Εν χρω κεκαρμένος
29-11-2018

Μέχρι πολύ πρόσφατα, μόλις λίγα χρόνια πριν, είχα εφιάλτες στον ύπνο μου σχετικούς με το μακρινό φανταριλίκι. Βρισκόμουν, λέει, παγιδευμένος σε κάποιο στρατόπεδο έχοντας ένα υπόλοιπο θητείας. Έσκαγα από το κακό μου ενθυμούμενος ότι έχω εκπληρώσει κανονικά τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις και δη με το παρά πάνω, ότι υπήρξα συνεπής με το καθήκον μου προς την Πατρίδα. Έσκαγα, γινόμουν έξω φρενών μέσα στον εφιάλτη που τακτικά ερχόταν ακάλεστος, αλλά άκρη δεν μπορούσα να βγάλω. Ξυπνούσα κάθιδρος κι αμέσως ανακουφιζόμουν αντιλαμβανόμενος την περίεργη αυτήν βασανιστική σκευωρία της ψυχής που ουδεμίαν σχέση είχε με την πραγματικότητα. Την τελευταία μόνο φορά, όταν έκανε την επίσκεψη του ο γνωστός εφιάλτης, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Εκεί που πήγα, ως συνήθως, να στεναχωρηθώ για την κακοτυχία μου, με πλησίασαν, λέει, κάποιοι νεοσύλλεκτοι νεαροί, ευειδείς είναι η αλήθεια, και άρχισαν να μου μιλούν με λόγια συμπάθειας. Διαπίστωσα μάλιστα ότι, λόγω της ηλικιακής διαφοράς, απευθύνοντο στο προσωπό μου με τον προσήκοντα σεβασμό. Μερικοί μάλιστα εξ αυτών, οι λιγότερο άνετοι, προτιμούσαν να χαμογελούν με τρόπο διακριτικό, πλην εύληπτο ως προς το νόημά του και μεστό από υποσχέσεις, ενώ αντίθετα κάνα δυο ξεθαρρεμένοι μου «έπαιξαν» με σημασία το μάτι. Πάντως, όλοι μαζί μου έλεγαν και συμφωνούσαν μεταξύ τους, πως δεν αξίζει καθόλου να χολοσκάω, αντίθετα με διαβεβαίωναν, πως «θα τα περάσουμε φίνα, θα δεις!». Έχουν δίκιο τα παιδιά, συλλογίστηκα. Για ποιον λόγο τάχα με κατατρύχει τόσο η αναποδιά μου και σφίγγομαι; Τι καλύτερο θα έκανα εκεί έξω, σάμπως τι σπουδαίο άφησα να με περιμένει; Και σιγά την ελευθερία που πρόκειται να στερηθώ, στο κάτω κάτω. Μωρέ δεν πάνε στο διάβολο όλα, μια χαρά είμαι κι εδώ! Και με την σκέψη αυτή χαλάρωσα. Έκτοτε ο εφιάλτης μου εξαφανίστηκε δια παντός.

Έπεφταν οι ξανθοί, νεανικοί μου βόστρυχοι στο πάτωμα, ανακατεύοταν με τα άλλα, τα σκούρα ή καστανά μαλλιά όσων προηγήθηκαν εμού. Τους  έβλεπα να κατρακυλάνε από τους ώμους μου στο δάπεδο κομμένοι κι άψυχοι πλέον, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα στην θέα αυτής της ξαφνικής απώλειας, καθότι η πλούσια χαίτη μου από την εποχή του γυμνασίου κι εντεύθεν, δεν είχε γνωρίσει παρόμοια ταπείνωση. Και η μηχανή στο χέρι τού, άνευ αξιώσεων κουρέα, συνέχιζε ακατάβλητη το ισοπεδωτικό έργο της, μέχρι τέλους. Έτσι, εν χρω κεκαρμένος ή «κουρεμένος στον άσο» από το αγγλικό «zero haircut», πιο απλά «με την ψιλή», όπως συνηθίζεται να το λέμε, όμοια με πρόβατα μετά την κουρά ή τον «κούρο» κατά τον μήνα Μάιο που σφίγγουν οι ζέστες, κίνησα με τους υπολοίπους «γλόμπους» για το δεύτερο σημαντικό στάδιο της κατάταξής μου, την παραλαβή του ιματισμού και των άλλων προσωπικών ειδών. Ήταν ημέρα Τετάρτη, 26 Νοεμβρίου του 1975 που παρουσιάστηκα ως Υ.Ε.Α στο 6ο Σ.Π., το στρατόπεδο νεοσυλλέκτων της Κορίνθου. Από Αθήνα ταξίδεψα με τον σιδηρόδρομο συνοδευόμενος από τους φίλους Κώστα Κάτσουλα και Γρηγόρη Παπαδόπουλο. Όταν φτάσαμε έξω από το στρατόπεδο πλησίαζε το απόγευμα. Εκεί με αποχαιρέτησαν και πέρασα μόνος τη μεγάλη Πύλη. Μόλις άρχιζε η στρατιωτική θητεία μου. Ήμουν η 119 σειρά ή άλλως η 75 ΣΤ΄ ΕΣΣΟ. Εκεί τοποθετήθηκα θυμάμαι, από σύμπτωση όλως, στην 1η διμοιρία, του 1ου λόχου, του 1ου τάγματος!

