Εν χρω κεκαρμένος
06-12-2018

μέρος 2ον, «Τα κομβία»

Το επόμενο πρωί, το πρώτο στην παραμεθόριο, παράλληλα με την εκπαίδευση άρχισε και το ομαδικό καψόνι και ειδικά στην περίπτωσή μου και το ατομικό, χωρίς να παραλείπονται η αγγαρεία και η υπηρεσία, η καθημερινή σκοπιά δηλαδή. Θαλαμοφύλακες ή περίπολο έμπαιναν αποκλειστικά οι παλιοσειρές. Μας έτρεχαν διαρκώς, συχνά άνευ λόγου, έτσι για την πλάκα τους οι παλιοί.  Δεν μας άφηναν σε χλωρό κλαρί, ούτε τσιγάρο δεν προλαβαίναμε να καπνίσουμε. Είχαμε ρέψει από την κούραση και την ψυχική ταλαιπωρία. Κι εκείνοι απολάμβαναν το θέαμα, μιας και τους δινόταν η ευκαιρία, επιτέλους, να επαναλάβουν όλα όσα είχαν υποστεί ως νέοι από τους παλαιότερους και πάει λέγοντας. Ήταν βλέπεις η παράδοση, το εθιμικό δίκαιο του στρατού που υπαγόρευε να υποφέρουν οι εκάστοτε νεοαφιχθέντες, προς αποφυγήν «ξεψαρώματος» και για σπάσιμο του περίφημου τσαμπουκά. «Εκεί που τελειώνει η λογική, αρχίζει ο στρατός» διάβασα την φράση χαραγμένη από κάποιον απηυδισμένο φαντάρο, ανάμεσα σε διάφορα άλλα, στο μέσα μέρος μιας ξύλινης σκοπιάς, ως σκοπός κι εγώ.

Μια φήμη έλεγε πως, όλοι οι έφεδροι βαθμοφόροι οι ανήκοντες στις τέσσερις ή και τις πέντε προηγούμενες της δικής μου σειράς, ήταν αρχικά στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και πως μετά την πτώση της χούντας το ΄74 πήραν, ως υπεράριθμοι, μετάταξη για τα τεθωρακισμένα. Αποζημιώθηκαν δε για την υποβάθμιση (!) αυτήν με μια ή δυο σαρδέλλες ο καθένας τους στο μανίκι. Κρίνοντας από την σκληρότητα και τον ολοφάνερα σαδιστικό χαρακτήρα ορισμένων, μια χαρά θα μπορούσε να αληθεύει η φήμη ή το «ράδιο αρβύλα» κατά την στρατιωτική διάλεκτο. Πάντως, ο κύριος διοικητής της μονάδας, ο πολύς μπάρμπα Φώτης, δεν παρέλειπε κατά την πρωινή αναφορά να καυτηριάζει δημόσια και με δριμύτητα την αναχρονιστική μέθοδο του καψονιού, υποσχόμενος βαρύτατες ποινές, σε όσους θα συνελάμβανε να παραβαίνουν τις διαταγές του, πλην όμως κρυφίως ενθάρρυνε την μέθοδο. Εθεάθη μάλιστα καθ΄ ην στιγμή εξαπέλυε τους γνωστούς μύδρους, να κινεί ταυτοχρόνως το χέρι πίσω από την πλάτη του, στον χαρακτηριστικό ρυθμό του εν – δυο κάτω, μια κίνηση που μόνον από τους παρατεταγμένους όπισθεν αυτού αξιωματικούς μπορούσε να γίνει αντιληπτή και να εκτιμηθεί δεόντως η σημασία της!

