Όταν ξύπνησε και προσπάθησε να συνδεθεί με τα προηγούμενα, κατάλαβε ότι τον είχαν ρίξει πάλι στη γη. Βρισκόταν σε μια ερημιά, αλλά ο καιρός ήταν φιλικός, ο ήλιος όσο ζεστός έπρεπε, τα ρούχα του τα κατάλληλα για την περίσταση, αν περπατούσε λίγο σίγουρα θα έβρισκε σπίτια και ανθρώπους, σήκωσε το βαλιτσάκι από δίπλα του και ξεκίνησε. Μετά από δέκα λεπτά βρήκε έναν δρόμο και άρχισε να τον διασχίζει κατά μήκος του. Σύντομα πέρασε κι ένα ημιφορτηγό, έκανε οτοστόπ, μπήκε. Ο οδηγός ήταν περίεργος, του έκανε ερωτήσεις, εκείνος απαντούσε υπεκφεύγοντας. Τον άφησε στον πιο κοντινό οικισμό, τον ευχαρίστησε, κατέβηκε. Τσίμπησε κάτι να στυλωθεί, βρήκε κι ένα δωμάτιο να μείνει, έκατσε στο κρεβάτι, άνοιξε το βαλιτσάκι, έβαλε την κασέτα να παίζει, άκουσε τη γνωστή φωνή: «Η αποστολή σου αυτή τη φορά, αν επιλέξεις να την αποδεχτείς, είναι ότι θα έχεις μια ήρεμη, καλή και τυχερή ζωή. Ωραία θα την βγάλεις, χωρίς πολλές αναταράξεις, ξώφαλτσα θα περάσουν όλα τα δύσκολα. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται είναι ότι θα είσαι ταγμένος στη σιωπή. Δηλαδή μίλα όσο θες και άκου όσο θες, αλλά μουσική και τραγούδια δεν θα ακούς. Είναι ένας κόσμος κοινής ησυχίας αυτός κι η διατάραξή της απαγορεύεται. Όπως πάντα, αν εσύ ή κάποιο μέλος της ομάδας σου γίνουν αντιληπτά, το Υπουργείο θα αρνηθεί οποιαδήποτε γνώση των πράξεών σας. Αυτή η κασέτα θα αυτοκαταστραφεί σε πέντε δεύτερα. Καλή τύχη, αγάπη μόνο και μόνο ΠΑΣΟΚ». Έβηξε δυνατά να μην ακουστεί το μπραφ της αυτοκαστροφής, άνοιξε το παράθυρο να φύγουν οι μικροκαπνοί που προκάλεσε κι αποδέχτηκε την αποστολή του. Χρόνια μετά ζούσε μια ήρεμη, καλή και τυχερή ζωή, βγάζοντάς την ωραία, χωρίς πολλές αναταράξεις, με όλα τα δύσκολα να περνούν ξώφαλτσα. Όταν μια μέρα πρωτοάκουσε από μακριά έναν ήχο που δεν του θύμιζε τίποτα από ό,τι είχε ακούσει ως τότε, άρχισε να πλησιάζει και να πλησιάζει και να πλησιάζει, μέχρι που πλησίασε τόσο που κατάλαβε ότι ήταν τραγούδι. Κοκάλωσε, άρχισε να ιδρώνει, το έβαλε φυσικά στα πόδια, αλλά είχε προλάβει να μπει στα αυτιά του. Άρχισε να αναρωτιέται γιατί είχε τεθεί αυτός ο όρος στην αποστολή του, Τι πείραζε να ακούει μουσική; Τι εξυπηρετούσε η έλλειψή της; Αγόρασε πικ απ, εγκατέστησε ηχητικό σύστημα μεγάλο, αυτά δεν απαγορεύονταν, αυτά δικαίωμά του ήταν να τα έκανε. Αγόρασε κι έναν δίσκο. Κι αυτό δικαίωμά του. Έπαψε να είναι δικαίωμά του όταν άρχισε να παίζει το πρώτο του τραγούδι. Στην αρχή την εισαγωγή του. Μετά περισσότερο, μετά έφτασε και στο ρεφρέν. Δεν μπορούσε να περιγράψει πώς ένιωθε, ένιωθε σαν ως τώρα να είχε στερηθεί το λόγο που είχε έρθει στη γη. Το γεγονός ότι το άκουγε εντελώς σιγά για να μη γίνει αντιληπτός, δεν στερούσε οτιδήποτε από το καταλυτικό της εμπειρίας. Πλήρωση, ευτυχία, έκσταση. Αλλά σιγά – σιγά το εντελώς σιγά άρχισε κάτι να στερεί. Ήταν ήδη παραβατικός, οπότε τι πείραζε να το δυνάμωνε λίγο να ακούσει σαν άνθρωπος; Άρχισε να ακούει και σαν άνθρωπος. Ξανά και ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι. Οι μέρες άρχισαν να περνούν, το ίδιο και τα χρόνια. Δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ακούει το ίδιο τραγούδι. Όταν ο δίσκος έλιωνε τον αντικαθιστούσε. Με ίδιο δίσκο πάντα, με το ίδιο τραγούδι. Εδώ και καιρό δεν άκουγε σαν άνθρωπος πια. Μεγάλωνε διαρκώς την ένταση, ενίοτε είχε την εντύπωση ότι μεγάλωνε κι από μόνη της, δεν μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά πια. Ήταν σαν να γίνονταν όλα αυτόματα. Περίπου δηλαδή. Ήταν σαν η ζωή του να είχε γίνει η διαρκής επανάληψη του ίδιου τραγουδιού. Οι τοίχοι έτριζαν από την ένταση, οι γείτονες φώναζαν συνεχώς το εκατό αλλά και άλλα νούμερα, μια μέρα είδε μπάτσους να σπάνε την πόρτα του, τους είδε και δεν τους άκουσε, δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα πια, είχε χάσει προ πολλού την ακοή του, ήταν όλα τόσο δυνατά που δεν ήταν πια μουσική αλλά μια τεράστια φασαρία. Συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε, φυλακίστηκε. Στο κελί του δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα με τα έξω αυτιά, με τα μέσα όμως άκουγε το αγαπημένο του τραγούδι. Και χαμογελούσε ευτυχισμένος που όχι μόνο αξιώθηκε να το ακούσει, αλλά και που το έφτασε ως το τέρμα του, αλλά και που το άκουσε όσο μπορούσε να ακουστεί, γιατί μπορεί από μια ένταση και πάνω η μουσική να παύει να είναι μουσική, αλλά αν δεν φτάσεις την μουσική στο ακραίο της όριο, αν δεν δοκιμάσεις ως που μπορεί να φτάσει, τότε δεν έχεις πάει κι εσύ μαζί της πουθενά αλλού από τα μέρη της κοινής ακρόασης, της κοινής αντίληψης, της κοινής ησυχίας, του κοινού νου, του κοινού συναισθήματος. Αν η μουσική είχε όριο, η λαχτάρα του για αυτήν δεν είχε. Δικό της πρόβλημα, όχι δικό του. Δική της ήττα, όχι δική του. Το κάθε όριο είναι μια ήττα. Η κάθε υπέρβασή του είναι μια αλήθεια. Στο κελί του τώρα ακούει με ακουστικά το τραγούδι του. Δεν μπορεί να το ακούσει στα αλήθεια. Το ακούει στα αλήθεια.