Εν χρω κεκαρμένος
01-02-2019

μέρος 8ο και τελευταίο, «Στραβάδια απολύομαι!»

Επιτέλους στον χρόνο επάνω, επέστρεψα από τύχη και μόνο, πίσω στο Κ.Ε.ΤΘ του Αυλώνα. Ένα τίποτα από το σπίτι μου στην Αθήνα. Αυτή την φορά, ως «παλιός» εντάχθηκα βεβαίως στην οργανική δύναμη του Κέντρου, δεν ήμουν πλέον το εκπαιδευόμενο «στραβάδι». Σκεφτόμουν ότι η μετάθεση αυτή ήλθε για να με αποζημιώσει. Ήταν το αντίβαρο λες σε όλες τις ταλαιπωρίες που είχα υποστεί μέχρι εκείνη την στιγμή, στην «Γκατζολία» αρχικά κι εν συνεχεία στην «Πομακία». Το υπόλοιπον θητείας ανήρχετο μαζί με τις φυλακές που είχα τσιμπήσει, στους δεκαοκτώ μήνες. Διόλου μικρό κι ευκαταφρόνητο διάστημα. Δεν βαριέσαι όμως, τώρα όλα θα πήγαιναν καλά. Τον πρώτο καιρό δεν ήθελα τίποτ’  άλλο από το να τρώγω και να κοιμάμαι. Είχα στερηθεί τόσο πολύ το φαγητό και τον ύπνο. Αν και είχα δικαίωμα εξόδου προτιμούσα να μείνω μέσα και να «σαπίσω» στο κρεβάτι μου. Κτυπούσα κάτι δεκαπεντάωρα ύπνου μονορούφι.

Αν αξιοποιούσα την έξοδο, κάτι που ανελλιπώς έκανα κατά τους προσεχείς μήνες, θα έπρεπε το επόμενο πρωί να ξυπνήσω στις 5.00΄, από τ’ άγρια χαράματα δηλαδή, ούτως ώστε να προλάβω το πρώτο τρένο που αναχωρούσε στις 5.35΄από τον Σταθμό Λαρίσης για τον Άγιο Θωμά, έναν μικρό κι ασήμαντο σταθμό αμέσως μετά από αυτόν του Αυλώνα, δίπλα σχεδόν στο στρατόπεδο. Τα τρένα ήταν συνήθως κάτι παμπάλαιοι συρμοί, παροπλισμένοι πιθανόν μέχρι τότε, που όμως ξανατέθηκαν σε λειτουργία από τον ΟΣΕ προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά των εξοδούχων φαντάρων. Το εισιτήριο ήταν μειωμένο, η δε διαδρομή διαρκούσε περίπου σαρανταπέντε λεπτά. Οι πιο τυχεροί και οι αετονύχηδες εύρισκαν αμέσως θέση, άραζαν κανονικά και κατεβάζοντας τον μαύρο μπερέ από το κεφάλι στο πρόσωπο, έριχναν έναν πρόχειρο υπνάκο μέχρι να φθάσουμε. Οι υπόλοιποι ακουμπούσαμε εδώ κι εκεί, τραμπαλιζόμενοι γλυκά από τις ρυθμικές αναταράξεις του τρένου, αγουροξυπνημένοι όλοι κι άκεφοι, με μάτια γλαρά. Δυσκολευόμασταν απ’ την μεγάλη νύστα να ισορροπήσουμε το κορμί μας, να κρατηθούμε όρθιοι. Από τον γλυκό λήθαργο μας έβγαζε η φωνή του ελεγκτή. Περνούσε από βαγόνι σε βαγόνι, σκοντάφτοντας συχνά στα άτσαλα απλωμένα πoδάρια μας, φορές μάλιστα υπερσκελίζοντας τα σώματα των αποκοιμισμένων στο δάπεδο οπλιτών, φωνάζοντας κάπως έντονα κάθε τόσο, αλλά όχι και τόσο δυνατά, «Σταθμός Άγιου Θωμά. Παρακαλώ, να ετοιμάζεστε για την αποβίβαση». Είχε μια χροιά συμπάθειας η φωνή του, έμοιαζε να κατανοεί την κατάστασή μας εκείνη η τυπική προς αφύπνιση αναγγελία.

