Εν χρω κεκαρμένος
28-01-2019

                                           μέρος 7ο και προτελευταίο,  «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα»

 

Φθάνοντας στην Ξάνθη κατάλαβα αμέσως ότι τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα, με μια λέξη τα βρήκα σκούρα. Οι αρνητικές κατά κύριο λόγο πληροφορίες που είχα συλλέξει από πριν, εν όψει της μετάθεσής μου στην 25 ΕΜΑ, αποδείχθηκαν αλίμονο κάτι περισσότερο από σωστές. Ήταν ακριβείς. Η αυστηρότητα και η πειθαρχία της νέας μονάδας καθιστούσαν την καθημερινότητα δυσβάσταχτη. Κάθε πρωί γινόταν αναφορά επιλαρχίας – κάτι ομολογουμένως ασυνήθιστο για την σπαρίλα των γαλονάδων – κατά την οποία ο κύριος διοιηκητής μοίραζε ως να ήταν στραγάλια στους αναφερόμενους, στους οπλίτες δηλαδή που για ψύλλου πήδημα έβγαιναν στην «σέντρα», καμιά εκατοστή ημέρες φυλάκισης. Ουαί κι αλίμονο αν έπεφτες σε κάποιο παράπτωμα. Τίμημα της απροσεξίας σου ήταν η φυλάκιση και το συνακόλουθο «πήξιμο» σε αγγαρεία και σκοπιά. «Εδώ θ΄αφήσω τα κόκκαλά μου», σκεφτόμουν. «Με την φυλακή που θα μαζέψω δεν πρόκειται να πάρω απολυτήριο ποτέ». Ένα ήταν αυτό. Και το δεύτερο η καθημερινή αγγαρεία και σκοπιά, ανεξαρτήτως αν ήσουν τιμωρημένος. Παρότι είχα συμπληρώσει έναν χρόνο στο στρατό, ως άρτι αφιχθείς είχα φτου κι απ΄την αρχή την άχαρη αντιμετώπιση του νεοσυλλέκτου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι απέφευγα να δώσω το παρόν στο μεσημεριανό συσσίτιο, αν και πολύ θα το ήθελα. Ο μάγειρας έκανε εξαίρετη δουλειά, ό,τι έφτιαχνε ήταν πεντανόστιμο, σχεδόν σπιτικό, εν αντιθέσει με τον απαράδεκτο της προηγούμενης μονάδας. Έκανα λούφα λοιπόν, γιατί την ώρα που με σκυμμένο κεφάλι ρημαδοτρώγαμε αφοσιωμένοι τάχα στο γεύμα μας, ο επιλοχίας όρθιος έκοβε βόλτες ανάμεσα στα τραπέζια κι επέλεγε ποιοι εξ ημών θα έπρεπε να παραμείνουν για αγγαρεία.  Οι «τυχεροί» θα αναλάμβαναν μετά το πέρας του συσσιτίου το πλύσιμο των δίσκων σερβιρίσματος, των καζανιών ή να καθαρίσουν σακιά με πατάτες και κρεμμύδια για το  βραδινό φαγητό. Ούτε λίγο, ούτε πολύ καταναγκαστική εργασία για κανένα τρίωρο. Με αποτέλεσμα οι δυο μπουκιές φαΐ να μας βγαίνουν κανονικά από την μύτη…

