μέρος 6ο, «Η μετάθεση»
Τα φώτα των εορτών χαμήλωσαν ώσπου έσβησαν. Το επόμενο διάστημα, όχι περισσότερο του μήνα, συναντήθηκα με τον Γιάννη κάποιες λίγες φορές στο καθιερωμένο κρησφύγετο του 1ου γραφείου, την γκαρσονιέρα των ερωτικών μας συνευρέσεων. Ο Χρήστος, εκτός της πρώτης, της εναρκτήριας βραδιάς, δεν ξαναφύλαξε τσίλιες. Ουδείς λόγος συνέτρεχε επαγρύπνησης. Καθώς συμβαίνει σε κάθε περίπτωση «παρανομίας», έτσι κι εμείς, παίρναμε όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις. Αυτό που κάπως με ξένιζε, η μόνη παρονυχίδα, ας πούμε, στην τόσο ευνοϊκή εξέλιξη της ιστορίας ήταν η διαπίστωση ότι ούτε και κατ΄ ελάχιστον δεν είχε αλλάξει η συμπεριφορά του απέναντί μου. Το ίδιο τυπικός κι απόμακρος εξακολούθησε να παραμένει μέσα στην καθημερινή ρουτίνα του στρατοπέδου, όπως τους μήνες που προηγήθηκαν της ερωτικής συναίνεσης, τότε που αφελώς θεωρούσα πως ο Γιάννης αποτελούσε μια αποκλειστικά δική μου φαντασίωση. Κανένα σινιάλο μυστικό δεν μου έστελνε, ούτε είδα ποτέ το παραμικρό παιχνίδισμα στα μάτια του. Μόνο όταν έκλεινε πίσω μας η πόρτα και βρισκόμασταν οι δυο μας μέσα στο σκοτεινό γραφείο μεταμορφωνόταν αίφνης σε τρυφερό εραστή. Λόγια και υποσχέσεις αιώνιας αγάπης, καθώς συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν ανταλλάσσαμε. Τις περιπτύξεις μας, τα περιπαθή τολμηρά χάδια μας, τα συνόδευε το τρίξιμο του σουμιέ και το ερωτικό μας κοντανάσασμα, τίποτε άλλο. Ώσπου έλαβα την πανταχούσα της μετάθεσης.
Ένα φωτεινό απόγευμα φθίνοντος Ιανουαρίου έπαιζε μπάλα και παρά την σχετική ψύχρα ήταν γυμνός από την μέση και πάνω, γυμνός θυμάμαι και κάθιδρος. Στεκόμουν παράμερα σε μια γωνιά και παρακολουθούσα διακριτικά το θέαμα. Ή μάλλον εκείνον προσπαθούσα να αποτυπώσω με κάθε λεπτομέρεια στην μνήμη μου γνωρίζοντας, ότι από την επομένη κιόλας, η προσφιλής εικόνα του θα ήταν για μένα μια ακόμη χαμένη Αλεξάνδρεια. Ξαφνικά από μιαν άστοχη υποτίθεται δική του πάσα, η μπάλα εκτινάχθηκε δίπλα εκεί που στεκόμουν, κτύπησε στον τοίχο και κύλησε μπροστά στα πόδια μου. Τον είδα να καταφθάνει τρέχοντας προς το μέρος μου. «Φεύγω» του ανακοίνωσα μονολεκτικά όταν μου χαμογέλασε με νόημα πριν σκύψει να την μαζέψει. «Τι εννοείς;» μου ψιθύρισε απορημένος. «Αύριο το πρωί φεύγω με μετάθεση» τον ενημέρωσα επιγραμματικά. Είδα να συσπάται το πρόσωπό του, να σκοτεινιάζει και πριν κάνει μεταβολή για να επιστρέψει στο παιχνίδι, πρόλαβε να μου πει: «Στις οκτώ, έλα στο γραφείο». Η αντίστροφη μέτρηση είχε μόλις αρχίσει. Λίγες ώρες απέμεναν, απελπισμένες κι αδύναμες να σταματήσουν αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Καταλάβαινα ότι σε καμία συνέχεια δεν μπορούσα να ελπίζω. Ήταν αδύνατον, όσο κι αν το θέλαμε, να υπερνικήσουμε μια τόσο αντίξοη κατάσταση. Η μετάθεσή μου στην 25η ΕΜΑ της Ξάνθης σήμαινε και το τέλος της σχέσης μας.
