Στη Θήβα το περασμένο Σάββατο, στο νέο αρχαιολογικό μουσείο. Απόφαση στιγμής, κοιτάζοντας αφηρημένα το πρωί απ’ το παράθυρο της κουζίνας κομμάτια ήλιου τρυπωμένα στον ακάλυπτο. Επίσκεψη σε αναβολή τριών χρόνων. Μικρό το αποτύπωμά της μετακίνησης σε τσέπη και σε πλανήτη. Με το ΚΤΕΛ. Παρκαρισμένο το αυτοκίνητο, το οδήγημα το νιώθω ολοένα αγγαρεία, ευχαρίστηση το ταξίδι μόνος με υπεραστικό λεωφορείο. Κόσμος συνταξιδεύει και κόσμος γλιστρά έξω από το παράθυρο. We’d ride in limousines, their chauffeurs would drive, τραγούδησε ο Σινάτρα στα 35. Still on the good side of 60, λέω. Καλύτερα δεν γίνεται.
Περνώντας το Σχηματάρι ο οδηγός σταμάτησε για ν’ ανέβουν αλλοδαποί. Θυμήθηκα ότι εκεί λειτουργούσε hot spot. Δεν ήξερα αν παρέμενε ανοικτό. Πέντε Αφρικανοί – αντρόγυνο, δυο αγοράκια κι ένας συνομήλικος του πατέρα. Το μεγαλύτερο από τα παιδιά έκατσε δίπλα μου, απ’ την άλλη μεριά του διαδρόμου ο πατέρας, οι υπόλοιποι σε πίσω θέσεις. Μιλούσαν Γαλλικά μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική προφορά, αναφέρθηκαν στην Alpha Bank. Κάπου από δυτική Αφρική, σκέφτηκα.
Ο μικρός άρχισε να παίζει ανοιγοκλείνοντας νευρικά το μικρό δοχείο απορριμμάτων μπροστά στη θέση. Ο πατέρας άπλωσε το χέρι να τον σταματήσει κρατώντας το δικό του, κάνοντας παρατήρηση. Ντράπηκε το πιτσιρίκι που έγινα μάρτυρας, γύρισε διστακτικά το βλέμμα να με κοιτάξει. Τον κοίταξα στα μάτια κι έβγαλα να δώσω καραμέλα. Γύρισε στον πατέρα, με απορία. Ο πατέρας έγνεψε καταφατικά, καθησυχαστικά. Πρόσφερα καραμέλα και σ’ αυτόν.
Ρώτησα αν ήταν από το Καμερούν, η πρώτη χώρα που σκέφτηκα. Από το Κονγκό διόρθωσε ο πατέρας. Πετύχαμε στόχο, την καρδιά του σκότους, σκέφτηκα αυτοσαρκαζόμενος, τρολάροντας.
Ευγενικός, μου επισήμανε ότι εκτός από γαλλικά μιλούσε και πορτογαλικά. Δεν ανέφερε τα αγγλικά, τη γλώσσα επικοινωνίας μας. Δεν θέλησα να ρωτήσω περισσότερα, άστα να πάνε.
Κατεβαίνοντας ο μικρός γύρισε να με χαιρετήσει, μου είπε thank you. Ένιωσα μια ορμή, σαν χαρά, όπως μετάγγιση κουράγιου που αναβλύζει από την αποδοχή ότι τα έχασες όλα αλλά είναι μαζί σου όσοι αγαπάς περισσότερο, γεροί και δυνατοί.
Θήβα, όπως η ασυνάρτητη επαρχία του Σαββόπουλου. Πεζός στην Πινδάρου προς το μουσείο τους ξανασυνάντησα. Ήταν καμιά δεκαπενταριά όλοι, Αφρικανοί, μπροστά στο ΑΤΜ. Κάποιοι κρατούσαν την κάρτα στο χέρι.
Το μουσείο, κτισμένο σε πυλωτή, τα θεμέλιά του σε ερείπια της πόλης της εποχής του Χαλκού που ξέθαψε η ανασκαφή. Μια ομαδική ταφή, τουλάχιστον δώδεκα άτομα – άντρες και γυναικόπαιδα.
Βιαστικός να προλάβω το δρομολόγιο επιστροφής στις 3 το απομεσήμερο, αγόρασα φιστίκια και ήπια έναν καφέ. Στο σταθμό μασουλώντας όρθιος, χάζευα ένα νέο άντρα που μάζευε σκουπίδια σε μεγάλη μαύρη σακούλα από τα γεμάτα δοχεία απορριμμάτων που ξεχείλιζαν. Το παλτό του τρία νούμερα μικρότερο. Μιλούσε μόνος, δυνατά κι αργόσυρτα, γκρίνιαζε για το σκουπιδαριό. Πλησίασε μια ηλικιωμένη και του έδωσε κέρματα ζητώντας του να πάει να καθαρίσει έξω από το σπίτι της, θυμίζοντας ποια είναι. Ο νεαρός βεβαίωσε ότι θυμόταν και υποσχέθηκε να το κάνει.
Του έδωσα τα υπόλοιπα φιστίκια. Μπούχτισα είπα. Τα πήρε.
Έκατσα δίπλα στη γυναίκα στο πεζούλι το υπόστεγου, στον ήλιο, αναμένοντας ν’ ανοίξει το πούλμαν τις πόρτες. Είναι καλό παιδί είπε για το νεαρό, πρόθυμος, πάντα βοηθάει. Περιέγραφε τις κινήσεις του – τώρα θα πετάξει τη σακούλα με τα σκουπίδια στον κάδο για το απορριμματοφόρο, τώρα θα μπει μέσα να πλύνει τα χέρια του με σαπούνι, πάντα πλένει τα χέρια του.
Ο νέος άντρας απομακρύνθηκε μονολογώντας, παλεύοντας το πορτοκάλι που του χάρισε ο υπεύθυνος του σταθμού.
Στην επιστροφή μαζί μας άλλη παρέα Αφρικανών. Τους αφήσαμε στη στάση πριν το Σχηματάρι.
Καλοκαιράκι η πρώτη του Φλεβάρη του ‘20. Για τέσσερις ώρες ο κόσμος μου στον αυτόματο πιλότο. Ο υπόλοιπος κόσμος ψηφιδωτό αίνιγμα, κομμάτι κομμάτι στην οθόνη του κινητού την ώρα της επιστροφής.
And it came undone.