μέρος τέταρτο «Εσύ τι κάνεις, εδώ;»
Μετά την έκτιση της ποινής τοποθετήθηκα από την 2η ίλη στην ίλη διοικήσεως, ως γραφέας της Διαχείρισης Υλικού της μονάδας. Με την εσωτερική αυτή μετάθεση απαλλάχτηκα ολοσχερώς, αφ΄ενός από την δυσάρεστη παρουσία του λοχία και αφ΄ετέρου, με την αλλαγή ειδικότητας, από το βάρος των αρμάτων. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια! Η διαίσθησή μου, όταν μέσα στην μαύρη απελπισία των ημερών μου ψιθύριζε πως όλα θα πάνε καλά, είχε βγει αληθινή. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε εμπρός μου και ο μόνιμος δυνάστης μου. Με πλησίασε αμήχανος και με την ουρά κάτω απ΄τα σκέλια, κάτι περί συγνώμης ψέλλισε και πως, όταν με τα καψόνια του έκανε τον βίο μου αβίωτο, για το δικό μου το καλό φρόντιζε, τι άλλο; Ανησυχούσε τάχα να μη «ξεψαρώσω» πρόωρα κι αρχίσω τις μαγκιές. Είχε αγνές προθέσεις, ήθελε να με προστατέψει, να μη μαζέψω άδικα φυλακή. Κι εγώ που τον είχα παρεξηγήσει… Τέλος, πριν φύγει με σκυμμένο κεφάλι, μ΄ ευχαρίστησε. Εκτιμούσε, όπως μου είπε, το γεγονός ότι παρά την πίεση που δέχτηκα, εγώ προτίμησα να σωπάσω, δεν έδωσα τ΄ όνομά του, δεν τον κάρφωσα στον μπάρμπα Φώτη. Τον άκουγα αμίλητος, ήταν τόσο θλιβερός, τόσο λίγος και μίζερος ο άλλοτε κραταιός λοχίας. Και τόσο όμορφος, πανάθεμά τον!
Επιτέλους, μετά από οκτώ μήνες χαλάρωσα. Η αυστηρότητα υπήρχε, η αγγαρεία και η υπηρεσία επίσης, πλην όμως, μετά την πρωινή αναφορά πήγαινα στο γραφείο και μέχρι το μεσημέρι είχα το κεφάλι μου ήσυχο. Αντικείμενο της δουλειάς μου ήταν η καταγραφή του στρατιωτικού υλικού σε καρτέλες κι άλλα συναφή. Ήταν όχι απλώς προτιμότερο, από την καθημερινή συντήρηση του άρματος που ήμουν «χρεωμένος», αλλά ευεργετικό σχεδόν. Λάδια, γράσα και υπερβολικό άγχος από το ενδεχόμενο, λόγω αβλεψίας, κάποιας ζημιάς με ανυπολόγιστο κόστος, έλαβαν τέλος. Χώρια το ψύχος ή ο καύσωνας ανάλογα, που επικρατούσε στον υπαίθριο χώρο φύλαξης των αρμάτων, τον όρχο. Η γλυκιά ρουτίνα του ήσυχου και ασφαλούς γραφείου ήταν το καλύτερο δυνατόν για τα τεντωμένα νεύρα μου. Ο καινούριος φίλος και μετέπειτα κολλητός μου Χρήστος Παπαδημητρίου, προερχόμενος από το Αμύνταιο της Φλώρινας, κατά τι παλαιότερος εμού, με περιέβαλλε με περισσή φροντίδα. Φτάσαμε να έχουμε κοινό ταμείο, μια σπάνια φιλία αναπτύχθηκε ανάμεσά μας. Και παρότι ήμασταν διαφορετικού προσανατολισμού και προτίμησης στα ερωτικά θέματα, μιλούσαμε για όλα ανοιχτά, δεν είχαμε μυστικά ο ένας από τον άλλον.