Ήμουν μονίμως συννεφιασμένος και άκεφος. Με είχε πάρει και πάλι από κάτω. Ένιωθα την ψυχή μου ολόιδια με σταφίδα συρρικνωμένη και στεγνή. Δεν μου έφτανε βλέπεις η αναποδιά της μετάθεσης είχα να αντιμετωπίσω κι ένα σωρό καινούργιες δυσκολίες. Τα καθημερινά «σπασίματα» μου δυσκόλευαν την προσπάθεια προσαρμογής. Σπάνια αξιοποιούσα την έξοδο που έπαιρνα για την πόλη. Δεν είχα καμιά περιέργεια να την σεργιανίσω λίγο, να την δω από κοντά. Προτιμούσα να παραμένω εντός στρατοπέδου. Μέσα σ΄ ένα μήνα, δυο ή τρεις φορές βγήκα και περπάτησα με βαριά καρδιά είναι η αλήθεια, κατηφής και μόνος. Παρ΄ όλα αυτά όμως θυμάμαι ότι γοητεύτηκα ιδιαίτερα. Ήταν όμορφη πόλη η Ξάνθη, η πάλια πόλη με τους στενούς πλακόστρωτους δρόμους και τα ωραία αναπαλαιωμένα τουρκόσπιτα με τα χαγιάτια, τα καφασωτά και τα περίτεχνα τζαμλίκια τους. Η διάχυτη θαρρείς μελαγχολία της επέτεινε την ήδη υπάρχουσα δική μου. Κάτι που δεν στάθηκε ικανό παραδόξως να με αποτρέψει από τον πειρασμό να μπω στα μικρά ζαχαροπλαστεία του κέντρου, σε κάτι αφανή χωρίς ταμπέλες μαγαζάκια των αλλόθρησκων συμπατριωτών μας, αντίθετα με τις πάγιες στρατιωτικές διαταγές. Υπήρχε κανονική λίστα με καταγεγραμμένα τα μουσουλμανικά μαγαζιά στα οποία οι έλληνες στρατιώτες απαγορεύονταν ρητώς να περάσουν το κατώφλι τους. Κάτι που για μένα, πηγαίνοντας κόντρα στον κανονισμό, λειτούργησε μάλλον ως χρήσιμος οδηγός επισκεψιμότητας… Εκεί λοιπόν δοκίμασα τα καλύτερα γλυκά της ζωής μου. Τι σιροπιαστά ήταν εκείνα, τι κρέμες και τι ρυζόγαλα! Οι άνθρωποι με εξυπηρετούσαν ευγενικά αλλά και λίγο μαγκωμένοι, με καχυποψία. Ίσως να έβλεπαν για πρώτη φορά φαντάρο να μπαίνει στο μαγαζί τους. Και προφανώς δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Πιθανόν και να ανησυχούσαν για τυχόν συνέπειες. Αν και δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να τους κάνουν κάτι περισσότερο οι καραβανάδες, οι κατ΄εξοχήν εκφραστές της τότε ανεπίσημης και τόσο ολέθριας εθνικής γραμμής, από τον αποκλεισμό τους. Άλλωστε η διαταγή αφορούσε αποκλειστικά τους ένστολους. Μια φορά μ΄ έπιασε μια δυνατή νεροποντή στο δρόμο, έγινα μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο. Τρύπωσα λοιπόν σ΄ ένα σινεμά να προστατευτώ και να ξεκουραστώ λίγο από τον ποδαρόδρομο. Έπαιζε μιαν ασήμαντη, ροζ ταινία. Μα το χειρότερο ήταν άλλο, όχι αυτό. Η αίθουσα φίσκα στην φανταρία – ζήτημα αν είχε και καμιά δεκαριά πολίτες – έδινε την αίσθηση προβολής στο ΚΨΜ. Σφίχτηκα ακόμη περισσότερο. Αλλά μέχρι να τελειώσει η προβολή είχε τουλάχιστον στεγνώσει η στολή μου, κάτι ήταν κι αυτό.