Μόλις τα φρένα στρίγγλιζαν ελαφρά και σταματούσε εντελώς ο συρμός, ορδές μαυροσκούφηδων ξεμπουκάριζαν απ΄ όλες τις πόρτες. Πηδούσαν έξω βιαστικά και με βήμα γοργό, σκυφτοί κι αμίλητοι, ανηφόριζαν ίδια με παλιρροϊκά κύματα προς την Πύλη. Είτε μέσα στο γκριζωπό ακόμη σκοτάδι κατά τα κρύα χειμωνιάτικα πρωινά, είτε με το αχνό, το πρώτο φως της ημέρας από την άνοιξη και πέρα, ένα λεφούσι από κινούμενους μαύρους μπερέδες απλωνόταν παντού γύρω, μαύριζε το μάτι σου! Στις επτά ήταν η αναφορά. Μέχρι τότε έπρεπε να προλάβουμε ένα σωρό πράγματα. Να βγάλουμε την στολή εξόδου και να φορέσουμε τις φόρμες υπηρεσίας, να ξυριστούμε, να γυαλίσουμε τα άρβυλα, να καθαρίσουμε το όπλο. Στον θάλαμο επικρατούσε μέγας πανικός. Ανάμεσα σ΄ όλα αυτά ανταλλάσσαμε μεταξύ μας ξυραφάκια, μαύρο βερνίκι, σχόλια, πειράγματα και υπονοούμενα για την ερωτική μας δράση κατά την έξοδο. Οι μη εξοδούχοι χουζούρευαν ακόμη στα κρεβάτια μάταια απαιτώντας ησυχία από μέρους μας. Μέσα στην χλαπαταγή κάποιος πονηρός μουργέλας, τρίβοντας επιδεικτικά πάνω από την κουβέρτα την φύση του σε πλήρη στύση, καλούσε επίμονα τον θαλαμοφύλακα. Τον ήθελε, λέει, να πάρει το κράνος του και κρατώντας το ως καλαθάκι να συλλέξει τα φρέσκα πρωινά αγγουράκια του θαλάμου… Από κάτι τέτοιες χοντροκομένες εξυπνάδες, χιλιοειπωμένες και αθώες στην σύλληψή τους, αποτελείτο ο βασικός κώδικας της εν γένει φανταρίστικης επικοινωνίας.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που έβγαινα στο δρόμο καθυστερημένος κι έχανα έτσι το συγκεκριμένο δρομολόγιο του λεωφορείου για τον Σταθμό Λαρίσης. Κι αν δεν περνούσε ταξί, μία ήταν η λύση. Να κάνω ωτοστόπ και για να κερδίσω χρόνο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έπρεπε να προλάβω το τρένο στον σταθμό ΑΧΑΡΝΑΙ, τον αμέσως επόμενο. Μια πρόθυμη και σταθερή περίπτωση ήταν ένας μεσήλικας μ’ ένα γιωταχί γεμάτο φωτορυθμικά και διάφορα κιτς διακοσμητικά. Η απαλή μουσική και τα αρωματικά στικς δημιουργούσαν μιαν ατμόσφαιρα συνοικιακού καμπαρέ για εργένηδες. Ο τύπος είχε ολοφάνερα ψύχωση με το αμάξι του. Από την καθαριότητα ντρεπόσουν να καθίσεις, ιδιαίτερα αν έβρεχε και τα άρβυλα ήταν λασπωμένα. Ούτε λόγος ν΄ ανάψεις τσιγάρο. Το αξιοπερίεργο ήταν ότι σε όλη την διαδρομή, εκτός από την αρχική καλημέρα και το δικό μου τυπικό ευχαριστώ, όταν με άφηνε καμιά πενηνταριά μέτρα από τον σταθμό για να στρίψει, δεν ανταλλάσσαμε άλλη κουβέντα. Τύχαινε, μια στο τόσο, να σταματήσει λίγο πιο πάνω για να μαζέψει κι έναν άλλον φαντάρο που έκανε ωτοστόπ. Εκείνος καθόταν στο πίσω κάθισμα. Παρά την βουβαμάρα όλα ωραία και καλά. Μια χαρά μας εξυπηρετούσε ο άνθρωπος. Ώσπου συνέβη το εξής ευτράπελο. Λίγο πριν φτάσουμε στον προορισμό μας, μέσα στην ζεστή θαλπωρή του οχήματος – καμπαρέ, μια άσχημη μπόχα ήλθε αναπάντεχα από το πίσω κάθισμα και ως ασφυξιογόνο αέριο απλώθηκε δυσάρεστα στην ατμόσφαιρα. Δαγκώθηκα. Ο συνάδελφος είχε αφήσει προφανώς μια άηχη πορδή από τις δηλητηριώδεις, τις λεγόμενες και «κούφιες». Ο οδηγός χωρίς κανένα σχόλιο και παρά το δριμύ ψύχος, άνοιξε αστραπιαία το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας. Κατόπιν έψαξε νευρικά μέσα στο ντουλαπάκι μπροστά από την θέση του συνοδηγού. Άρπαξε ένα σπρέυ κι άρχισε να ψεκάζει προς πάσα κατεύθυνση. Αυτό το ατυχές γεγονός σήμανε δυστυχώς και το τέλος της εξυπηρέτησης.