Έτσι, όταν μπόρεσα κάποτε να σταθώ λιγάκι στα πόδια μου, διαπίστωσα κοιτάζοντας γύρω μου, πως τα πράγματα δεν ήταν δα και τόσο μαύρα, όσο οι ειδικές συνθήκες με είχαν σπρώξει να νομίζω. Και πως, παρά τους απανταχού μαύρους μπερέδες που ταλαιπωρούσαν τα νεανικά κεφάλια μας, υπήρχαν μερικές λαμπρές περιπτώσεις συναδέλφων, καθόλα αξιέραστων, όπως αυτή του Γιάννη Γ. από το Ηράκλειο της Κρήτης που φεγγοβολούσε, κάτι που έσπευσα ασμένως να το ανακοινώσω στον Χρήστο. Του μίλησα ξεκάθαρα για το ενδιαφέρον μου, χωρίς τσιριμόνιες και πολλά πολλά. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα να το εξομολογηθώ, ο μόνος που δεν θα το έπαιρνε στραβά κι ο μόνος άξιος, μέσα σ΄ εκείνο το άκρως συντηρητικό και επισφαλές στρατιωτικό περιβάλλον, να μου πει την γνώμη του. Αφού με άκουσε προσεχτικά, έχοντας ένα αδιόρατο χαμόγελο κατανόησης, με συμβούλεψε τελικά, ως καλύτερος γνώστης των καταστάσεων και των προσώπων της ίλης διοικήσεως, να ξεχάσω κάθε ερωτική βλέψη μου για τον Κρητικό. Δεν υπήρχε, κατά την γνώμη του, ούτε μία περίπτωση να υπάρξει ανταπόκριση εκ μέρους του άλλου και πως προτιμότερο θα ήταν να πάψω να ελπίζω. Αν αντίθετα αποτολμούσα να κάνω την παραμικρή νύξη κινδύνευα, όπως μου είπε, να εκτεθώ άσχημα.
Υπάκουσα με βαριά καρδιά. Δεν είχα άλλωστε το περιθώριο για κάτι διαφορετικό, το καταλάβαινα. Είχα «εφεύρει» το πρόσωπο αυτό σε μια προσπάθεια να ξεφύγω κάπως από την μουντάδα του στρατοπέδου. Χρειαζόμουν έναν έρωτα για να δραπετεύω, να μην σέρνομαι πίσω από την αφόρητη ανοησία των παραγγελμάτων και της στρατιωτικής ρουτίνας. Δική μου επινόηση ήταν και έτσι θα παρέμενε αναγκαστικά, χωρίς να αντιληφθεί ο άλλος το παραμικρό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αξιοποιούσα κάθε ευκαιρία για να βρίσκομαι «τυχαία» κοντά του. Ήθελα να τον βλέπω, να τον παρατηρώ διακριτικά, να ψιλοκοσκινίζω κάθε του λέξη. Στα λουτρά, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, στάθηκε αδύνατον να συμπέσουμε. Δεν βαριέσαι όμως, εμένα μου έφτανε και περίσσευε, να υπάρχει στο οπτικό μου πεδίο, τίποτ’ άλλο. Κύλησαν έτσι τρεις μήνες περίπου, χωρίς καμία θετική ένδειξη από μέρους του. Παρέμενε σταθερά απόμακρος και τυπικά ευγενής, μέχρι το βράδυ μιας Τρίτης, που είχαμε την πάγια νυχτερινή εκπαίδευση.