Λησμόνησα να πω, ότι δεκαπέντε περίπου ημέρες μετά, δέχτηκα την επίσκεψη του Χρήστου. Πριν φύγω μου είχε υποσχεθεί πως όταν θα έπαιρνε άδεια για την Φλώρινα, τον τόπο καταγωγής του, θα περνούσε από εμένα. Θα έκανε μια μικρή στάση στην Ξάνθη να με δει. Τήρησε την υπόσχεσή του και ήλθε. Με ειδοποίησαν να πάω στην Πύλη γιατί είχα επισκεπτήριο. Ξαφνιάστηκα, αλλά και πάλι μάντευα ποιον θα συναντούσα, δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν κάποιος άλλος. Φτάνοντας τρεχάτος, λοιπόν στην Πύλη τον είδα να με περιμένει μ΄ ένα χαμόγελο φαρδύ πλατύ. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε σταυρωτά και πήγαμε κάπως παράμερα, λίγο πιο εκεί από το τεντωμένο αυτί και το άγρυπνο μάτι του αλφαμίτη, για να τα πούμε. Αφού με ρώτησε ανήσυχος πως τα περνάω, άκουσε να του απαντάω μονολεκτικά «χάλια». Ζήτησε να του πω λεπτομέρειες, αλλά το απέφυγα. «Άστο, δεν έχουν και τόση σημασία οι ταλαιπωρίες μου, πες μου καλύτερα τα δικά σου» τον προέτρεψα, εννοώντας κατ΄ ουσίαν να με πληροφορήσει για τον Γιάννη. Με έκαιγε, ανυπομονούσα να μάθω το οτιδήποτε σχετικό με το αγαπημένο μου πρόσωπο. Το κατάλαβε, κουτός δεν ήταν. « Θα σε στεναχωρήσω λιγάκι» μου αποκρίθηκε και συνέχισε. «Προχθές, μετά το φαγητό στο εστιατόριο, του πρότεινα να πάμε μια βόλτα για να συζητήσουμε. Μιλώντας του απεκάλυψα ότι γνωρίζω για το μεταξύ σας ερωτικό νταραβέρι και του ζήτησα, επειδή θα ερχόμουν να σε συναντήσω, να μου πεi ειλικρινά τι σκέφτεται να κάνει από εδώ και πέρα». Τον άκουγα και δεν πίστευα στ΄ αυτιά μου. Τον κοιτούσα αποσβολωμένος, άφωνος. Ένιωθα να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, αλλά προσπάθησα να φανώ ψύχραιμος. «Τι έκανες, βρε Χρήστο; Από που κι ως που, με ποιο δικαίωμα του είπες εσύ αυτά τα λόγια; Λυπάμαι, αλλά με απογοήτευσες» και πριν προλάβω να συνεχίσω το διακριτικό ξεχέσιμο συμπλήρωσε με ύφος βρεγμένης γάτας: «Αφού σ΄ αγαπάω ρε φίλε. Και ξέρω ότι σε απασχολεί πολύ αυτό το άτομο, την έχεις πατήσει μαζί του. Δεν ήθελα να υποφέρεις άδικα».

Προσπάθησα να συγκρατηθώ, να μην ανεβάσω περαιτέρω τον τόνο της φωνής μου. Ο αλφαμίτης κάτι είχε πάρει χαμπάρι κι όλο έκοβε βόλτες προς την μεριά μας. «Δεν ισχυρίστηκα ποτέ το αντίθετο.  Σωστά μιλάς,  έτσι είναι τα πράγματα» του αντιγύρισα. «Αυτό όμως δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την πρωτοβουλία που πήρες. Και τι σαχλαμάρες κάθησες και του είπες; Ντρέπομαι και μόνο που σκέφτομαι τι θα νομίζει ο άνθρωπος. Και με το δίκιο του δηλαδή». Ήθελα ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Από την άλλη μ΄ έτρωγε και η περιέργεια, τ΄ ομολογώ, να μάθω την απάντηση του Γιάννη. «Τέλος πάντων. Και πως το σχολίασε, τι σου είπε;». Έσκυψε θεατρικά το κεφάλι και κάτι άρχισε να μουρμουρίζει. «Μίλα πιο καθαρά, σε παρακαλώ» απαίτησα  εκνευρισμένος. «Τίποτα μωρέ… Να, με δυο λόγια μου εξήγησε ότι για εκείνον ήταν όμορφη η μεταξύ σας φάση, αλλά τελείωσε. Και ότι δεν έχει σκοπό να σου γράψει ή κάτι τέτοιο. Βεβαίως σε θεωρεί εντάξει παιδί και σ΄ εκτιμάει. Από την στιγμή όμως που έφυγες με μετάθεση για άλλη μονάδα, το θέμα από μεριάς του είναι λήξαν». Αν δεν με εξόργιζαν και την ίδια στιγμή δεν με πονούσαν τα δυσάρεστα χαμπέρια του Χρήστου – αλήθειες ή ψέματα ποιος να ξέρει – θα έβαζα τα γέλια. Γιατί, κόντρα σε κάθε λογική σκέψη, όσα μου εκόμιζε ο επιστήθιος φίλος και αυτόκλητος μαντατοφόρος, περί επίσημης λήξης του θέματος από την άλλη πλευρά, ήταν καμτσικιές για μένα. Τέλος, προσπάθησα να δω το ατυχές συμβάν στην ανάλαφρη εκδοχή του: «Να λοιπόν που, έστω και άθελά σου ή εν αγνοία σου, έγινες ήρωας κακογραμμένου φωτορομάντζου», σκέφτηκα. Κι αμέσως μετά, με τιμωρητική διάθεση συμπλήρωσα: «Δεν σε λυπάμαι, καλά να πάθεις!».