Συνεπής στο ραντεβού μας βρέθηκα την συγκεκριμένη ώρα στο γραφείο. Γύρισα το πόμολο της πόρτας και μπήκα μέσα. Ήταν εκεί και με περίμενε. Για πρώτη φορά είχε το φως ανοιχτό. «Κλείδωσε» μου είπε και ήλθε προς το μέρος μου. «Το φως, να σβήσουμε το φως. Θα καρφωθούμε», του πρότεινα σιγά. «Στα παπάρια μας! Μη μασάς, γράφτους όλους…», ήταν η απαντησή του. Άνοιξε τα χέρια του και μ’ έκλεισε μέσα τους. Με κρατούσε αμίλητος, μ’ έσφιγγε δυνατά, είχε λαχανιάσει. Με το πρόσωπό του χωμένο στην καμπύλη του λαιμού μου βαριανάσαινε. Κι εκεί ανάμεσα, λέξεις λατρευτικές, μπερδεμένες κι ακατάληπτες έφταναν στο αυτί μου, ψίθυροι της απόγνωσης. Το στήθος του εσυσπάτο κάθε τόσο από έναν λυγμό, τρανταζόταν ολόκληρος. Όταν μετά από λίγο χαλάρωσε κάπως το σφίξιμο της αγκαλιάς και σήκωσε το κεφάλι του να με κοιτάξει, είδα το πρόσωπό του το αγαπημένο λουσμένο στα δάκρυα. Μέσα στην απέραντη δυστυχία μου, για μια στιγμή και μόνον, ένιωσα ευτυχής. Αυτό το παιδί ζούσε τον ίδιο σπαραγμό με τον δικό μου. Όχι, κάτι περισσότερο υπήρχε ανάμεσά μας από την ανάγκη της ερωτικής συνεύρεσης, κάτι πολύ πιο σπουδαίο, κι ας ήταν ανομολόγητο, κάτι τόσο εξαίσια γενναίο. Προτίμησα να σωπάσω. Τραβήχτηκα κι έψαξα μηχανικά στην τσέπη μου το πακέτο με τα ΚΑΡΕΛΙΑ. Άναψα ένα τσιγάρο, τράβηξα δυο τρεις βαθειές ρουφηξιές και ξαφνικά, κρατώντας το με το αριστερό χέρι, το κόλλησα γεμάτος απόγνωση και όλος τυφλό θυμό στο επάνω μέρος του δεξιού μου χεριού. Δεν πρόλαβε να με αποτρέψει, το παρατεταμένο «μη» που ενστικτωδώς άρθρωσε δεν στάθηκε ικανό. Το δέρμα τσίριξε ελαφρά στην επαφή του με την καύτρα τού τσιγάρου, μύρισε καμένο. Μια έντονη ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου απ΄ άκρου εις άκρον, μα δεν σταμάτησα. Συνέχισα μέχρι που έσβησε τελείως και μια κόκκινη πληγή σχηματίστηκε στο σημείο αυτό. Ακόμα υπάρχει το σημάδι, αχνό από το πέρασμα των χρόνων, ίσα που διακρίνεται πλέον. Και παραμένει ευτυχώς για να μου θυμίζει τις μέρες εκείνες του Γενάρη του 1976. Διατηρείται, λέω, το ίχνος μιας παιδιάστικης παρόρμησης του άλλοτε, ως σφραγίδα περιττή κι απόδειξη μάταιη των αισθημάτων μου.