Άλλοτε προτιμούσα να βγω για ωτοστόπ, καθώς και κάμποσοι άλλοι, στην Εθνική Οδό. Ας σημειωθεί δε, ότι απαγορευόταν αυστηρά από τον κανονισμό. Εκεί λοιπόν υπήρχε μέγας κίνδυνος να πέσω επάνω σε κανένα διερχόμενο στρατιωτικό τζιπ με τίποτα αξιωματικούς μέσα. Και τότε πια βλαστήματα… Κι αυτό γιατί την ίδια περίπου ώρα ερχόντουσαν κι εκείνοι στο στρατόπεδο. Αλλά δεν βαριέσαι, έπαιρνα το ρίσκο μου. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Στην ίδια μέθοδο καταφεύγαμε κι όταν την κάναμε «κατσίκα» από τα συρματοπλέγματα και τα μυστικά περάσματα. Το Κ.Ε.ΤΘ κατελάμβανε, όπως και μέχρι σήμερα άλλωστε, μια τεράστια έκταση, αδύνατον να το γυρίσεις πεζή. Οι αποστάσεις είναι μεγάλες. Από την Πύλη για παράδειγμα μέχρι το Διοικητήριο, θα πρέπει να περπατήσεις τουλάχιστον ένα μισάωρο. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι συνεννοημένοι και τολμηροί μετά το τελευταίο νούμερο της σκοπιάς την κοπανάγαμε ομαδικά. Συνήθως ξημερώματα Σαββάτου, αν είχαμε στην τσέπη από τα πριν – χάρις στην μεγαλοψυχία και την συνενοχή του επιλοχία – το πολυπόθητο Α.Π.Π., την απαλλαγή πρωινού προσκλητηρίου της επομένης. Κάτω απ΄το παρηγορητικό φως της θερινής σελήνης διασχίζαμε κατσάβραχα και ρεματιές μέχρι να βγούμε στην Εθνική. Τους χειμωνιάτικους μήνες κάτι τέτοιες παρακινδυνευμένες αποδράσεις τις αποφεύγαμε. Είναι αξιοσημείωτο με πόση ευκολία σταματούσαν οι διερχόμενοι οδηγοί στο νεύμα μας. Όταν είχαμε διάθεση για πλάκα και άνεση χρόνου διαλέγαμε το όχημα που θα μας παραλάβει, τόσο ήταν το θράσος μας! Εκείνα τα χρόνια, μέσα της δεκαετίας του ΄70, υπήρχε ασφαλώς μια σχετική αθωότητα ακόμη στην Χώρα, κάποια εμπιστοσύνη. Και πάντως λιγότερη καχυποψία. Η στολή μας άλλωστε ενέπνεε από μόνη της σιγουριά. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως κίνδυνος για τους πρόθυμους να μας εξυπηρετήσουν, όποια ώρα κι αν το έφερνε η ανάγκη.