Ακούσαμε την σφυρίχτρα του επιλοχία και βιαστικά πεταχτήκαμε έξω από τους θαλάμους για την αναφορά. Μπήκαμε σε χαλαρή σειρά στο χώρο έμπροσθεν της παράγκας που έκανε χρέη εστιατορίου, περιμένοντας να ακούσουμε ένας – ένας το όνομά του και ν’ αποκριθούμε «παρών». Ήταν προχωρημένο Φθινόπωρο, το κρύο πλέον δεν αστειευόταν. Κάναμε επιτόπια πηδηματάκια για να ζεσταθούμε. Εγώ δε, επιπόλαια φερόμενος δεν είχα φορέσει το τζάκετ, όπως οι περισσότεροι. Και ως συνήθως, όλως «συπτωματικά», βρισκόμουν δίπλα του. Με ρώτησε αν κρύωνα. Ομολόγησα πως «το είχα δαγκώσει». «Βάλε, τουλάχιστον στην τσέπη μου το χέρι σου να ζεσταθείς» μου πρότεινε σοβαρά. Εντυπωσιάστηκα από την ξαφνική αυτή οικειότητα, την τόσο απρόσμενη, όσο και θελκτική συνάμα. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, εκεί ενώπιον των λοιπών συναδέλφων, πλήρης αθωότητας και συγκίνησης, έχωσα το αριστερό χέρι μου στην δεξιά τσέπη του, όπου και συνάντησε το δικό του το ζεστό. Ευτυχώς το σούρουπο είχε απλωθεί για τα καλά, το σκοτάδι κατέβαινε παρήγορο, σύμμαχος φυσικός της τόλμης μας. Και τότε, μέσα στην γλυκιά θερμότητα της τσέπης, ένιωσα το χάδι του στο χέρι μου, χάδι μυστικό από τα αδιάκριτα βλέμματα, επίμονο και τρυφερό. Επιτέλους, η «Φίλη Αφροδίτη εμνήσθη επ’ αγαθώ!» σκέφτηκα.
Η αναφορά ολοκληρώθηκε και ο επιλοχίας μας ανήγγειλε τι περιελάμβανε παρακάτω το πρόγραμμα: «Λύση – αρμολόγηση τυφεκίου Μ1» στον 2ο θάλαμο. Ήταν αστείο το αντικείμενο και προσχηματικό, όλοι λίγο πολύ ξέραμε να το κάνουμε, ακόμη και με κλειστά μάτια. Προβλεπόταν χαβαλές μέγας! Μαζευτήκαμε όλοι στον θάλαμο. Για την περίπτωση ξαφνικής εφόδου υπήρχαν δυο – τρία Μ1 λυμένα κι απλωμένα επάνω στα κρεβάτια. Τα φαντάρια πιάσανε να κάνουνε πηγαδάκια λέγοντας άλλοι τις συνήθεις χοντράδες και άλλοι, οι πιο σοβαροί, τα γνωστά και τετριμμένα περί της πολυπόθητης μεταθέσεώς τους από την «Γκατζολία» στην Αθήνα και τα συναφή. Εμείς πιάσαμε τ΄απόσκια… Ως συνένοχοι πλέον, στρατοπεδεύσαμε στη πιο απόμερη γωνιά του θαλάμου, αραχτοί στο κάτω μέρος της διπλής κλίνης, καλυμένοι κάπως από την κουβέρτα που κατέβαινε ως αυτοσχέδιος μπερντές και παραπέτασμα τυχαίο από την υπερκείμενη. Πρώτη φορά μιλούσαμε από τόσο κοντά οι δυο μας και μάλιστα έτσι, ο ένας ξαπλωμένος δίπλα στον άλλον, λέγοντας με τα χείλη, εξ αίτιας της παρουσίας τόσων αδιάκριτων αυτιών, τα πιο κοινότοπα πράγματα. Ενώ τα μάτια λαμπάδιαζαν και τ΄ αδηφάγα χέρια μας δούλευαν ασταμάτητα, θώπευαν μυστικά με βουλιμία το κορμί του άλλου, στο μέρος το αθέατο της πλάτης και μέχρι κάτω στα μεριά. Φοβόμουν, δεν ήξερα καλά τον χαρακτήρα του ανδρός, πλην όμως η επιθυμία, κυρίαρχη όσο ποτέ πριν, εκώφευε στις όποιες επιφυλάξεις μου. Είχε πάρει φόρα, δύσκολα θα μπορούσα να την αναχαιτίσω. Ο Χρήστος, στο δίωρο της «νυχτερινής εκπαίδευσης», από διακριτικότητα δεν πλησίασε προς το μέρος της καβάτζας. Άρα είχε αντιληφθεί το τι πιθανόν διημείβετο στο πίσω μέρος της κουβέρτας…
