπή σου,
να μην με άφηνες να φύγω
σαν έναν ακόμα Ρωμανιά,
αλλά να δραπετεύαμε μαζί
από την ένταση του βλέμματός σου,
ταξιδεύοντας χαλαρωτικά
πάνω στα κύματα του ηχοχρώματος
της φωνής του Μαραβέγια.
Μετά θα μπαίναμε μαζί,
στο φέισμπουκ και στο τουίτερ,
να πούμε κάτι για την τραγωδία στο Μάτι,
γιατί θα παραμέναμε άνθρωποι,
παρά τον έρωτά μας,
αλλά θα κάναμε ο ένας στον άλλο λάικ,
γιατί θα παραμέναμε σε έρωτα,
παρά τον συγκλονισμό μας,
που έπρεπε κάπως να εξωτερικευτεί.
Ύστερα θα κάναμε διάφορα πράγματα.
Πρώτα, μαζί λογκ άουτ.
Στη συνέχεια έρωτα,
κατά προτίμηση πάλι μαζί,
αλλά όχι κι απαραιτήτως.
Μετά όνειρα,
κατά προτίμηση ουτοπικά,
αλλά όχι κι απαραιτήτως.
Έτσι θα πέρναγε κι αυτή η μέρα.
Την επόμενη δεν θα είχες εκπομπή,
αλλά θα μου μιλούσες με πάθος όλη μέρα,
για τα πράγματα που σε συνεγείρουν,
θα μου υπολόγιζες περικοπές συντάξεων,
θα μου τραγουδούσες για το ΕΚΑΣ,
κι εγώ δεν θα μπορούσα να ξεχωρίσω
αυτό το μπάσο της φωνής σου,
αν είναι Μουζουράκης ή Μαραβέγιας –
και πόσο πάντως ευλογία να ζουν κι οι δύο την ίδια εποχή.
Aλλά κι εμείς, ε;
Πόσο ευλογία να ζούμε κι οι δύο την ίδια εποχή.
Στην εκφορά και το άκουσμα αυτής της φράσης,
θα κάναμε κι οι δύο εμετό,
μπας και καταφέρουμε να βγάλουμε από μέσα μας
το εγγενές κιτσαριό του έρωτα,
αυτού του αισθητικού οδοστρωτήρα,
αυτής της μη δυνάμενης να γελοιοποιηθεί
ισοπεδωτικής αμοιβαίας γελοιότητας.