Είχα το θλιβερό προνόμιο ο λοχίας Κώστα Μαλεβίτης να με θέσει υπό την προστασία του από την πρώτη στιγμή της αφίξεώς μου. Πράγμα που σημαίνει ότι για αρκετό χρονικό διάστημα είχα μετατραπεί σε αποκλειστικό παιχνίδι του. Συνεχώς ασχολείτο μαζί μου με τον πιο σαδιστικό τρόπο. Απ’ το πρωί έως το βράδυ, άλλο δεν έκανε από το να με αναζητάει για να με υποβάλλει στην δοκιμασία κάθε είδους καψονιού. Εκτός από τις κάμψεις και τα συνήθη «λαγουδάκια» που δεν είχαν τελειωμό, είχε επινοήσει κι άλλα, προσωπικής εμπνεύσεως. Μόνο όταν ήμουν σκοπός ή αγγαρεία πειθαρχούσε αναγκαστικά και γλίτωνα από τις ορέξεις του. Οι στρατιώτες της σειράς μου είχαν χαλαρώσει από κάποια στιγμή και μετά, έπιασαν φιλίες με τους παλιότερους, κανένας δεν ασχολείτο μαζί τους και μόνον εγώ εξακολουθούσα να έχω τον μόνιμο μπελά του κολλημένου με την πάρτη μου λοχία. Ώσπου άρχισαν να του βάζουν χέρι και οι δικοί του, οι παλιοσειρές. «Ξεκόλλα ρε με τον νέο, τι έχεις πάθει;» ή «Καλά, δεν βαρέθηκες ακόμα; Μας τα ζάλισες, βαρεθήκαμε να σ’ ακούμε». Αλλά αυτός εκεί, το βιολί του.

Ένα βράδυ επέστρεψα κατάκοπος και νυσταγμένος από την σκοπιά έχοντας κάνει το «γερμανικό» νούμερο, το 1 – 3. Δεν έβλεπα την ώρα να πέσω στο κρεβάτι μου, για τις λίγες ώρες, όσες απόμεναν μέχρι το εγερτήριο στις 6.30΄ το πρωί.  Μόλις μπήκα στον θάλαμο κι άφησα το Μ1 στον οπλομαστό, άκουσα μια σιγανή φωνή να με καλεί στο ημίφως της χρωματιστής λάμπας, της κοινώς λεγομένης «μπουρδελιάρας». «Γύρισες ψάρακλα από την σκοπιά; Έλα εδώ, φέρε μαζί και τον σάκκο σου». Πλησίασα  στο κρεβάτι του λοχία ξέροντας καλά ότι θα αρχίσει και πάλι κάποιο καινούριο καψόνι εις βάρος μου, μιας κι είχε χορτάσει τον ύπνο ο μάγκας και βαριόταν. Μου ζήτησε να αδειάσω τον σάκκο και να κάνω αποκομβίωση σε όλα μου τα ρούχα. Στην συνέχεια να μετρήσω τα κουμπιά και να του τα δώσω. Τα μέτρησα, «είναι είκοσι οκτώ» του είπα και του τα έδωσα. Τα πήρε και τα σκόρπισε κάτω από τα κρεβάτια του θαλάμου, ενώ όλοι κοιμόντουσαν και μερικοί εξ αυτών ροχάλιζαν του καλού καιρού, μέσα στις μάλλινες κουβέρτες. «Θέλω να μου φέρεις 28 κουμπιά, κανόνισε» διέταξε με το άθλιο σαρκαστικό γελάκι του. Πέφτω στα τέσσερα κι αρχίζω την περισυλλογή των κομβίων…

Τα μέτρησα, ήταν λιγότερα κατά δύο ή τρία, και του τα έδωσα στο χέρι. Τα πήρε και τα σκόρπισε όλα εκ νέου. «Θέλω να μου φέρεις και τα 28 κουμπιά» επανέλαβε, δήθεν θυμωμένος. Έκανα μακροβούτι ενώ την ίδια στιγμή σκεπτόμουν ότι δεν γίνεται, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Απόψε, είπα στον εαυτό μου πολύ σοβαρά, θα τον ξεκοιλιάσω με την ξιφολόγχη ή θα του την ανάψω με το Μ1. Και μετά θα αυτοκτονήσω κι εγώ. Ίσως, κάτι να κατάλαβε στο βλέμμα μου σχετικά με τις σκοτεινές προθέσεις μου, γιατί παρότι του έφερα λιγότερα κουμπιά από την προηγούμενη φορά, ούτε τα μισά σχεδόν, δεν επανέλαβε το μαρτύριο. Αντίθετα μου επέτρεψε να πάω για ύπνο, με την προϋπόθεση ότι το πρωί, πριν από την αναφορά, θα τα έχω οπωσδήποτε ράψει. Και με ύφος απειλητικό μου υπογράμμισε πως θα με ελέγξει  κατά την αναφορά.

