μέρος πέμπτο «Merry Christmas Mr. Chip!»
Ήταν μια μάχη δύσκολη, αδύνατον να ξεκολλήσουμε από εκείνη την αγκαλιά. Στιγμιαία διακόπταμε κι αμίλητοι, χωρίς να ειπωθεί μια λέξη έστω, επιστρέφαμε με περισσότερη ένταση. Εντελώς ακατάλληλοι για προφυλάξεις, με πόδια παγωμένα μέσα στα βρεγμένα και λασπωμένα άρβυλα, μάτια χαμηλωμένα από την έξαψη, προσπαθούσαμε με χέρια αμήχανα να ψηλαφήσουμε ο ένας τον άλλον. Να μαντέψουμε το απροσπέλαστο σώμα, το ασπαίρον κάτω από τις φανέλες, τις σκελέες, τις φόρμες και τα τζάκετ με την χειμερινή επένδυση. Υπήρχε κίνδυνος μεγάλος να μας αντιληφθούν, σε μόλις πέντε μέτρα απόσταση από το σημείο των περιπτύξεων ήταν ο 2ος θάλαμος όπου, λόγω κακοκαιρίας είχε γίνει λίγο πριν, η ιδιότυπη νυκτερινή μας εκπαίδευση και που ήταν συμπτωματικά ο θάλαμος του Γιάννη επίσης. Υπήρχαν κάποιοι θάμνοι και η πικροδάφνη, βεβαίως. Αλλά τι να σου κάνει κι αυτή η ταλαίπωρη, δεν επαρκούσε για την πλήρη κάλυψη μιας τόσο παραβατικής συμπεριφοράς. Αν μας έπαιρνε είδηση κανένα μάτι, κάτι διόλου απίθανο, ήμασταν χαμένοι, την επομένη θα γινόμασταν βούκινο. Μπορεί να είχε σημάνει σιωπητήριο από ώρας αυτό όμως, δεν απέκλειε το ενδεχόμενο κάποιος φαντάρος να έκοβε βόλτες για τους δικούς του λόγους, όπως ακριβώς είχα πράξει κι εγώ ο ίδιος άλλωστε ή να πήγαινε προς νερού του. Και τότε γράψε αλίμονο… Ευτυχώς το ψιλόβροχο, που ξαφνικά άρχισε και πάλι να πέφτει, μας έβγαλε από την ερωτική παραζάλη. «Υπογράφω στην τελευταία σκοπιά και τελειώνω γι’ απόψε. Έλα σε μισή ώρα στο γραφείο, θα έχω ξεκλείδωτη την πόρτα. Μπες και μην ανάψεις το φως. Να με περιμένεις εκεί» μου είπε ψιθυριστά στο αυτί και προσωρινά χωρίσαμε.
Ο Χρήστος με περίμενε υπομονετικά στο 2ο γραφείο, εκεί ήταν γραφέας. Και όπως όλοι οι γραφείς της ίλης διοικήσεως είχε την άνεση να μπαινοβγαίνει με κάποια πρόφαση βεβαίως, ακόμη και σε ώρες ακατάλληλες. Αρχικά έδειξε να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Mπέρδευα τα λόγια μου, γελούσα ηλιθιωδώς με το παραμικρό. Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες από την μια στιγμή στην άλλη. Kάτι που έμοιαζε με όνειρο ή με παραμύθι του μυαλού μου καλύτερα, γινόταν έτσι ξαφνικά ως δια μαγείας, πραγματικότητα. Όταν όμως του ανακοίνωσα την απόφασή μου να μεταβώ εντός ολίγου στον τόπο του ραντεβού που δεν ήταν άλλος από το 1ο γραφείο, συνωφρυώθηκε. «Κατά την γνώμη μου, δεν πρέπει να πας» αποφάνθηκε μετά από μια μικρή παύση και συμπλήρωσε: «Υπάρχει πιθανότητα να είναι παγίδα». Δαγκώθηκα, ήταν το τελευταίο που περίμενα ν΄ακούσω. «Τι είδους παγίδα;» τον ρώτησα ενοχλημένος. «Να σε εκθέσουν» μου δήλωσε απερίφραστα. «Και για ποιο λόγο να το κάνουν;» συνέχισα, απορώντας με τον εαυτό μου πως στο καλό κάνω έναν τέτοιο διάλογο. «Έτσι, για την πλάκα τους». Η καχυποψία του φίλου μου που ήθελε να εξετάσει κάθε λογής αρνητικό σενάριο βάζοντας προς συζήτηση ακόμη και την πιθανότητα της σκευωρίας σε βάρος μου ή μάλλον πως ήμουν ήδη το προς διαπόμπευση θύμα μιας καλοστημένης πλεκτάνης με έκαναν φευγαλέα να τα χάσω. «Αποκλείεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μπορώ να καταλάβω ποια φιλιά είναι αληθινά και ποια όχι. Και επιτέλους θα το ρισκάρω, θα πάω με κάθε κόστος, πίσω δεν κάνω» ήταν το δικό μου σχόλιο. Κατάλαβε. «Τουλάχιστον υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις» πρόλαβε να μου πει πριν τον καληνυχτίσω.