Ανάμεσα στους «εννιαμηνίτες» που ήλθαν να ενταχθούν στην ίλη διοικήσεως, ήταν ο συμπαθέστατος αστροφυσικός Ξενοφών Μουσσάς και ο μαθηματικός, αλλά συνθέτης κατά κύριο λόγο, Δημήτρης Λέκκας. Εξ αιτίας της μακρόχρονης απουσίας τους στην αλλοδαπή λόγω σπουδών είχαν κηρυχτεί ανυπότακτοι. Ώσπου μια χαριστική εγκύκλιος ήλθε να διευθετήσει την εκκρεμότητα με την υποχρέωση να υπηρετήσουν μια εννιάμηνη μόλις θητεία. Αρκετά μεγαλύτεροι, όπως είναι αυτονόητο των κληρωτών φαντάρων, οι συμπαθείς εννιαμηνίτες απέκτησαν, όλοι ανεξαιρέτως, το χαρακτηριστικό προσωνύμι «παππούς»! Ο Ξενοφών ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος, προσηνής και χαμηλών τόνων. Κάπνιζε τσιμπούκι και διαρκώς κάτι έκανε μ΄ αυτό. Να το αδειάσει, να βάλει καπνό, να το ανάψει και σε λίγο, μετά από δυο τρεις ρουφηξιές, να το ανάψει και πάλι. Με εντυπωσίαζε επίσης με πόση απλότητα απαντούσε στις αφελείς ερωτήσεις που του υπέβαλαν τα φαντάρια. Και με πόση προθυμία πήγαινε για αγγαρεία, ποιος; αυτός, ένας κοτζάμ επιστήμονας! Με τον Δημήτρη αναπτύχθηκε από την αρχή μια φιλική οικειότητα. Είχαμε κοινά καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και παρόμοιες ανησυχίες… ΄Ενα Σάββατο μεσημέρι κάτι στράβωσε και ακυρώθηκε η προγραμματισμένη του έξοδος. Ήταν να σκάσει. Περισσότερο από το «σπάσιμο» τον στεναχωρούσε το γεγονός ότι δεν είχε κανένα τρόπο να ενημερώσει γι΄ αυτήν την ξαφνική αναποδιά τον συγκάτοικό του που θα τον περίμενε. Δεν υπήρχε τηλεφωνική σύνδεση στο σπίτι. Με παρακάλεσε λοιπόν, καθότι ήμουν εξοδούχος, να τον εξυπηρετήσω. Πρόθυμα ανέλαβα την υποχρέωση. Φθάνοντας στην Αθήνα, πριν πάω στο σπίτι μου θα έπρεπε να μεταβώ μέχρι το Κουκάκι κομίζοντας ένα σημείωμα στον φίλο του.

Κτύπησα το κουδούνι της μονοκατοικίας επί της οδού Αρβάλη 9 και περίμενα κάθιδρος να εμφανιστεί ο συγκάτοικος. Ήταν μέσα Μαίου του 1977, οι ζέστες είχαν σφίξει για τα καλά κι εμείς φορούσαμε ακόμη την χειμερινή στολή εξόδου, θα την αλλάζαμε με την θερινή σε λίγες ημέρες, στις 21 του μήνα, Κωνσταντίνου και Ελένης των ισαποστόλων… «Έχει γούστο να λείπει», σκεφτόμουν, «και να κουβαλήθηκα άδικα των αδίκων μέχρις εδώ κάτω». Σε λίγο άκουσα βήματα να πλησιάζουν από το εσωτερικό του σπιτιού. Μια φωνή ρώτησε: «Ποιος είναι;». «Ένας συνάδελφος του Δημήτρη από τον στρατό», απάντησα. Η πόρτα άνοιξε και πρόβαλε ο Γιώργος Παυριανός, κολλητός φίλος μου έκτοτε, ίσαμε σήμερα.

Τις περισσότερες «ταρζανιές» όλων των ειδών, από κοινού τις έχουμε διαπράξει.

Συστηθήκαμε, του εξήγησα τον λόγο της επίσκεψής μου και του έδωσα το σημείωμα που κρατούσα στο χέρι μου. Το διάβασε, χαμογέλασε και μου πρότεινε να περάσω μέσα. Καιρό μετά, όταν είχε πλέον εδραιωθεί η φιλία μας, μου απεκάλυψε το περιεχόμενό του και μου επέτρεψε να το διαβάσω. Κι επειδή υπάρχει ακόμη φυλαγμένο στο αρχείο του, με την άδειά του, σας το παραθέτω.

«Δυστυχώς, είμαι μέσα το Σάββατο. Βγαίνω Κυριακή. Κατά τις 11 το πρωί της Κυριακής να είσαι στο σπίτι και να περιμένεις, θα εμφανιστώ μέχρι τις 12. Αν δεν σε βρω, θα πάρω τηλέφωνο σπίτι σου(σημ. πατρικό). Αν δεν είσαι κι εκεί, την έχεις και γαμημένη.

Σου στέλνω το μήνυμα αυτό με τον άγγελο του στρατοπέδου και σε εξορκίζω να σεβαστείς την αγγελική του ιδιότητα και να μην τον εξωθήσεις σε απαράδεκτες περιπέτειες».