Κάποιο βραδάκι, είχα δεν είχα συμπληρώσει μήνα στην νέα μονάδα μου, βρισκόμουν χαζολογώντας στο ΚΨΜ, όταν έπεσα σε δύο συναδέλφους, εκ των οποίων ο ένας μου ήταν γνώριμος. Είπαμε τα συνήθη περί υπηρεσίας κι άλλα παρόμοια τετριμμένα. Μη έχοντας πως να συνεχίσουμε την κουβέντα ο γνωστός μου πέταξε την πληροφορία ότι είχε έλθει πρόσφατα μια διαταγή για μεταθέσεις στην Αθήνα πέντε διαφορετικών ειδικοτήτων, μεταξύ αυτών κι ενός γραφέα. Επικαλέστηκε μάλιστα την επιβεβαίωσή της από τον τρίτο της παρέας και αρμοδιότερο επί του θέματος, καθότι ήταν γραφέας του 1ου Γραφείου. Εκείνος συμφώνησε μαζί του, ήταν σωστή η πληροφορία. Εγώ πάντως δεν εύρισκα ποιο ήταν το ενδιαφέρον της, αλλά δεν έδωσα σημασία. «Κάνε κάτι ρε να την κοπανήσεις από εδώ πάνω; Βάλε κανένα «γλύψιμο» να πάρεις εσύ την μετάθεση» μου πρότεινε. «Πρώτον δεν έχω το παραμικρό «μέσον» και δεύτερον, μόλις ήλθα με μετάθεση από άλλη μονάδα. Πρέπει να περάσει τουλάχιστον ένα εξάμηνο μέχρι την επόμενη» τον αποστόμωσα. Δεν είχα καμία απολύτως διάθεση να ταλαιπωρούμαι με ψεύτικες ελπίδες. Για μένα κάτι τέτοιο ήταν άπιαστο όνειρο, απίθανο να πραγματοποιηθεί. Τόσο απίθανο, όσο θα ήταν για παράδειγμα να κερδίσω τον 1ο αριθμό του λαχείου. Και με τρόπο έστρεψα αλλού την συζήτηση. Αυτός όμως συνέχισε να επιμένει. Τον διέκοψε ευτυχώς ο γραφέας προσθέτοντας την σημαντική λεπτομέρεια, ότι το ζήτημα έχει πλέον κλείσει. «Άστο καλύτερα, αποφασίστηκε ποιοι θα μετατεθούν, και μάλιστα έχουν αναγραφεί και τα όνοματά τους δίπλα στην κάθε ειδικότητα» του εξήγησε. «Κρίμα» σχολίασε ο άλλος. Και μετά από μια μικρή παύση επανήλθε: «Με την ειδικότητα του γραφέα ποιος φεύγει;». «Κάποιος Ευσταθίου νομίζω, αν θυμάμαι σωστά το όνομα» του απάντησε. «Και ποιος είναι, τον ξέρεις;» συνέχισε τις ερωτήσεις. «Όχι, κι αυτό είναι το περίεργο, γραφέας και να μην τον ξέρω», σχολίασε ο ερωτηθείς. Και τότε ο ανήσυχος και φιλοπερίεργος συνάδελφος, ανασύροντας λες από την μνήμη του κάποια σχετική, πλην αβέβαιη καταγραφή του επιθέτου μου, στραφείς προς το μέρος μου με πλήρη αθωότητα μου λέει: «Συγνώμη ρε Γιώργο, αλλά εσένα Ευσταθίου δεν σε λένε; Τώρα το θυμήθηκα, μου ήλθε ξαφνικά, σειρούλα. Κοίτα να δεις! Είναι έτσι ή μήπως κάνω λάθος;».