Αποχαιρετηστήκαμε ήσυχα χωρίς να δώσουμε καμίαν υπόσχεση επικοινωνίας ή κάποιας αλληλογραφίας έστω. Παρά το νεαρόν της ηλικίας καταλαβαίναμε πολύ καλά και οι δύο το ανώφελο του πράγματος. Κατέφυγα στον κολλητό μου. Ο Χρήστος ήταν όπως πάντα εκεί, πρόθυμος να με συνδράμει με κάθε τρόπο. Κατάλαβε. Μου πρότεινε να περπατήσουμε, να κάνουμε μια μικρή βόλτα εντός του στρατοπέδου. Συμφώνησα. Προχωρούσαμε αμίλητοι. Μ’ έπιασε από τον ώμο τρυφερά. Τραβήχτηκα. Δεν ήθελα κανένα άλλο άγγιγμα, ας ήταν και φιλικό, όχι τουλάχιστον το βράδυ εκείνο. Δεν επέμεινε καθόλου. «Χαλάρωσε λίγο. Δεν χρειάζεται να σε παίρνει από κάτω. Όλα θα πάνε καλά, θα δεις», μου είπε για να με ενθαρρύνει. Προφανώς εννοούσε τα της μετάθεσής μου και τις πληροφορίες που είχα ότι η νέα μονάδα ήταν κατά πολύ αυστηρότερη της νυν. Αυτή η κουβέντα του όμως, αντί να με παρηγορήσει, πυροδότησε τον θυμό μου. Τον έπιασα από τα μούτρα: «Και ποιος σου είπε εσένα ότι νοιάζομαι και κόπτομαι για την σκατομετάθεση;» του είπα αγριεμένος και συνέχισα: « Ειλικρινά, εσύ αυτό κατάλαβες;». Ξεροκατάπιε πριν μου απαντήσει: «Αντιλαμβάνομαι καλά πόσο δύσκολα νιώθεις απόψε, ησύχασε. Νόμιζα όμως ότι προτιμούσες να μην το συζητήσουμε το άλλο θέμα, το φλέγον». Είχε δίκιο, δεν ήθελα καμία σχετική κουβέντα. Άλλωστε, τι μου έφταιγε ο φίλος μου; Ήμουν σίγουρα μπερδεμένος κι άδικος μαζί του. «Συγνώμη ρε Χρήστο» γύρισα και του είπα όλος μεταμέλεια. «Τι λες, πάμε μέχρι το Κ.Ψ.Μ. να τα πιούμε; Είναι το τελευταίο βράδυ μας, κερνάω εγώ», συνέχισα για να διασκεδάσω κάπως την ξαφνική αμηχανία μας. «Πάμε προτού κλείσει. Αν δεν σταθούμε τυχεροί, έχω ένα ολόκληρο μπουκάλι κλειστό, καβατζωμένο στο γραφείο που μας περιμένει», μου αντιπρότεινε χαμογελώντας.
Ο καψιμιτζής με μισοκατεβασμένα τα στόρια σκούπιζε το πάτωμα. «Μάγκες άκυρον. Μόλις έκλεισα» μας πρόφτασε. Κινήσαμε για το 2ο γραφείο. «Εσύ μικρέ πάρε την καλή πολυθρόνα, του Επίλαρχου. Είσαι το τιμώμενο πρόσωπο γι’ απόψε». Συμμορφώθηκα, χωρίς αντιρρήσεις, στην εντολή του φίλου μου. Αράξαμε ανάμεσα στους φοριαμούς με τα άκρως απόρρητα έγγραφα. Τα ποτά γλιστρούσαν στο λαρύγγι μου το ένα μετά το άλλο. Δεν προλάβαινε να μου γεμίζει το ποτήρι. Πιάσαμε να μιλάμε για τα διάφορα ευτράπελα, αν όχι εξωφρενικά, που μας είχαν συμβεί τις μέρες του στρατού. Από κοντά θυμηθήκαμε τις διάφορες μεταξύ μας φάρσες, τις κοπάνες, τα γελοία σπασίματα από τους καραβανάδες, τα μεθύσια μας όταν «πέρναμε» έξοδο στην Αλεξανδρούπολη, την Alextown όπως τσαχπίνικα και για πλάκα προτιμούσαμε να την αποκαλούμε τα φαντάρια. Παρότι ήμουν βαρύθυμος με την συζήτηση ξεχάστηκα κάπως. Ίσως να έκανε την δουλειά του και το μάγο οινόπνευμα… Τέλος του ζήτησα να πιει έναν καφέ σε πρώτη ευκαιρία στην αγαπημένη μου «Αργώ» της παραλίας και να ξαναπάει οπωσδήποτε για το χατήρι μου σ΄ εκείνον τον μπάρμπα με το τόσο δα ταβερνάκι σ΄ ένα στενοσόκακο του λιμανιού. Τέσσερα τραπέζια χωρούσε όλα κι όλα κι ένα τζουκ μποξ. Στο βάθος υπήρχε ένα κουζινάκι, όπου η κυρά του τηγάνιζε τα ψάρια, τις πατάτες κι έκοβε το λάχανο για τις σαλάτες, τα μόνα που σέρβιρε δηλαδή το κατάστημα, μαζί με το χύμα κρασί και τις μπύρες που τις παίρναμε μόνοι μας από το ψυγείο. Πελάτες του ήμασταν αποκλειστικά εμείς τα φαντάρια. Τα πιο τρανά ζεϊμπέκικα είδα να χορεύονται εκεί από τα ομορφότερα λαϊκά αγόρια. Σ’ αυτό το μαγαζάκι πρωτάκουσα θυμάμαι και το «Υπάρχω» του Χρήστου Νικολόπουλου σε στίχους Πυθαγόρα, τραγουδισμένο μοναδικά από τον Στέλιο Καζαντζίδη. Είχε λιώσει ο δίσκος στο τζουκ μπόξ. Κι αργά, μεσάνυχτα Σαββάτου συνήθως, όλοι οι εξοδούχοι μεθυσμένοι ή σχεδόν, φορτωμένοι παράπονα κι έξαψη, επιστρέφαμε κατά παρέες για τις μονάδες μας με άγρια πειράγματα και νταλγκαδιάρικα τραγούδια.
