Το νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης βρίσκεται ψηλά.
Κοντά στο Ασβεστοχώρι .
Φημίζεται για το καλό κλίμα της η περιοχή.
Κι όντως ο αέρας που χτύπησε τα ρουθούνια μου με το που βγήκα ήταν καθαρότατος, δροσερός.
Μύριζε βουνό.
Ποια φορά ήταν αυτή δε θυμόμουν.
Εδώ ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο θείος μου, ένας σωρός φίλοι, συγγενείς, γνωστοί.
Τώρα ο άντρας μου.
Κατηφόριζα απ’ το Πέτρινο προς την έξοδο του νοσοκομείου και τα σκεφτόμουν.
Η αίσθησή μου γι αυτό το χώρο ήταν παλιά.
Πιο παλιά απ αυτά τα γεγονότα.
Πιο παλιά κι απ την γέννησή μου.
Η μάνα μου έκανε την πρώτη αιμόπτυση στα είκοσί της χρόνια.
Πριν ακόμη με γεννήσει.
Ήταν εικοσιτριών χρονών αρραβωνιασμένη.
Ο πατέρας μου υπηρετούσε την θητεία του στο στρατό και τον έπιασε ο εμφύλιος.
Έσκασε το μέσα της να τον περιμένει.
Έπρεπε να τον περιμένει μου είχε πει.
Σε μια άδειά του είχε γίνει γυναίκα του.
Επομένως σύμφωνα με τις αρχές της έπρεπε να τον παντρευτεί.
Άρα έπρεπε να πλαντάξει από υπομονή περιμένοντας με αγωνία να σωθεί απ’ τον πόλεμο και επίσης να κρατήσει τον λόγο του και να τιμήσει δεόντως τον αρραβώνα τους.
Ο πατέρας μου τελειώνοντας ο πόλεμος σώθηκε κι απολύθηκε, σκάλωσε όμως στον Πειραιά για ένα εξάμηνο σε κάποια μακρινή ξαδέρφη του που ήταν ζωντοχήρα και την έλεγαν Πολυξένη.
Η Πολυξένη στην αρχή τον φιλοξένησε.
Μετά όμως τον σπίτωσε.
Η Αφροδίτη στη Θεσσαλονίκη κι εκείνος στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σα να λέμε σήμερα ο ένας εδώ κι ο άλλος στη νήσο του Πάσχα.
Η μάνα μου είδε κι αποείδε.
Μια μέρα λύγισε, μάτωσε τα πνευμόνια της και ανέβηκε στο Σανατόριο ως ασθενής από φυματίωση.
Εκείνη την εποχή στα 23 της δεν είχε βιώσει τίποτε.
Μήτε παιδική ηλικία μήτε εφηβική.
Έμεινε ορφανή από πατέρα στα εννιά της χρόνια κι
έγινε μάνα για τα τρία μικρότερα αδελφάκια της, αναγκαστικά αφού η κανονική μάνα χρειαζόταν να κάνει τρεις δουλειές για να τα μεγαλώνει.
Δεν υπήρχε άνθρωπος να τους βοηθήσει και η Γερμανική κατοχή αποτελείωσε ο,τι η μοίρα με τόσο απάνθρωπο τρόπο είχε αρχίσει.
Μετά αρραβωνιάστηκε απ τα δεκάξι της.
Εκτός από κακουχίες, ατυχίες και στερήσεις δεν είχε βιώσει τίποτε άλλο.
Όταν αρρώστησε κι ανέβηκε στο Παπανικολάου το τότε Σανατόριο της Θεσσαλονίκης, ήταν γεμάτο στην κυριολεξία από νέους ανθρώπους.
Όλοι νέοι της κατοχής.
Ήταν ωραία μου είπε κανένα χρόνο πριν πεθάνει.
Μου έπεσε το σαγόνι.
«Ωραία»; τι «ωραία» …τη ρώτησα.
Ε να ωραία πως να το πω… εκεί μας μιλούσαν με ευγένεια, μας φρόντιζαν οι γιατροί, μας εξηγούσαν τι έπρεπε να κάνουμε για την υγεία μας, τρώγαμε πρωί, μεσημέρι, βράδυ καλά, άσε που οι πτέρυγες των γυναικών και των ανδρών είχαν κρυφούς δρόμους επικοινωνίας και είχαμε έρωτες, παράφορα πάθη και γάμους ακόμη.
Ερχόταν κυρίες και μας μοίραζαν δώρα τις γιορτές, στολίζαμε δέντρο, τραγουδούσαμε, χαιρόμασταν.
Χτίσαμε τις πιο δυνατές φιλίες της ζωής μας εκεί.
Ποιος με φρόντισε εμένα ποτέ πριν;
Ποιος με ρώτησε αν πεινάω;
Ποιος με πλησίαζε να μου σφίξει το χέρι να με κοιτάξει φιλικά στα μάτια;
Κανείς.
Δεν ήθελα να φύγω από ‘κει το καταλαβαίνεις;
Βγαίναμε φωτογραφίες στα χιόνια και τις κοιτάω ακόμη και κλαίω από συγκίνηση.
Έλεγε, έλεγε η Αφρούλα κι εγώ δεν πίστευα στ αυτιά μου.
Εκατοντάδες νέοι τότε έζησαν έτσι στα Σανατόρια.
Στερημένοι από σχολεία και πανεπιστήμια λόγω δύσκολων εποχών, πεινασμένοι για όλα, λόγω της κατοχής, έχτισαν τις ζωές τους μέσα στις δομές των Σανατορίων.
Γι αυτό η Αφροδίτη όταν γριούλα πια αρρώστησε βαριά και την μεταφέραμε εκεί άνοιγε το πρωί τα μάτια της, κοιτούσε απ το μεγάλο παράθυρο έξω, χαμογελούσε κι έλεγε:
«μια χαρά είμαι εδώ»
«δε φοβάμαι τίποτα».
«Ήρθαν τα νιάτα μου πίσω»