Δεν μπορώ να παρακάμψω τον πειρασμό της ερμηνείας, μιας κάποιας εξήγησης, ας ήταν εξ αρχής πρόδηλη σε μένα, της συμπεριφοράς του. Ο λοχίας έδινε λάθος αγώνα, με λάθος τρόπο. Πολλές φορές επάνω στο τσαμπουκάλεμα και τις δήθεν αγριοφωνάρες, πλησίαζε το προσωπό του πολύ κοντά στο δικό μου, σχεδόν με άγγιζε και με κοιτούσε κατ΄ ευθείαν στα μάτια. Εκεί έβλεπα την κρυμμένη με τόσο κόπο επιθυμία του να χορεύει τρελό μάμπο, να καθρεφτίζεται ξεκάθαρα στα μάτια του. Μύριζα την μεθυσμένη αναπνοή, άκουγα τα μπερδεμένα λόγια, ένιωθα την ανάγκη του να με πλησιάσει, έστω κι έτσι. Κάποιες φορές λίγο έλλειψε να κολλήσει το στόμα του στο δικό μου. Έτρεμε από θυμό υποτίθεται, εξ αιτίας κάποιας απείθαρχης συμπεριφοράς μου που από μόνος του την είχε επινοήσει, ψάχνοντας μιαν αφορμή για καψόνι. Άλλος ήταν ο θυμός του κι άλλη η αφορμή που τον προκαλούσε. Τον εξόργιζε αυτή η ξαφνική κι ανομολόγητη έλξη στο πρόσωπό μου, ήταν μια έλξη αφύσικη, ανώμαλη, κατακριτέα, δεν ταίριαζε καθόλου σ΄ ένα καθαρόαιμο αρσενικό σαν και του λόγου του… Με το απαίδευτο μυαλό του γινόταν έξαλλος, πώς ήταν δυνατόν, μπορεί και ν΄ αναρωτιόταν, να του συμβαίνει εκείνου κάτι τέτοιο. Για τον σκώληκα που τρύπωσε στην ψυχή και το σαρκίο του, υπαίτιος ήμουν μόνον εγώ. ’Ισως και οι δυο σαρδέλλες της εξουσίας που δυστυχώς του παρείχαν την δυνατότητα του καψονιού, την στρεβλή εκτόνωση, κάτι που τον μπέρδευε έτι περισσότερο.