Ναι, σωστά καταλάβατε. Κάτω από την μύτη των καραβανάδων, τα αξιοπρεπή και τόσο στιβαρά γραφεία τους στην διάρκεια της ημέρας, μετατρέπονταν κρυφά από τους γραφείς κατά τις νυκτερινές ώρες σε American bars… Ήταν η καλύτερη εκδίκηση, η ευγενική απάντηση της φανταρίας αν προτιμάτε, στην καθημερινή πειθαρχία, τις διάφορες προσβολές και τα καψόνια που υφίστατο από τους γαλονάδες. Κι όλα αυτά προς χάριν της πατρίδας υποτίθεται. Πριν αποχωρήσω για τον θάλαμό μου προς κατάκλιση ο Χρήστος μου πρότεινε να κοιμηθούμε στο γραφείο. Είχε μάλιστα εξασφαλίσει για την περίσταση, όπως μου εξήγησε, δύο sleeping bags. Βρήκα την ιδέα του επιεικώς ανόητη. Τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο; Αρνήθηκα, αλλά επέμενε φορτικά. Ήθελε το βράδυ εκείνο ειδικά, το αποχαιρετιστήριο, να το περάσουμε μαζί. Προσπάθησα να φανώ ψύχραιμος κι ευγενικός. Ξαφνικά άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι κάτι έτρεχε εδώ, κάτι μπερδεμένο. Παρότι καμία ένδειξη ερωτικού ενδιαφέροντος δεν είχα εισπράξει εκ μέρους του κατά το παρελθόν, η ξαφνική αυτή επιμονή του να πλαγιάσουμε παρέα με έβαζε σε υποψίες. Εκείνος με διαβαβαίωνε σε όλους τους τόνους για την αγαθότητα των προθέσεών του. Η αγάπη του στο πρόσωπό μου και η βαθειά φιλία του για μένα ήταν τα μοναδικά κίνητρα της πρότασής του, όπως μου εξηγούσε, συν το γεγονός βεβαίως της επικείμενης αναχώρησής μου από την μονάδα. Έφτασε να με εκλιπαρεί, να με πιέζει. Τότε πείστηκα ότι κάτι άλλο, κάτι τελείως διαφορετικό από αγνή, αδελφική φιλία τον διακατείχε. Ίσως να μην τολμούσε αυτό το «διαφορετικό» να το εκδηλώσει όλο το προγούμενο διάστημα. Μπορεί να το απέφυγε ή να το καταπίεσε βλέποντας πόσο κορωμένος ήμουν με τον Γιάννη. Όπως και να ΄χε όμως, τα δικά μου αισθήματα γι’ αυτόν ήταν, εξ αρχής, αμιγώς φιλικά. Εκτός τούτου έδειχνε να μην σέβεται την νωπή πληγή στο δεξί μου χέρι και τις αιτίες που την προκάλεσαν. Κι αυτό με λυπούσε και με θύμωνε ακόμη περισσότερο. Κάποτε κατάλαβε ότι ματαιοπονεί και ολοφάνερα μετανιωμένος μου ζήτησε να ξεχάσω το συμβάν. Και ειλικρινά το ξέχασα.
Την επομένη το πρωί ήταν στην Πύλη νωρίτερα από εμένα και περίμενε υπομονετικά πότε θα εμφανιστώ με τον σάκο επ’ ώμου. Πριν σκαρφαλώσω στο REO με αγκάλιασε σφιχτά και με αποχαιρέτησε βουρκωμένος. «Καλή συνέχεια κολλητέ, να προσέχεις. «G», μη με ξεχάσεις, σε παρακαλώ», ψιθύρισε στο αυτί μου. Και με την ευκαιρία να εξηγήσω ότι «G», το πρώτο γράμμα του ονόματός μου στην αγγλική, ήταν μια δική του επινόηση που κατέστη το πιο σύντομο και τρυφερό προσωνύμι μου. Η σπάνια χρήση του δε, αντίθετα με το άλλο, το σύνηθες «Chip & Dale», για ειδικές περιστάσεις και αποκλειστικά εκφερόμενο από τα χείλη του, το καθιστούσε στην ακοή μου πολύτιμο. Αχ, βρε Χρήστο!
(συνεχίζεται)