Μέσα σε αφόρητη πλήξη προσπαθούσα να σπρώξω τις μέρες να κυλήσουν και να έλθει επιτέλους η ευλογημένη ώρα κι η στιγμή, που θα πάρω κι εγώ στα χέρια μου το απολυτήριο του στρατού. Εν τω μεταξύ είχα «σβήσει» με κόλπο τις περισσότερες μέρες φυλάκισης που είχα μαζέψει στην παραμεθόριο. Όσο πλησίαζε όμως το τέλος, τόσο αυξανόταν η δική μου ανυπομονησία. Παρά τις ποικίλες άδειες που «τσίμπησα» από κανονικές, αιμοδοτικές, έως και για εισαγωγικές εξετάσεις, δεν περνούσε με τίποτα ο καιρός. Τον τελευταίο μήνα δε, άρχισα κι εγώ τις κλασσικές ιαχές που επί δυόμιση χρονάκια τις κορόιδευα: «Στραβάδια απολύομαι!». Ώσπου ξημέρωσε κάποτε το πρωινό της 13ης Απριλίου του 1978. Παρουσιάστηκα με πολιτική περιβολή στο στρατολογικό γραφείο, παρέλαβα το πολυπόθητο χαρτί και κατά το μεσημεράκι, με την συγκίνηση των αποχαιρετισμών νωπή, επέστρεψα ως πολίτης πλέον στο πατρικό μου. Η θητεία μου είχε λάβει τέλος.

 

Επίλογος

Τα πράγματα μετά τον στρατό δεν ήταν όπως τα φανταζόμουν. Η ανακούφιση της απόλυσης υπήρξε πρόσκαιρη. Η δε χαρά της ελευθερίας μου δυσανάλογα μικρή μετά από τόση προσμονή. Το άγχος της επαγγελματικής αποκατάστασης εμφανίστηκε από την πρώτη κιόλας ημέρα, δεν ξέρω μάλιστα αν έφυγε και ποτέ.

Για χρόνια έβλεπα τον ίδιο εφιάλτη και πεταγόμουν στον ύπνο μου. Βρισκόμουν παγιδευμένος τάχα σε κάποιο στρατόπεδο έχοντας να υπηρετήσω ένα ικανό υπόλοιπο θητείας. Κι έσκαγα από το κακό μου, ενθυμούμενος ότι είχα ξεμπερδέψει με το ζήτημα του στρατού. Μόνο την τελευταία φορά που εμφανίστηκε, πριν χαθεί οριστικά ο εφιάλτης αυτός, αντί ως συνήθως να αγχωθώ, με την παρότρυνση υποτίθεται μερικών νεαρών συναδέλφων, το είδα αλλιώς. Ότι η παραμονή μου θα μπορούσε δηλαδή να είναι ακόμη κι ευχάριστη. «Δεν βαριέσαι» είπα. «Στο κάτω – κάτω, δεν έχω κάτι σημαντικό να κάνω εκεί έξω». Και με την σκέψη αυτή χαλάρωσα…

Τελειώνοντας την τωρινή αναδρομή μου στο παρελθόν, σχετική με τα έργα και τις ημέρες του στρατού, μια παράξενη μελαγχολία με κατέλαβε. Η ίδια μελαγχολία ακριβώς όπως το πρώτο διάστημα ύστερα από την απόλυση – ποιος να τό ΄λεγε! Κακά τα ψέματα. Όσοι άνδρες φορέσαν το χακί φέρουν ένα ισόβιο αποτύπωμα,  πολύ πιο σημαντικό από το άλλο. Το κοινό σημείο αναφοράς που ευκαιρίας δοθείσης, ξεδιπλώνεται στις ανάλαφρες μεταξύ τους συζητήσεις. Ή την γλυκιά νοσταλγία για τα περασμένα που με την πάροδο των χρόνων εμφανίζεται. Εμείς που βρεθήκαμε για πρώτη φορά όλοι μαζί, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, μακρυά από την φωλιά μας, καταλαβαίνουμε καλά. Παίξαμε τους «μεγάλους» χωρίς την αβάσταχτη σκιά των δικών μας, το άγρυπνο μάτι τους. Κι ας ήταν το περιβάλλον τόσο αντιδραστικό και οι κανόνες του ακραίοι.

Ετικέτες: στρατός