Από τον κόσμο των γερόντων, όπου εισήχθην άνευ εξετάσεων, κανονικό βύσμα δηλαδή, σας εκθέτω το τοπίο:
Ο ανθρώπινος παράγοντας έχει χάσει αρκετά κλικ φωτεινότητας. Οι γέροντες παραμένουν ικανοί και ενεργοί σε διάφορα γούτσου γούτσου προς εγγονάκια, αλλά και ανακαλύπτουν πτυχές των απελθόντων γονέων τους, για τις οποίες αισθάνονται βαθιά ενοχή.
Πρέπει να το πάρουν απόφαση πως δεν πρόκειται ποτέ των ποτών να καταλάβουν τις φουρνιές της νεότητας, που έρχονται και παρέρχονται, διότι κάποιος τους σφύριξε ότι μονον το δικό τους αξέχαστο χθες έχει σημασία. Την στάση τους απέναντι στους νέους ορίζει σταδιακά μια σμηνοσειρά αντιλήψεων που ξεκινά από την περιφρόνηση, την υπεροψία, την κατάκριση, ώσπου να εξελιχθεί σε εχθρότητα και αργότερα σε οίκτο.
Το αίσχιστο κατακάθι είναι για τον γέροντα να νομίζει πως λύνει παλαιούς λογαριασμούς με άλλους γέροντες. Όπότε οργίζεται και καταγγέλει. Μάταιος κόπος. Διότι δεν βρίσκονται στην κορυφή μιας πυραμίδας, αλλά βυθισμένοι σε έναν παχύ τελβέ.
Η ικανότητα του νεκρολογείν είναι μια όψιμη ιδιότητα, που μάλλον κρύβει τον πόθο, όταν μετατραπούν σε πτώματα, να δεχθούν τις ίδιες θωπείες.
Αρνούνται πεισματικά να χρησιμοποιήσουν την δωρεάν είσοδο προς τον Πένθιμο Κήπο.
Κατηγορηματικά, δεν είναι δυστυχείς. Έχουν ντέρτια και καημούς. Το «εδώ τελειώνουν όλα» το ερμηνεύουν ως «εδώ σωπαίνουν τα πουλιά».
Τέλος, για να παραμείνουν χρήσιμοι, πρέπει να εγκαταλείψουν την ζητεία των επαίνων και να αισθάνονται λίπασμα ενός μυστικού Κήπου Χαρίτων.
Μεγάλη γκάβλα τα γηρατειά, καταλήγω.