Υπάρχει μία ομοψυχία ανάμεσα σε εμάς και τα σκουπίδια των κάδων. Εμείς που τα παράγουμε μισούμε την μυρωδιά που αποπνέουν και σφραγίζουμε τη μύτη μας με αρωματικά μαντηλάκια, χαρτοπετσέτες με ξεραμένες μύξες που θα βρούμε στις τσέπες μας οι πιο ατημέλητοι ή με τα δάχτυλά μας. Οι πιο τολμηροί απλώς κρατούν την ανάσα τους και τα προσπερνάνε με αυτήν την αναγκαστική άπνοια. Βέβαια, η πόλη μας ήταν βρομερή και πριν τα σκουπίδια, αλλά τώρα της μοιάσαμε περισσότερο έτσι που τα έχουμε στοιβάξει σε ανώμαλους πυργίσκους στα πεζοδρόμια. Για αυτό μιλώ για σύμπνοια και ομόνοια κάτι τέτοιες στιγμές.
Ονειρικές διαφανείς σακούλες με αποτεφρωμένες υπερπόντιες επιδιώξεις σε βαζάκια με κρέμες νυχτός και υλικές απολαβές που μετουσιώνονται σε αδειανά μπουκάλια χλωρίνης… ω τι όργιο.
Αναρωτιέμαι πόσο σιχαμεροί ήμαστε καθώς προσπερνώ μία πυραμίδα από τελάρα της φρουτεμπορικής της γωνίας και μερικές χαρτοσακούλες με φλούδες καρπουζιών να το στολίζουν. Άραγε αν το ποτίσω, θα μεγαλώσει το θερινό ανάκτορο της ασυδοσίας μας;
Θα’ θελα να ήμουν κατσαριδάκι. Να τρυπώσω σε μία μαύρη σακούλα με άρωμα λεβάντα, να βρω το σκισμένο τζιν σου που το έκανες πανί για τη μάπα. Σού είπανε πως καθαρίζει καλύτερα τα μωσαϊκά και εσύ το πίστεψες. Ό,τι και να σου πουν το πιστεύεις. Τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ και πιστεύεις τις συμβουλές, τις παροτρύνσεις, τις προβλέψεις, τους αστικούς μύθους, τα σ’ αγαπώ σου, τα καλημέρα του γείτονα, τον γύφτο που σου πουλάει πατάτες, τις ωραιότητες του κώλου σου. Και έφτασες να πιστεύεις τον χειρότερο ψεύτη, τον εαυτό σου.
Περνάω το φανάρι της διασταύρωσης. Τα σκουπίδια μου με περιμένουν λαμπερά να φεγγίζουν το διαυγές έντονο χρώμα των πλαστικών συσκευασιών. Μα τι όμορφα είναι για τα μάτια μου. Σαν ρουμπίνια και διαμάντια. Όχι, πως έχω δει από κοντά τέτοιους πολύτιμους λίθους πέρα από τα μπροστινά σου δόντια σαν χαμογελούν και χάσκουν καθαρά και λευκά…
Η μυρωδιά είναι εθιστική, σε τυλίγει, σε ιδρώνει. Η πόλη μας δεν περίμενε να είναι τόσο ρυπαρή τώρα που τα σκουπίδια διεκδικούν να ταφούν εκεί που οι άνθρωποι ζουν τα πρωινά. Ήταν και πριν αλλά το κρύβαμε στα δρομολόγια προς τον θάνατο, κάθε βράδυ γύρω στις δώδεκα. Αν κάτσεις ξύπνιος έως αργά, θα το νιώσεις.