Μέσα στην αφόρητη κατάσταση πιάστηκα από την ιδέα μιας ολιγοήμερης άδειας. Ναι, αλλά πως; Βάσει του κανονισμού δεν μπορούσα να ελπίζω σε κάτι τέτοιο. Κατάστρωσα το σχέδιό μου. Ζήτησα από τον φίλο μου Γρηγόρη Παπαδόπουλο που πέρασε να με δει, έφεδρος κι αυτός ερχόμενος από Ορεστιάδα με άδεια προς Αθήνα, να στείλει φτάνοντας ένα τηλεγράφημα επείγον. Τα υπόλοιπα θα τα χειριζόμουν εγώ. Δεν του αποκάλυψα τι είχα κατά νου. Στον κύριο Ίλαρχο επικαλέστηκα σοβαρό οικογενειακό λόγο. Με αρκετή απροθυμία συναίνεσε. Την επομένη πέταγα από την χαρά μου και ταυτοχρόνως με το αεροπλάνο της Ολυμπιακής… Οι λίγες μέρες εξανεμίζονταν, η σκέψη της επιστροφής με δάγκωνε σαν φίδι. Τότε συνέλαβα ένα ακόμη πιο τολμηρό σχέδιο, άκρως ριψοκίνδυνο. Αρκετά πριν εκπνεύσει η άδειά μου, έβαλα την στολή εξόδου και Κυριακή απόγευμα κατέφθασα στο Κέντρο Διερχομένων του σταθμού Λαρίσης, καθότι εκεί έπρεπε να παρουσιάζονται όσοι στρατιώτες του Λεκανοπεδίου αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα. Συνεπικουρούμενος και υποβασταζόμενος από τον φίλο μου τον Κωστάκη παρουσιάστηκα λέγοντας ότι νιώθω έντονο πόνο χαμηλά στην κοιλιά. Αμέσως μας έβαλαν τον συνοδό μου κι έμενα σ΄ένα τζιπ και μας οδήγησαν στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Από τα επείγοντα περιστατικά απ΄ευθείας βρέθηκα σε κανονικό θάλαμο, τον φίλο μου τον έστειλαν στο σπίτι του.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα άναψαν όλα τα φώτα και εισέβαλλε στον θάλαμο μια ομάδα γιατρών. Ρώτησαν ποιος στρατιώτης είχε λίγο πριν εισαχθεί και κοιτάζοντας τα χαρτιά τους επιβεβαίωσαν το όνομά μου.

Ο επικεφαλής ήλθε κοντά να με ψηλαφίσει. Τραβούσα το χέρι του προφασιζόμενος ότι πονούσα στην παραμικρή πίεση που ασκούσε στην κοιλιά μου. Στο τέλος γυρίζει και μου λέει μελοδραματικά: «Σε λίγο αυτό το χέρι θα βρίσκεται μέσα στα σπλάχνα σου και δεν μ’ αφήνεις να σ’ εξετάσω;». «Δηλαδή γιατρέ δεν το γλιτώνω το χειρουργείο;» τον ρώτησα δήθεν τρομοκρατημένος. «Το μόνο σίγουρο» μου απάντησε. Και γυρνώντας προς τους βοηθούς γιατρούς και την νοσοκόμα: «Ετοιμάστε τον, μπαίνει στο χειρουργείο» τους ανήγγειλε εκνευρισμένος. Ήθελα να ουρλιάξω ο αφελής φαντάρος για την επιτυχή έκβαση του σχεδίου μου. Όλα είχαν πάει ρολόι. Σε λίγο βρισκόμουν στο χειρουργείο και μετά το ξύρισμα και την απολύμανση της κάτω περιοχής, δεχόμουν την επισκληρίδιο ένεση της νάρκωσης στο ύψος της μέσης. Ήταν η μοναδική στιγμή που φοβήθηκα. Σκέφτηκα να τα παρατήσω και να πω όλη την αλήθεια. Για μια εικοσαήμερη άδεια που θα μου εξασφάλιζε η αφαίρεση της σκωληκοειδίτιδας, διακινδύνευα την ζωή μου. Εύκολα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια «ατυχής» μεταγχειριτική εξέλιξη του ασθενούς και δη ενός φαντάρου. Μα τόσο πολύ απελπισμένος ήμουν λοιπόν; Πώς το αποφάσισα ελαφρά τη καρδία; Από την άλλη, αν αποκάλυπτα τώρα την απάτη μου, έχοντας ξεσηκώσει Κυριακή βράδυ για έκτακτο περιστατικό μαϊμού, τους χειρουργούς από το σπίτι τους ενδεχομένως, το στρατοδικείο το είχα στο τσεπάκι μου. Προτίμησα να σωπάσω. Με ρώτησαν αν αισθανόμουν το τσίμπημα της βελόνας στα πόδια μου. Όχι, δεν αισθανόμουν τίποτα. Όλα ήταν εντάξει. Είχε φτάσει η στιγμή να μπει το νυστέρι.

(συνεχίζεται)