Εντυπώσεις από τη χώρα των Χαλκηδονίων
01-11-2018

Ενδεχομένως, σε πολλά άρθρα ή αναρτήσεις μου, υπερασπίζομαι μια άποψη που ενίοτε συμβαδίζει με πολιτικές απόψεις που βρίσκονται στην δημοσιότητα και προέρχονται από διάφορα κόμματα.

Οι τακτικοί αναγνώστες μου, μάλλον το ξέρουν και δεν ακούω ή διαβάζω το περιλάλητο «εκ ποίας θέσεως λέγουτε όσα λέγουτε, ω κάλπη;» παρά μόνον από κυβερνητικούς που διασχίζουν περιστασιακά τις λέξεις μου, ή από ομάδες υπερύθρων ή υπεριωδών πεποιθήσεων. Λοιπόν, πάλι και πάλι, ανοιχτά χαρτιά:

Η αντίδρασή μου στον Σύριζα είναι συνεχής, με περίσκεψη, από το πρώτο δίμηνο της θεωρίας των παιγνίων του Βαρουφάκη. Και ο λόγος είναι αποχρών: έφαγα τα νιάτα μου, από τα φοιτητικά χρόνια, κάνοντας παρέα, αποκλειστικά με τους αναθεωρητές, τους εσωτερικούς, τους αριστεριστές, τους ελπίζοντες με ειδικό τρόπο στον κοινωνικό προβληματισμό. Η παρέα μας υπήρξε εγκάρδια, συνεχής και γεμάτη μπουκέτα διαφωνιών, τις οποίες, λόγω ιδιοσυγκρασίας, φόρτωνα με μπόλικο χιούμορ και γελαστική διάθεση. Αντιμετώπιζα ως υποπροϊόν της παλιοζωής του παλιόκοσμου και της παλιοκοινωνίας την θρυλική έως κουραστική εναλλαγή των πεποιθήσεών τους, την έντονη ανεκτικότητα έναντι διαλυτικών φαινομένων.

Ζούσα, με δακτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις, την έντονη κινητικότητά τους στην αναζήτηση μιας καλής δουλειάς, που θα έφερνε μια άνετη ζωή, τις μεγάλες αβάντες να συνεργάζονται με ποικίλων ιδεολογιών «φτασμένους» επαγγελματίες.

Με τους καρντάσηδες των νιάτων μου, εάν τύχαινε και μας χώριζε η ζωή για μερικά χρονάκια, όφειλα να τους ρωτάω σε ποια γκρούπα ή παράταξη βρίσκονται τώρα.

Ενδεικτικά, οι οιηματίες των σέβεντις, είχαν φλερτάρει, έως νυμφευθεί, πληθώρα από δεξιάντζες, και φυσικά , έναν σκασμό συντροφιών και συνεταιρισμών με πασόκους.

Παρ’ όλα αυτά, έως την ημέρα των κρυστάλλων, την τούμπα περί το δημοψήφισμα και τα δήθεν ντροπιάρικα «έχομεν την κυβέρνησιν αλλ΄ουχί το κράτος», ένας υπομονετικός σχολιοσυλλέκτης θα αναγνώριζε, σε καμιά πενηνταριά άρθρα μου, του πρώτου εξαμήνου, μια σειρά φιλικών ενστάσεων, του τύπου «μη μας αδειάζετε, συριζαίοι».

Αργότερα, αγρίεψα.

Πάλι από καλοπροαίρετη αύρα, είχα καταλήξει πως είναι άσχετοι των ασχέτων κι ως εκεί. Ήρθε μετά  ο Μητσοτάκ, κι απόγινε η απελπισία. Επειδή πίστευα πως ο νέος ιθύνων δεν είχε τα κότσια να κυβερνήσει. Αυτός κι αν δεν είχε την παραμικρή δυνατότητα να αποκτήσει κράτος!

Με Καραμανλή και Σαμαρά στα φέουδά τους, τον Γιωρίκα σε μόνιμη κατατονία και την κακογλωσσιά εθιμική και πανταχού παρούσα, έβλεπα και βλέπω ένα αδιέξοδο που μόνον πρεσβείες και ξενάκια ήταν σε θέση να εκλογικεύσουν.

Δεν με νοιάζει τόσο η ρεμπετ-ασκέρ τεχνική τους, διότι μαζί τους, και χάρη σε αυτούς, αρνήθηκα την όποια ικανότητα εμπέδωσης και εκμάθησης. Αλλά ο κύριος λόγος είναι πως είναι στην ουσία, τόσο, μα τόσο καραδεξιοί που όμως έχουν αλλάξει ταμπέλα στα πάντα.

Υπήρχαν και άλλα τέτοια φυντάνια στον βίο μου, μόνο που αν τα καλογνώριζες, έβλεπες πως είχαν μια έμφυτη φρεναπάτη, που όμως είχε ανταλλάγματα υπέρ της προσωπικής τους άνεσης. Αυτός που έλεγε «είμαι αυριανιστής» ή «είμαι χουντικός» δεν ήταν απαραίτητο να σε θεωρεί συνομιλητή σου.

Τελικά, με ενοχλεί που οι προφανώς ξεκούδουνες και παροδικές ενέργειές τους, δεν τους ωθεί να ασκούν στρατηγικές. Ο λαός θα φυλάξει γι’ αυτούς μια ιδιωματική, παροιμιώδη έκφραση: «άρατα φέρατα». Ή «σεν τερεί κ΄εμένα λέπ».

Ένας ματαιωμένος φεντεραλιστής είμαι, κεντριστής κατά τας ιδέας και γνώστης πως αι ιδέαι βλάπτουν την ζωή των λαών.

Επιβιώνω επειδή έχω φίλους.

Και δεν πολυνοιάζομαι πλέον που κάποτε, πάνε χρόνοι σαράντα, δήλωσα, όταν με ρώτησαν για το μέλλον μου πως θα γεράσω στα χαρακώματα.