Στο «Ρεξ» έπαιζε ένα ακατάλληλο μεξικάνικο, με μια όμορφη που την κυνηγούσανε ληστές σε μια πλάβα και το παλληκαράκι τους σκότωνε και την έσωζε. Αλλά έδειχνε πολύ μπούτι και ένας μεγάλος από τον κατηχητικό μας εντόπισε και μας έβγαλε έξω.
Εμείς πηγαίναμε στο κατηχητικο επειδή γινόταν απομεσήμερο στον γυναικωνίτη του Αη Γιώργη και βλέπαμε σχετικά συχνά κηδείες με πεθαμένους.
Έβγαζαν και την «ζωή του παιδιού» και δίναμε μια δραχμή ευχαρίστως. Αλλά βγήκε από άλλη σωλήνωση ένα άλλο περιοδικό, το «Προς τη νίκη» που είχε τον Χριστό τιμονιέρη σε καταιγίδα και άλλο τραγούδι, όχι τα «Χριστιανόπουλα» αλλά ένα μάρς: «με χαρούμενη την όψη και με μάτι λαμπερό/ γιαλιστερό για καινούργιες μάχες πάμε στης ειρήνης τον καιρό».
Αυτά μας έβαζε να τα λέμε μια δασκάλα από άλλο κατηχητικό. Κι όταν το δικό μας κατηχητικό μας έβαζε να πουλάμε τις «ζωές του παιδιού» σε καφενεία και λοταρίες, προσπαθήσαμε να τις πουλήσουμε στους πατεράδες μας, κι εκείνοι, και οι τρεις, μας είπαν «κανονίστε» και οι τρεις αποφασίσαμε να γραφτούμε σε άλλη λύση για δεκάχρονα.
Ο Φάνης, ο Βασίλης κι εγώ είπαμε να δοκιμάσουμε τους προσκόπους που είχαν μαγαζί με κάτι μπλε καΐτια και δυο σκαλάκια τσιμεντένια και ένα βράδι μπήκαμε. Ήταν ένας μεγάλος με κοντό παντελονι αρχηγός και ο Βασίλης που ήξερε λόγω μεγάλου αδελφού του ζήτησε να γραφτούμε.
Αλλά δε γινόταν – έπρεπε προηγουμένως να γίνουμε λυκόπουλα, κάτι μπασμένα μικρά με τζόκει πράσινο και ένα καύκαλο χελωνίτσας που στόλιζε δένοντας το φουλάρι τους και την αναζητούσαν με μανία, κι όταν την έπιαναν, την έβραζαν και έβγαινε το καύκαλο καθαρό.
Αλλά εμείς θέλαμε να κρατάμε κοντάρια και να τραγουδάμε «πριν καλά ο ήλιος βγει χιουχαϊντί-γιουχαϊντά».
Διαγωνίως απέναντι ήταν ο σκακιστικός όμιλος και είπαμε να πάμε, αλλά παρασπονδήσαμε επειδή άσσος των άσσων ήταν εκεί ο Τάκης Χατζηαβραμίδης, που για να μάθουμε εξίσου καλά έπρεπε να γεράσουμε.
Τελικά, ήταν 1958 και ο Ήντεν είχε χοντρό πρόβλημα στη Μέση Ανατολή, η ΕΔΑ ήταν δεύτερο κόμμα και εμείς ως τρεις φίλοι, περιμέναμε το καλοκαίρι να φάμε το σταφύλι.