Αργά το πρώτο βράδυ, όταν εδέησε επιτέλους να μας οδηγήσουν, μετά από την πολύωρη ταλαιπωρία της ορθοστασίας, κατάκοπους στους θαλάμους, πλαγιάσαμε να κοιμηθούμε. Υπήρχε διάχυτη μια δυσάρεστη μυρωδιά. Οι κουβέρτες, παρά τα αμέτρητα σώματα που είχαν κατά το παρελθόν σκεπάσει, ήταν άπλυτες.  Άφηναν στην αφή την αίσθηση του  λίπους. Παρά το κρύο, δεν τις ανέβασα υψηλότερα της μέσης μου, ήταν αδύνατον. Το δεύτερο βράδυ τις έφτασα μέχρι το στήθος. Το τρίτο χώθηκα όλος από κάτω… Είχα ολοφάνερα πλέον εγκλιματιστεί! Από την επομένη άρχισαν η εκπαίδευση και η αγγαρεία. Εκτός από την δύσκολη αποστολή να σκοτώσουμε το «θηρίο», να καθαρίσουμε τις τουαλέτες δηλαδή, υπήρχε και το έτι δυσκολότερο έργο, που δεν ήταν άλλο, από την «εκδρομή» με την σκουπιδιάρα, το άδειασμα με δυο λόγια του απορριμματοφόρου στην πλησιέστερη χωματερή. Στις δεκαπέντε ημέρες είχαμε το πρώτο επισκεπτήριο. Μας συγκέντρωσαν Κυριακή πρωί στο γήπεδο του στρατοπέδου και μετά από ένα δεκάρικο λόγο του κυρίου διοικητή για την υψηλή αποστολή των ενόπλων δυνάμεων με αναφορές μάλιστα στον αγώνα του Πολυτεχνείου και το παράγγελμα από τα μεγάφωνα «τους ζυγούς λύσατε», μας επέτρεψαν επιτέλους να συναντηθούμε από κοντά με τους γονείς, τ΄αδέλφια και τους φίλους μας που είχαν από νωρίς καταφθάσει φορτωμένοι τσάντες με καλούδια και περίμεναν υπομονετικά.

Χαθήκαμε μέσα στην αγκαλιά τους. Ακολούθως ήλθαν οι επίμονες ερωτήσεις για το πώς περνάμε και κυρίως, αν είμαστε καλά. Ήθελαν να μάθουν το κάθε τι για την καινούρια μας ζωή. Καμάρωναν ολοφάνερα έτσι όπως μας έβλεπαν ντυμένους στο χακί, αλλά κι ανησυχούσαν. Κι εμείς βαριεστημένα, με ύφος ψευτοκουρασμένο, απαντούσαμε. Τότε, για πρώτη φορά, ζήτησα την άδεια από τον πατέρα μου να ανάψω τσιγάρο μπροστά του. Κάπνιζα κανονικά καιρό πριν, αλλά επισήμως, όχι. Συγκατένευσε σχολιάζοντας χαμηλόφωνα: «Ό,τι θέλεις κάνε. Τώρα, πλέον είσαι άντρας!». Αχ, βρε πατέρα, μέσα σε δεκαπέντε μέρες ενηλικιώθηκα κι από παιδί έγινα άντρας… Δίπλα μας σχεδόν, είδα μετά της οικογενείας του τον Γιώργο Ζαμπέτα, να συνομιλεί μ’ έναν άγνωστο, από άλλο τάγμα προερχόμενο, συστρατιώτη μου. Έστησα αυτί. Τον ψάρευε να του πει πώς τα περνάει. «Πες μου την αλήθεια. Αν υπάρχει πρόβλημα θα ρίξω τηλέφωνο να το τακτοποιήσω», τον άκουσα να λέει. Κι ο συνομήλικός μου, «αφού σου είπα, όλα εντάξει, βρε μπαμπά, δεν καταλαβαίνεις;», τον καθησύχαζε.  Επρόκειτο για τον γιο του Μιχάλη, θεός σχωρέστον, έφυγε δυστυχώς πολύ νέος από την ζωή.

