Μπορεί να σιχαίνομαι τα fake news (αν και συμβάλουν στο να παραμένει το μυαλό ξυράφι εφ’ όσον τηρείς την διαδικασία του «ελέγχου των πηγών»: τεχνικά, η φτιάξη τους γδύνεται με τον ίδιο τρόπο που βγάζεις ύποπτο ένα χωρίο μιας βυζαντινής επιτομής ή μιας κακογλωσσιάς σε επτανησιακή γαζέττα) αλλά μόνον επαίνους διατηρώ για τους fake titles. Διότι είναι απλό αφού: συγκεντρώνουν αναγνώστες.
Τα βιβλία στάθηκαν για μένα παραμάνες, τροφοί, τρανοί της βλαχουριάς χοροί, πανοράματα τοπίων, ευκαιρία για άσεμνα χαϊδολογήματα, αφορμές για έπαινο αγνώστων συγγραφέων, ατυπικούς ανεκπλήρωτους έρωτες και πηγές ζηλοφθονίας, υπό τον υπότιτλο «πώς το γράφει έτσι, μέσα από ποια διεργασία ο κανάγιας και η λεγάμενη που το σκέφτηκαν».
Ωστόσο, από τον νέο αιώνα και εφεξής, μαθαίνοντας λίγα-λίγα τα κατατόπια του διαδικτύου, μερικά τουλάχιστον, πρώτα αρκουδίζοντας και μετά παίζοντας με τον οικόσιτο Αζόρ που με συντροφεύει, παραμένοντας μοιχεπιβάτης του, κατάφερα να απολαμβάνω αναγνώσεις, πηγές και απόψεις που ουδέποτε θα προσέγγιζα, εάν παρέμενα ιδανικός και ανάξιος πορτογύρης των βιβλιοθηκών, των φωτοαντιγράφων και των παραπομπών, ξοδιάζοντας και μαραγγιάζοντας το δέρμα μου στην ένοχη σπατάλη χρόνου εκεί όπου τα απρόσιτα ή δυσεύρετα βιβλία κουρνιάζουν.
Εξακολουθώ να τα ποθώ μανιασμένος, υποβλέποντάς τα, κακόβουλος και δύσπιστος, παρέα με άλλους ομοϊδεάτες μου, αλλά νοσταλγώ το σώμα, την υφή και τη μυρωδιά τους, αλλά τα θαυμάζω εξ αποστάσεως. Οι νεκροί, δυστυχώς δεν διαβάζουν, άσχετο εάν η θανή προκαλεί την παραγωγή γνωμικών και λοιπών αναστατικών του βίου. Παλιά, δεν μετρούσα τη ζωή, παρά με στυγνούς αριθμούς, προσγειωτικούς της έφεσης στην γνώση και στην ηδονή. Ποτέ δεν είπα «μου μένουν άλλα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια» αλλά συχνά σκεφτόμουνα «δέκα καλοκαίρια και τις ανάλογες Καθαρές Δευτέρες έχεις μπροστά σου, κάλπη και κλέφτη του βίου» και πάντα έβρισκα το άθροισμα λειψανάβατο, λιποβαρές και ανεπαρκές. Η πραγματικότητα με προσγείωνε στο προφανές, αλλά εντός μου η φαντασμάρα προϋπόθετε πως μπορούσα να φτάσω στα τριακόσια χρόνια, πολύξερος, πολύγαμος, διαρρήκτης εγκεφάλων και με παντοδύναμο κόφτη ασθενειών και ανημπόριας.
Έως το διαδίκτυο, ασκήθηκα στην φωτογραφική αποτύπωση των αναγνώσεών μου, καταφέροντας να χωνεύω διακόσιες σελίδες κειμένου σε μία ώρα, όταν τελειοποίησα την τεχνική. Μάταιος κόπος. Πάντα έλειπε το ουσιώδες, η μνήμη κρασάριζε, έπρεπε να αχρηστεύω αυτά που μάθαινα για να χωρέσουν τα καινούργια κοσκινάκια μου.
Ενώ τώρα, διαβάζω καθημερινά δέκα και είκοσι φορές περισσότερες λέξεις, γράφω πολύ περισσότερες απ’ όσες αντέχει το μυαλό. Πρέπει να έχω ένα σκασμό μάντρες όπου φυλάω τα προβατάκια μου, ήτοι τις λέξεις μου, και συχνά ξαφνιάζομαι ανακαλύπτοντας ότι εντέλει έγραψα για το τάδε ζήτημα, ότι αποκλείεται να τόλμησα να αναλύσω το ένα και το άλλο. Καμιά φορά, διαβάζοντας, σκέφτομαι «αυτός γράφει σαν το Πετεφρή» κι όταν βγαίνει αληθινό, ξιππάζομαι.
Η πλημμύρα της Μάνδρας και τα ξεχειλίσματα ρεμάτων σαν του Διακονιάρη, οι πλησμονές του Έβρου δεν είναι τίποτε μπροστά στον βούρκο των λέξεων με τις οποίες παλεύω. Καθημερινώς. Δεν έχω «αποστολή», δεν με κατέχουν ιδεοληψίες μη και δεν προφτάσω να εκφράσω ιδέες ή να αναστήσω γεγονότα. Διαβάζω και γράφω. Γράφω και διαβάζω. Με όλες τις αισθήσεις. Κι έτσι ξεγελιέμαι.
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε την πίκρα της ζωής. Και δεν θα τολμούσα να γράψω κείμενο «εναντίον των βιβλίων» εάν δεν ήμουν τόσο νεκρός, τόσο βάτραχος του Βόλτα, τόσο ες μικρόν ευτυχής.