«Μάγκες, κόψτε το δούλεμα. Καλό το παραμύθι σας αλλά δεν έχει δράκο. Εντάξει η πλάκα, δεν λέω, αν και λίγο παρατραβηγμένη», τους δήλωσα ελαφρώς ενοχλημένος. «Ποια πλάκα ρε συ, πας καλά; Μίλα κι εσύ», υπεραμύνθηκε ο πρωτοστάτης απευθυνόμενος σε μένα και ταυτοχρόνως στον τρίτο της παρέας. Εμένα όμως με ξεπερνούσε η κεραμίδα που μόλις είχε πέσει από το πουθενά στο κεφάλι μου. Παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις και των δύο για την ειλικρίνεια των λόγων τους, αδυνατούσα να τους πιστέψω. Ματαιοπονούσαν, δεν άκουγα τίποτα απ΄ όσα μου έλεγαν. Ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο για μια καλοστημένη φάρσα σε βάρος μου. «Αν δεν δω την διαταγή με τα ίδια μου τα μάτια θεωρώ ότι μου λέτε ψέματα, με δουλεύετε και οι δύο κανονικότατα». Και ως άλλος άπιστος Θωμάς απαίτησα να θέσω τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. «Αύριο το πρωί, έλα στο 1ο Γραφείο να σου δείξω την διαταγή. Τώρα δεν γίνεται να πάμε, απαγορεύεται τέτοια ώρα» με αποπήρε. «Δεν γίνεται να περιμένω μέχρι αύριο το πρωί, θα τρελαθώ από την αγωνία. Τώρα θα πάμε. Κάνε μου την χάρη, σε παρακαλώ», τον ικέτευσα. Πείστηκε τελικώς ή μάλλον με λυπήθηκε και με άκρα συνωμοτικότητα μπήκαμε στο γραφείο χωρίς ν΄ ανάψουμε το φως. Έτσι βρέθηκα και πάλι να «παραβιάζω» ένα 1ο Γραφείο στα σκοτεινά, για διαφορετικό λόγο βεβαίως, αλλά εξ ίσου σημαντικό με εκείνον τον ερωτικό της πρώτης φοράς… Τι περίεργες συμπτώσεις σκέφτηκα. Και φευγαλέα έφερα στον νου μου τον Γιάννη. Ο συνάδελφος ξεκλείδωσε τον φοριαμό στα τυφλά, έβγαλε το σχετικό ντοσιέ και μ΄ έναν φακό αναζήτησε την διαταγή της μετάθεσης. Έριξε τον φακό στο πολυπόθητο χαρτί και είδα, όχι χωρίς συγκίνηση, μεταξύ των άλλων ονομάτων και το δικό μου, γραμμένο με κόκκινο στυλό, δίπλα ακριβώς στην ειδικότητα του γραφέα. Ήταν αλήθεια λοιπόν!  Σε σαράντα οκτώ ώρες το πολύ, αν όλα κυλούσαν ομαλά, θα έφευγα με μετάθεση για το Κ.Ε.ΤΘ του Αυλώνα. Θα επέστρεφα δηλαδή στην Αθήνα, στο σπίτι μου!

Την ίδια στιγμή της ανείπωτης χαράς γι΄ αυτήν την απροσδόκητη εύνοια της τύχης, ήλθε ο φόβος και σκέπασε την ψυχή μου. Κι αν κάτι στράβωνε την τελευταία στιγμή; Αν κάποιος άλλος με «βύσμα» μου έπαιρνε μέσα από τα χέρια το θείο δώρο της μετάθεσης; Ο φίλος με καθησύχασε ότι κάτι τέτοιο ήταν απίθανο να συμβεί. Κι αυτό γιατί, όπως μου εξήγησε, είχαν καταλήξει σε μένα έχοντας προηγούμενα αποκλείσει τις λοιπές «υποψηφιότητες» για διαφορετικούς λόγους την κάθε μία. Συμπτωματικά η δική μου περίπτωση συγκέντρωνε όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις όπως τις όριζε ακριβώς η διαταγή της μετάθεσης. Τα λόγια του απάλυναν λίγο το ξαφνικό άγχος που με είχε καταλάβει. Πλην όμως, ακόμη κι όταν ενημερώθηκα επισήμως την επομένη και κλήθηκα να παραδώσω τον οπλισμό μου, δεν ησύχασα εντελώς. Μέχρι και το μεθεπόμενο πρωϊνό της επιβίβασής μου στην αμαξοστοιχία προς Αθήνα το σαράκι της αγωνίας δεν έλεγε να σταματήσει, με έτρωγε συνεχώς. Ως την τελευταία στιγμή έτρεμα το ενδεχόμενο μιας δυσάρεστης ανατροπής. Όταν ο μηχανοδηγός σφύριξε επιτέλους την αναχώρηση του συρμού και οι βαριές ρόδες κύλησαν απρόθυμα στην αρχή, νωχελικά θαρρείς επάνω στις ράγες, τότε μόνον ένιωσα σίγουρος. Και ήμουν πραγματικά ευτυχής.

(συνεχίζεται)

 

Ετικέτες: στρατός