Η πόρτα, μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας έτριξε ελαφρά. Ήταν ξεκλείδωτη! Την έσπρωξα και γλίστρησα στο εσωτερικό. Πίσα σκοτάδι. Οι σφυγμοί μου είχαν αρχίσει να καλπάζουν. Η σκέψη όλων όσων είχαν ειπωθεί περί παγίδας με γέμιζε αγωνία. Κι αν είχε δίκιο ο φίλος μου; Κι αν άναβε, λέει, ξαφνικά το φως και φανερώνονταν εμπρός μου οι γνώριμες φάτσες κάποιων χαμένων κορμιών της ίλης; Κι αν αφού δεν είχαν κρυφτεί να με περιμένουν στο σκοτάδι, μιας και ο κίνδυνος αυτός μετά από λίγο εξέλειπεν εκ των πραγμάτων άνοιγε λέει η πόρτα, κι αντί του νυμφίου μπουκάριζαν τίποτα παλιόμαγκες, οι ίδιοι και πάλι της προηγούμενης εκδοχής με τα συνακόλουθα γιούχα; Μήπως δεν έπρεπε να έλθω; Κι αυτός ο Γιάννης γιατί αργούσε τόσο; Βρισκόμουν σε υπερδιέργεση. Άκουγα τον ήχο της ανάσας μου κάπως πιο δυνατό κι από τους κτύπους της καρδιάς. Ευτυχώς, ο χώρος δεν μου ήταν άγνωστος, αντίθετα. Κάτι που το ένοιωθα παρήγορο μέσα σ’ εκείνη την ένταση. Ερχόμουν κάθε πρωί από την Διαχείρηση Υλικού με έγγραφα προς υπογραφήν από τον κ. Ίλαρχο, τον επικεφαλής του 1ου Γραφείου. Υπήρχε και δεύτερο δωμάτιο για τους γραφείς, χωρίς την ύπαρξη εσωτερικής πόρτας, μόνο ένα άνοιγμα υπήρχε μεταξύ τους. Με την πρόφαση του τσιγάρου τρύπωνα στο διπλανό με τους συναδέλφους γραφείς, αξιοποιώντας την ευκαιρία να βρεθώ για λίγο κοντά του. Και πάλι εκεί κατέφυγα. Τρύπωσα, ανταποκρινόμενος στην τάση μου ν’ απομακρυνθώ κάπως από την αβεβαιότητα της πόρτας, στο διπλανό το πιο οικείο. Κι ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο, αμέσως μετά το άνοιγμα στα δεξιά.