Στις τριάντα μέρες και κάτι έγινε η ορκωμοσία μας, όχι χωρίς συγκίνηση ομολογώ. Και κατόπιν μας δόθηκε ή πρώτη άδεια. Φύγαμε πετώντας! Μπαίνοντας όλο ενθουσιασμό στο πατρικό σπίτι ο σκύλος μου ο Ρόκκο, ένα μικρόσωμο κανίς – γκριφόν, αντί να μου κάνει χαρές με γαύγισε απειλητικά. Έσκυψα και ψιθύρισα τρυφερά τ’ όνομά του. Με αναγνώρισε, αμέσως. Η στολή τον είχε μπερδέψει, πιθανόν και η αλλαγή της μυρωδιάς μου. Κόντεψε να τρελαθεί από την χαρά του. Πηδούσε συνεχώς στον αέρα φτάνοντας στο ύψος του προσώπου μου, κάτι πρωτοφανές. Την μεθεπόμενη ήταν Πρωτοχρονιά. Το βράδυ της παραμονής η παρέα είχε κλείσει προς τιμή μου τραπέζι σ΄ ένα μαγαζί της Πλάκας, στα «Χρυσά Κλειδιά», όπου τραγουδούσε η Γιώτα Γιάννα. Της έδωσα τις ευχές και τα χρόνια πολλά, «παραγγελιά» ενός συστρατιώτη μου και φίλου της. Ενθουσιάστηκε. «Όλο το πρόγραμμα απόψε είναι αφιερωμένο στα φανταράκια μας που υπηρετούν στην Κόρινθο», δήλωσε από μικροφώνου. Εκεί, λοιπόν υποδέχτηκα την έλευση του 1976 και μπήκα όλο φούρια στα είκοσι. Τι νιάτα Θεέ μου! Τι απίστευτα, ακατάλυτα νιάτα!

Επιστρέφοντας στο στρατόπεδο μας περίμεναν οι μεταθέσεις και τα αποτελέσματα σχετικά με το ποιοι εξ ημών, από υποψήφιοι έγιναν δόκιμοι έφεδροι αξιωματικοί και ποιοι όχι. Η έλλειψη μέσου, «βύσματος» κατά την στρατιωτική ορολογία, καθιστούσε την πιθανότητα επιτυχίας για μένα από ισχνή, έως ανύπαρκτη. Από την άλλη υπήρχε, πράγμα σίγουρο, και ο αποσταλείς φάκελλος της ασφάλειας που πληροφορούσε το 2ο γραφείο του στρατεύματος για τα πολιτικά μου φρονήματα. Για το άτομό μου δεν είχαν συλλέξει και πολλά στοιχεία, μόνον κάτι αστειότητες. Τα διάβασα όλα εγώ ο ίδιος στον φάκελλό μου, όταν ο φίλος μου ο Χρήστος Παπαδημητρίου μερικούς μήνες μετά και σε άλλη μονάδα ­­- ως γραφέας του 2ου γραφείου της 24ης Ε.Μ.Α – με δική του πρωτοβουλία και άκρα εχεμύθεια μου επέτρεψε να το κάνω.  Μεταξύ των άλλων υπήρχε και η βεβαρημένη φράση: «Είς αδελφός κομμουνιστής εκ μητρός και είς αδελφός κομμουνιστής εκ πατρός ανέπτυξαν αντεθνικήν δράσιν κατά τον συμμοριτοπόλεμον», υπογραμμισμένη δε με κόκκινο στυλό. Για τους γονείς μου δεν υπήρχε ούτε μια λέξη εθνικής καχυποψίας που θα μπορούσε να με ακολουθεί «κληρονομικώ δικαίω», πλην όμως έφταναν και περίσσευαν οι μπαρμπάδες μου για κάτι τέτοιο. Τότε λοιπόν πληροφορήθηκα ότι θα έφευγα για το Κ.Ε.ΤΘ του Αυλώνα να εκπαιδευτώ ως απλός οπλίτης στα τεθωρακισμένα με την ειδικότητα του οδηγού μέσου άρματος Μ48. Τι αστείο, εγώ που δεν είχα οδηγήσει μέχρι τότε, όχι μοτοσακό, ούτε καν ποδήλατο ή πατίνι, να οδηγώ άρμα!