Με την λήξη της «νυχτερινής» αποχωρήσαμε. Στον μυστικο σύμβουλο και φίλο μου είπα σε αδρές γραμμές τι είχε συμβεί. Χάρηκε για την απρόσμενη ανατροπή. Αλλά δεν χάρηκε καθόλου και προσπάθησε να με αποτρέψει, όταν του δήλωσα την πρόθεσή μου να συναντήσω τον Γιάννη το ίδιο εκείνο βράδυ και μάλιστα χωρίς να είναι συμφωνημένο. Εύρισκε το σχέδιό μου παράτολμο. Θα έστηνα καρτέρι στα περάσματα… Ήξερα τι ώρα θα έβγαινε για έφοδο να ελέγξει τις σκοπιές. Όπως επίσης ήξερα και το δρομολόγιο που θα ακολουθούσε. Ήταν πολύ συγκεκριμένο. Κάπου εκεί λοιπόν θα τον περίμενα. «Για να του πεις, τι;» με ρώτησε ο Χρήστος. Δεν είχα σκεφτεί οτιδήποτε, ήθελα μόνο, έστω για λίγο, να τον δω. Ως συνήθως, ακολουθούσα το ένστικτό μου. Την προκαθορισμένη ώρα, πήγα και κρύφτηκα πίσω από κάτι πικροδάφνες. Τα πρώτα μακρινά «αλτ, τις ει» των σκοπών, μετά από λίγο, ακούγονταν από πιο κοντά, σημάδι που επιβεβαίωνε τις προβλέψεις μου. Ο εφοδεύων έκανε το γνωστό δρομολόγιο και σε λίγο θα περνούσε, κατευθυνόμενος στην τελευταία σκοπιά, ξυστά από μένα. Ακίνητος, στήλη άλατος πίσω από τις φυλλωσιές κρατώντας την αναπνοή μου, άκουγα στην σιγαλιά της νύχτας τον χαρακτηριστικό ήχο, εκείνο των αρβυλών που κολλάνε εξ αιτίας της λασπουριάς – το αποτέλεσμα της μεσημεριανής νεροποντής – να πλησιάζει. Μέγας πανικός με κατέλαβε. Σκέφτηκα να φύγω, να το βάλλω στα πόδια, αλλά ήταν αργά. Έφτασε ανυποψίαστος στο ένα μέτρο από το σημείο που στεκόμουν και με προσπέρασε. Μερικά βήματα μετά, πριν προλάβω να βγάλω μιαν ανάσα ανακούφισης, λες και μάντεψε την παρουσία μου, έκανε μεταβολή κι έστρεψε τον φακό που κρατούσε καταπάνω μου, όπως ακριβώς κάνει ο κυνηγός για να καθηλώσει τον λαγό.
Ήλθε προς το μέρος μου έκπληκτος, ενώ σαν σε όνειρο τον άκουγα, θυμάμαι, να με ρωτάει και να επαναλαμβάνει χαμηλόφωνα, καθόσον δεν έπαιρνε καμία απάντηση, την ίδια αμήχανη ερώτηση: «Εσύ τι κάνεις, εδώ;». Έτοιμος να καταρρεύσω, ακίνητος κι αμίλητος, παγωμένος κυριολεκτικά τον έβλεπα να κοντοζυγώνει. Καταλάβαινα καλά πόσο ανεπανόρθωτα είχα εκτεθεί. Τώρα, ο Θεός να βάλει το χέρι του, πρόλαβα να σκεφτώ, την στιγμή ακριβώς που με κολλημένο το πρόσωπό του στο δικό μου, εκ νέου και τόσο αφελώς με ρώτησε: «Εσύ τι κάνεις, εδώ;». Και τότε άρχισα να καταρρέω πραγματικά, τα πόδια μου δεν με κρατούσαν πλέον όρθιο. Καταλάβαινα ότι χάνω ύψος, ο Γιάννης το πρόσεξε. Πρόλαβε να μ΄ αρπάξει από τα πέτα του τζάκετ, με κράτησε γερά και ίσα που ακούστηκε για ύστατη φορά, πριν βυθίσει ανυπόμονα την γλώσσα του στο στόμα μου, να επαναλαμβάνει ψιθυριστά, αδιαφορώντας για την όποια απάντηση: «Εσύ τι κάνεις, εδώ;».
(συνεχίζεται)