Επιτέλους, άκουσα το πόμολο της πόρτας να γυρίζει. Κράτησα την αναπνοή μου. Η πόρτα έκλεισε μαλακά και πριν γυρίσει το κλειδί μια φωνή με κάλεσε με τ’ όνομά μου. Ησύχασα, είχε έλθει. «Εδώ, στο διπλανό είμαι» αποκρίθηκα σιγά. Τα βήματά του πλησίασαν προς το μέρος μου. «Μίλα μου» πρόλαβε να πει, σε μια προσπάθεια να εντοπίσει την θέση μου στο σκοτάδι. «Εδώ είμαι» επανέλαβα κι άπλωσα το χέρι μου προς την σκιά του. Με κατάλαβε και στράφηκε ψηλαφητά σε μένα. Λαχανιασμένοι σαν τα λαγωνικά που επιστρέφουν από το κυνήγι, ξαπλώσαμε ανυπόμονοι στο σιδερένιο κρεβάτι που υπήρχε για τις ανάγκες της μεσημεριανής ξεκούρασης, μπορεί και για κανέναν υπνάκο του ίλαρχου, όταν ήταν αξιωματικός υπηρεσίας. Χωθήκαμε γυμνοί κι αδέξιοι κάτω από την στρατιωτική κουβέρτα. Υπήρχε πρόχειρη και διαθέσιμη να μας σκεπάσει, όπως το ίδιο είχε κάνει για τόσα και τόσα σώματα πριν, έτοιμη να κρατήσει λες, κάτι το ανεπαίσθητο κι από τα δικά μας. Μόνο που ο παλιός σουμιές στην παραμικρή κίνηση έτριζε άσχημα, το σουσταλίδικο κρεβάτι αναστέναζε θαρρείς κάτω από το βάρος μιας τέτοιας έξαψης, ακουγόταν σίγουρα μέχρις έξω, πράγμα πολύ επικίνδυνο να προδοθούμε. Λάβαμε τα μέτρα μας αποφεύγοντας κάθε περιττή κίνηση. Ακόμα και την στιγμή της ανεξέλεγκτης υποτίθεται κορύφωσης, εμείς φροντίσαμε να εκτονωθούμε χαμηλόφωνα, με ιερά ανακραυγάσματα ήπιας έντασης. Μετά το τέλος δε, μείναμε ώρα πολλή σιωπηλοί με τα κορμιά μπλεγμένα θυμίζοντας αμυδρά το σύμπλεγμα του Λαοκόοντος. Και με βεβαιότητα μπορώ να πω, πως δεν υπήρξε ούτε ένα τόσο δα φάλτσο σ’ εκείνη την πρώτη μας συνεύρεση, από μεριάς μου τουλάχιστον.
Κάποτε έφτασε η στιγμή να εγκαταλείψουμε τις αγκαλιές και να ντυθούμε. Αμίλητοι ψάξαμε τα ρούχα μας, πεταμένα εδώ κι εκεί. Ήθελε προσοχή να μην τα μπερδέψουμε μες στο σκοτάδι. Ετοιμαστήκαμε για την μεγάλη έξοδο. Ήταν η τελευταία δοκιμασία μας. Να φύγουμε χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί από κανέναν τυχαία διερχόμενον. «Καλύτερα να φύγεις εσύ πρώτος» μου πρότεινε. «Θα μείνω εγώ πίσω να τακτοποιήσω λίγο το γραφείο. Μόνο πρόσεξε τώρα, πώς θα βγεις». Συμφώνησα. Ξεκλείδωσε, έριξε μια ματιά έξω και με χτύπησε στην πλάτη τρυφερά. Σημάδι ότι «ο δρόμος ήταν ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα». Έκανα να δρασκελίσω την πόρτα, αλλά με τράβηξε μαλακά πίσω κοντά του. «Τι, έτσι θα φύγεις;» ψιθύρισε κι έσκυψε για ένα τελευταίο φιλί.
Μόλις προχώρησα μερικά μέτρα, διέκρινα μια φιγούρα να προπορεύεται και να απομακρύνεται βιαστικά. Ήταν ο Χρήστος! Του σφύριξα συνθηματικά και κοντοστάθηκε. Τον πλησίασα. «Όλα καλά;» με ρώτησε χαμογελώντας. «Ναι, όλα καλά και κάτι παραπάνω» του απάντησα και συνέχισα: «Ήσουν εδώ, έξω απ΄το γραφείο στην παγωνιά, όση ώρα εγώ ήμουν μέσα με τον Γιάννη;». Έκανε με το κεφάλι του την κίνηση της κατάφασης και ταυτόχρονα πέρασε το χέρι του στον ώμο μου. «Φύλαγα τσίλιες, ανησυχούσα για σένα σκιουράκι. Αν έβλεπα ύποπτη κίνηση θα σε ειδοποιούσα να την κοπανήσεις. Να προλάβεις να φύγεις πριν γίνει καμία στραβή». Τον έπιασα από την μέση. Γύρισε και με κοίταξε συγκινημένος. «Merry Christmas Mr. Chip!» μου πρόλαβε. «Ώπα», του λέω, «με τους έρωτες κόντεψα να ξεχάσω ότι αύριο έχουμε Χριστούγεννα». «Πάει, εσύ ξεμυαλίστηκες εντελώς», σχολίασε δηκτικά. «Εντάξει, αφού το ξέρεις καλά, εσύ σκιουράκι μου είσαι αναντικατάστατος» τον καθησύχασα. Και αμέσως του έκλεισα με σημασία το μάτι λέγοντας: «Merry Christmas Mr. Dale!».
(συνεχίζεται μετά τις γιορτές)