Εκεί τα πράγματα ήταν σκούρα, πολύ σκούρα. Κι όχι εξ αιτίας του μαύρου μπερέ που αντικατέστησε το δίκωχο χρώματος χακί. Η αυστηρή πειθαρχία και η σκληρή εκπαίδευση των μαυροσκούφηδων δεν διέφεραν και τόσο συγκριτικά με αυτές των ειδικών δυνάμεων. Άσε την αγγαρεία και το καψόνι, «πήξαμε» κανονικά. Ευτυχώς ως νεόδμητο στρατόπεδο είχε καλές κτιριακές εγκαταστάσεις, το μόνο καλό στην υποθεσή μας. Το 6ο Σ.Π. που προηγήθηκε φάνταζε, πλέον κανονικό κολλέγιο, το νοσταλγούσαμε. Μετά από ένα τρίμηνο περίπου εκπαίδευσης, ίσως και λιγότερο, πήραμε την ανηφόρα για τα σύνορα. Επιβιβαστήκαμε από τον διπλανό σταθμό του Αγίου Θωμά σε μια παροπλισμένη αμαξοστοιχία του ΟΣΕ αποκλειστικά για μας, τους μετατιθέμενους φαντάρους. Θα έφτανε μέχρι το απώτατο σημείο των συνόρων μας, πέρα κι από την Ορεστειάδα νομίζω. Σε όλο το μήκος τη διαδρομής σταματούσε κάθε τόσο και αποβίβαζε στρατιώτες. Συγκίνηση, αποχαιρετισμοί και υποσχέσεις για αλληλογραφία που σπάνια επρόκειτο να πραγματοποιηθούν. Σιγά – σιγά αραιώναμε στα βαγόνια, γεγονός που επέτεινε την ανησυχία μας και την γενικότερη άσχημη ψυχολογική μας κατάσταση. Το άγνωστο και μόνον του προορισμού μας ήταν αρκετό. Και το ταξίδι αυτό έμοιαζε να είναι ατελείωτο, είχαμε παραντουρήσει από την κούραση. Τέλος, μετά από είκοσι δύο ώρες αποβιβάστηκα μαζί με αρκετούς ακόμη, στο σταθμό της Αλεξανδρούπολης. Εκεί μας παρέλαβαν παλαιότεροι στρατιώτες, μας φόρτωσαν στα ΡΕΟ και ξεκινήσαμε μες την μαύρη νύχτα, τραγουδώντας υποχρεωτικά «Έχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή…» για την εκτός πόλης μονάδα, την 24η ΕΜΑ, όπου είχαμε μετατεθεί και που πλέον αποτελούσαμε το πολυαναμενόμενο «νέο αίμα».

Από το ίδιο βράδυ άρχισαν τα όργανα… Μόλις φτάσαμε και παραταχθήκαμε για το προσκλητήριο, μέσα σε αγριοφωνάρες και απειλές από τις «παλιοσειρές» που μας περίμεναν πώς και τι, κυρίως για να απαλλαγούν από την αγγαρεία, με πλησίασε ένας λοχίας και μου ζήτησε να αναφερθώ. Την τρίτη ή την τέταρτη φορά, αφού ξελαρυγγιάστηκα, ικανοποιήθηκε επιτέλους από την απόδοσή μου και δήλωσε προς όλους: «Αυτό το τεμάχιο είναι δικό μου». Το τεμάχιο ήμουν εγώ και με είχε καπαρώσει. Αυτός ήταν ένας πειραιώτης καλοκαμωμένος, ονόματι Κώστας Μαλεβίτης, αλλά ολίγον μούτρο και βαθιά συμπλεγματικός, όπως έμελλε να διαπιστώσω με τον χειρότερο τρόπο στην πορεία.

(συνεχίζεται)